Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ΑΓΡΙΝΙΟ ΤΩΡΑ:ΑΓΝΩΣΤΟ ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΦΩΤΙΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ!

 ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ

Άγνωστης προέλευσης αντικείμενο "φεγγοβόλησε"όλο το χωριό λίγο πριν της 11 Το βράδυ. Το φως ήταν τόσο έντονο που έκανε πραγματικά την νύχτα μέρα!Η διάρκεια του φαινομένου δεν κράτησε πάνω από 10 δευτερόλεπτα χρόνος που φάνηκε αρκετός σε συντοπίτη μας να βγάλει 2 φωτογραφίες πειστήρια που θα συζητηθούν πολύ!Το parakampylia news  επικοινώνησε άμεσα με το εθνικό αστεροσκοπείο Αθηνών το οποίο συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και θα μας απαντήσει αύριο όσο πιο εμπεριστατωμένα μπορεί.
Ωστόσο ο υπεύθυνος του κέντρου αρκέστηκε να μας πει ότι δεν ξανά υπήρξε παρόμοιο φαινόμενο στον Ελλαδικό Χώρο!
Τα νεότερα αύριο!

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΜΑΡΤΗΣ ΓΔΑΡΤΗΣ ΜΕ ΛΙΓΟ ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΑΗ ΒΛΑΣΗ!

 
Η λαϊκή παροιμία "Μάρτης Γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης" δεν βγήκε για πλάκα και  ο φετινός Μάρτης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση..Εδώ και μέρες βρέχει ασταμάτητα στα Παρακαμπύλια ,αλλά σήμερα φρόντισε να μας θυμίσει ότι ο χειμώνας είναι εδώ ακόμα κι ότι η Άνοιξη μπορεί να περιμένει,ρίχνοντας λίγο χιόνι στον Αη Βλάση Αγρινίου,όπως το αποδεικνύουν και οι φώτο που μας έστειλε ο Κώστας Κοντογιώργος.
Μέτα την μικρή χιονόπτωση ο ουρανός καθάρισε και πάλι.
Σύμφωνα με την πρόγνωση της της μετεωρολογικής υπηρεσίας ελαφρά χιονόπτωση η χιονόνερο μπορεί να συμβεί και απόψε ενώ από αύριο ο καιρός θα βελτιωθεί...







Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

TO NOHMA KAI Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 21



Η κόρη με τα ορθάνοιχτα μάτια 


Σε καιρούς πνευματικού χαλασμού, σαν τους σημερινούς, στην μεγάλη αϋπνία του κόσμου, η Ελλάδα της κρίσης, η πατρίδα μας η καταματωμένη, η πεινασμένη και η κουρελιασμένη, στέκεται όρθια και ξάγρυπνη από απλούς και ταπεινούς ανθρώπους, σαν εκείνους τους γνήσιους και τίμιους ήρωες του 1821. Ένα είναι το νόημα και η παρακαταθήκη τη επανάστασης του ' 21: Σε ετούτη εδώ τη γη, και ανάμεσα στους ανθρώπους, να μετατρέπουμε πάντα τη σκλαβιά σε Ελευθερία! Και την ελευθερία σε Ομορφιά και Αξιοπρέπεια! Εκείνος ο άγγελος που έφερε τον Ευαγγελισμό στη Μαρία, εκείνος στέκεται και τώρα, με σπαθί όμως, δίπλα σε όσους πολεμούν για την κόρη με τα ορθάνοιχτα μάτια, για την Ελλάδα!

Χρόνια Πολλά!

 Ευθύμιος Πριόβολος / 25 Μαρτίου 2016

*Ο Ευθύμιος Πριόβολος είναι φιλόλογος και κατάγεται από το Αγγελόκαστρο Αιτωλ/νίας.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

ΑΥΤΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΓΙΟΒΛΑΣΙΤΗΣ ΜΑΓΕΙΡΑΣ ΤΟΥ ΑΛ ΚΑΠΟΝΕ!


Σημαντικά στοιχεία δημοσίευσε στο fb o Γιάννης Τσέλλος ο οποίος κατάγεται και διαμένει  από τον Άγιο Βλάσιο Ο Γιάννης Τσέλλος αποκαλύπτει ποιος ήταν ο Αγιοβλασίτης μάγειρας του Αλ Καπόνε!

Παραθέτουμε το κείμενο αυτούσιο! 


Ευθύμιος(Θύμιος) Τσέλλος Μαϊάμι 1928.
Ο μάγειρας του Αλ Καπόνε (σημαδεμένος)! Γεννήθηκε το 1893 στον Άγιο Βλάση και πήγε σχολαρχείο στον Άγιο Βλάσιο όταν ήταν σχολάρχης ο Γιάννης Κούρος .(Αναφέρεται στο βιβλίο του
Γιάννη Τσαλάκου "πρακτικά συνεδρίου)
Έφυγε για την Αμερική το 1910 σε ηλικία 17 χρόνων με άλλους συγχωριανούς μας.
Πέρασε το ellis island,ένα χρόνο πριν τον"Τιτανικό".
Δούλεψε μάγειρας στην Νέα Υόρκη (στον ξάδερφο του Γιάννη Μπαλλωτή).
Αργότερα έφυγε για Miami Florida και πολιτογραφήθηκε.
Το 1928 απέκτησε ένα γιο (τον Gerald).
Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του..ήταν αδερφός του παππου μου..

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

Ακούω συχνά στην αίθουσα των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών: « είμαστε μια πολύ δεμένη οικογένεια…».

Εννοώντας έχουμε μια «πολύ καλή» οικογένεια. Η υπενθύμιση: «Είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια» κρύβει την διευκρίνιση-απειλή:

«Κανένας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος - ώριμος να αποχωριστεί κανέναν». Όσο πιο αδύναμα καθιστούν οι γονείς τα μικρότερα ηλικιακά μέλη της οικογένειας, τόσο πιο «δεμένη» και «καλή», την αντιλαμβάνονται.

Στην σημερινή Ελλάδα, οι γονείς της «καλής» οικογένειας διατηρούν τρόπους εκπαίδευσης και συμπεριφοράς που ευνουχίζουν την συναισθηματική ωριμότητα των παιδιών. Μέσα στο πλαίσιο της υπερβολικής προστασίας και προσφοράς, αρνούνται να τα αφήσουν να εξελιχθούν και να αναλάβουν τον εαυτό τους.

old-family-photo-from-cyprus

Η αυτονόμηση αποκλείεται ως δυνατότητα.

Γεμάτη η Ελλάδα από «δεμένες» οικογένειες, από "παιδιά" 20, 30, 40, 50 και άνω χρονών που συμβιώνουν συναισθηματικά και κυριολεκτικά -σε κάποιο διαμέρισμα της ίδιας, ιδιόκτητης πολυκατοικίας, με κάτοχο την οικογένεια καταγωγής τους.

"Παιδιά" που αρνούνται να σχετιστούν αυθεντικά με τους γονείς τους, επιλέγοντας την υποκριτική δοσοληψία υλικών αγαθών, ως προκάλυμμα της σιωπηλής & άρρητης συμφωνίας του αμοιβαίου ψυχικού βολέματος.

Νέοι που αρνούνται να γίνουν υγιείς ενήλικες, προτάσσοντας την ενοχή -μήπως με την διεκδίκηση της ελευθερίας τους βλάψουν τους «καλούς» τους γονείς- ως άλλοθι και προκάλυμμα φόβου.

Επιλέγουν μια από τις δύο εκδοχές του δίπολου της συναισθηματικής ανωριμότητας –την υποταγή ή την αναρχία- διστάζοντας ψυχικά να αυτενεργήσουν μπρος τον κίνδυνο της υπαρξιακής μοναξιάς.

Συνήθως, προέχουν αξιολογικά οι ανάγκες της ελληνίδας μητέρας, που δεν καλύπτονται από την συναισθηματική παρουσία του πατέρα - συζύγου.


Οι μητέρες αρνούμενες να εγκαταλειφθούν από το παιδί, επειδή το επιλέγουν ως συναισθηματικό σύντροφο, προβάλλουν σε κείνο την δική τους υποσυνείδητη –ή ενσυνείδητη- επιθυμία ως ανάγκη του παιδιού, ενώ το δικό τους αίτημα το βαφτίζουν «αγάπη»:
«Μας έχει ανάγκη βλέπεις, μας λατρεύει το παιδί .Δεν θέλει να φύγει από κοντά μας».

Πώς όμως ένα παιδί που έμαθε να επιλέγει ως «φίλο» τον πατέρα ή την μητέρα του μπορεί να αποφασίσει να αποχτήσει εραστή και σύντροφο όταν έρθει η εποχή γι’ αυτό;…

Έτσι, τα παιδιά επιλέγουν να συμβιώνουν με τους γονείς, κυριολεκτικά ή συναισθηματικά, μέχρι ιδιαίτερα μεγάλες ηλικίες. Ακόμα κι όταν αποκτούν σύζυγο, σχεδόν ποτέ δεν απεκδύονται της συναισθηματικής τους εξάρτησης από την οικογένεια της καταγωγής τους, ώστε να επενδύσουν στην καινούργια.

Μέσα από την ανεπίγνωστή τους προσπάθεια να βιώσουν συναισθηματικά την ασφάλεια της αγάπης, οι γονείς διεκδικούν από τα παιδιά τους να γίνουν «σύντροφοι» του πατέρα ή της μητέρας, «θεραπευτές» της οικογένειας, «αποδιοπομπαίοι τράγοι» της, ή καλούνται να βάλουν σε τάξη την «οικογενειακή αταξία». Ανώριμοι δηλαδή συναισθηματικά γονείς ψάχνουν ενήλικους - αλλά συναισθηματικά παιδιά- για να τους «νταντέψουν».

Με τον παραπάνω τρόπο, δυστυχισμένοι και ανώριμοι γονείς κατασκευάζουν δυστυχισμένα και ανώριμα παιδιά, που, με την σειρά τους, -αν δεν σπάσουν την αλυσίδα- αναπαράγουν με τα δικά τους παιδιά τον κύκλο του εγκλεισμού στην ανωριμότητα.

Υπάρχει βλέπετε ο κίνδυνος να ωριμάσουν ψυχικά –αμφότεροι- όταν οι νέοι αποφασίσουν να αποκαθηλώσουν τους εξιδανικευμένους γονείς τους -και μαζί με τους «απυρόβλητους» γονείς τους, την αντίστοιχη θέση που έχει μέσα τους η παιδική τους ηλικία ως άπαρτο φρούριο αέναης και ακατάρριπτης ανεμελιάς - ανωριμότητας.

Αμφισβητώντας την αδηφάγα -καταλυτική της ελευθερίας και ψυχικής ισορροπίας τους- σχέση που έχουν με τους «καημένους» τους γονείς τους.


Γονείς που πνιγμένοι, από πάντα, πριν καν γίνουν γονείς, μέσα στην ανεπίγνωστή τους υπαρξιακή ραθυμία και αδιέξοδο, αδυνατούν να τοποθετηθούν αυτόνομα στην προσωπική τους ζωή αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ψυχικής τους τεμπελιάς κι απραξίας, της φοβικής τους στάσης απέναντι στην ατομική τους ζωή κι ελευθερία.

Μεταθέτουν ασυνείδητα την –πολύ πιο επώδυνη- διαδικασία αναζήτησης προσωπικού νοήματος στην υποκατάστατη ανάγκη για υπερ-έλεγχο των δεκτικών παιδιών τους.

Γονείς –και παιδιά- που αρνούμενοι να μεγαλώσουν, τελικά αποποιούνται το δυναμικό τους που η ψυχή τους, στην υγιή της κατάσταση, τους επιτάσσει:

Οι γονείς, πληρωμένοι υγιώς από τον γονεϊκό τους ρόλο να τον εναλλάσσουν λειτουργικά με αυτό των συζύγων, και τα παιδιά, χορτασμένα από την υγιή –όχι καταναγκαστική- γονεϊκή φροντίδα, να αναγνωρίζουν το δικαίωμά τους να επιλέγουν την αυτονόμησή τους ως δυνατότητα ενηλικίωσης και προόδου.


  Πηγή:  aftognosia.gr

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ ΜΑΣ (Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι)


Δημοσιεύουμε σήμερα την συνέχεια του λεξικού της Ντοπιολαλιάς μας από το βιβλίου του Ευθυμίου Πριόβολου "Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας-Τόμος Β , Γλωσσικά-Τοπωνύμια και Παρωνύμια. 
Β

Βάβα και βάβω, η (<σλαβ. λ. baba): Γιαγιά. «Τα παραμύθια π’ μούλιγι η βάβου μ’, τα θ’μάμι ακόμα».

Βαζούρα, η (<ρ. βάζω): Βοή, θόρυβος. «Έχου νια βαζούρα στ' αυτιά μ’, δε λέου να ησυχάσου».

Βάντα, η (άγνωστη ετυμ.): Κλαδί. «Φέρι δυο βάντις κλάρις για του φούρνου».

Βαντάκι, το (< βάντα = δέσμη): Αρμαθιές φύλλων καπνού σε δέσμη. «Πόσα βαντάκια καπνό έκαμις;».

Βαλέζα, η (ξέν. λ.): Πολύ δουλειά. «Σήμερα έχουμι βαλέζα, έλα αύριου».

Βάλι, το (<υποκ. του βουβάλι <βούβαλος): Είδος μεγάλου βοδιού. «Παλιότιρα, έβουσκανι πουλλά βάλια μέσ’ του Βάλτου».

Βάνω: Βάζω. «Σι βάνου - σι βάνου, πού μι βάν'ς;»

Βάξμου, το: Βάξιμο, κρότος. «Ακούσκι ένα βάξμου δυνατό κι ύστερα τίπουτι».

Βαούρα, η: Βοή. «Τι βαούρα είν’ αυτήν' π’ ακούιτι;»

Βαρδαλωνίζω (<βάρδα + αλώνι): Μαλώνω έντονα κάποιον. «Ήρθι κι μας βαρδα- λών'σι».

Βαρκό, το (< βαρυκό): Τόπος χαμηλός και βαλτώδης, βαρύς από υγρασία. «Είν’ βαρκό ικεί, δε κάν' για μπουστάν'». Μτφ.: «Κ'μάσι στου βαρκό = δεν ξέρεις τι σου γίνεται, έχεις άγνοια».

Βαρυκεφαλιάζω: Έχω βαρύ κεφάλι, ζαλίζομαι. «Απ’ του προυί είμι βαρυκεφαλια- σμένος».

Βάσανο, το: Δοκιμασία, αρρώστια (=επιληψία). «Τουν έπιασι του βάσανου του κακομοίρ’».

Βαστάω: α) Κρατάω, αντέχω, β) Νηστεύω. «Βαστάς ακόμα να περπατήσουμι ως του χουριό;». «Θα βαστάξου για να κοινωνήσου».



Βατσίνα, η (<λστιν. vaccinus - ιταλ. vaccino): Εμβόλιο ευλογιάς. «Του μπήγα στου γιατρό να κάμ’ τ’ βατσίνα».

Βγάνω: Βγάζω. «Βγάνου τα ρούχα μ’ κι κάνου μπάνιου».

Βελανίδα, η: Η βουβώνα. «Μι πουνάει ιδώ στ’ βιλανίδα».

Βία, η: Βιασύνη. «Τι βία είνι αυτήν' πιδί μ’, γιατί κάν'ς έτσ’;»

Βιζγάντι, το [(αντί βιζιγάντι και βιζικάντι) (<λ. ιταλ. vescicante - εκδόριο)]: Φουσκάλα, πρήξιμο του δέρματος. «Κάηκα στου χέρ’ κι σήμιρα σήκουσι βιζγάντ’».

Βιό, το (<βίος και βιός , «πλούτος»): Πολλά πράγματα, περιουσία. «Ένα βιό πρά­ματα έχου σ’ αυτό του δουμάτιου, πρέπει να τ’ αδειάσου».

Βιτούλι, το (<από το γράμμα και αριθμητικό Β): Το μέχρι δύο χρονών αρνί. «Άμα δεν είνι απού βιτούλ' του κρέας μη του πάρ’ς».

Βίτσα, η (<λατιν. λ. vitis): Βέργα λεπτή. «Στου σχουλείου ου δάσκαλους είχι νια βίτσα κι μας βάραει».

Βολύμι, το: Μολύβι. «Αυτό του φαΐ μού ’κατσι μουλύβ’ στου στουμάχ'».

Βομπίρικο, το (<βόμπιρας = βρυκόλακας): Μικρό κακόσωμο παιδί, μτφ. διάβο­λος, πειραχτήρι. «Μαρέ βουμπίρκου, φεύγα απού ’κει».

Βόμπρας, ο: Βόμπιρας, βρυκόλακας (για παιδιά). «Μουρέ βόμπρα, γιατί του πείραξις αυτό;»

Βούγκα (επίρ. <ρ. βογκώ «βουίζω»): Πολύ γρήγορα, με ταχύτητα. «Πέρασι βού- γκα απού μπροστά μας μι τ’ αμάξι τ’».

Βουλά, η: Φορά. «Νια βουλά κι ένα γκιρό...».

Βούλωμα, το: Πώμα, καπάκι. «Πού είνι του βούλουμα απ’ τ’ μπουκάλα;»

Βουρλίζω-ομαι: Εξάπτομαι, νευριάζω πολύ. «Φεύγα απού ’δω γιατί διαουλουβουρλίστ’κα».

Βραϊά, η: Αυλάκια στο φυτάνι. «Πόσις βραϊές φυντάν' έβαλις;»

Βυζανιάρικο, το: Μικρό θηλάζον παιδί, ή ζώο. «Αυτό είνι βυζανιάρ’κου ακόμα».

Γ

Γαβάθα, η (μσν. τ., <λατιν. gabatha, αρχ. γαβαθόν): Μεγάλο και βαθύ πιάτο, παλαιότερα τσίγκινο ή πήλινο. «Έφαγι νια γαβάθα ριβύθια». '

Γαϊδραβίσα, η (<γαρδαβίτσα ή καρναβίτσα): Δερματική πάθηση των χεριών. «Λένι οτ’ άμα μιτράς τ’ αστέρια τ’ νύχτα, θα βγάλ'ς γαϊδραβίτσις».

Γαλάρα, η: Προβατίνα με πολύ γάλα. «Έχου νια γαλάρα προυβατίνα».

Γαλάρια, τα: Πρόβατα που έχουν γάλα. «Πάου τα γαλάρια μ’ για βουσκή».

Γαληνιάζω: Γίνομαι γαλήνιος, ηρεμώ. «Έκατσα κι γαλήνιασα λίγου».

Γάνα, η (ρ. γανώνω):Μουτζούρα. «Μη του φουράς αυτό του παντιλόνι, είνι γιουμάτου γάνις».

Γανιάζω (<ρ. γανάω): Κηλιδώνω-ομαι, μουτζουρώνομαι. «Γάνιασι αυτό του π’κάμ’σου, πέτα του».

Γάργιασμα, το (<ρ. γαργιάζω): Η ρύπανση των ρούχων από το κακό πλύσιμο. «Πάει, γάργιασι αυτό του ρούχου, δεν είνι για φόριμα».

Γαρδαμώνω (<ρ. καρδαμώνω): Δυναμώνω. «Φαί λίγου να γαρδαμώσεις».

Γαρδέλι, το (<ιταλ. gardello <λατ. carduelis): Καρδερίνα. «Έχου ένα γαρδέλ' στου σπίτ’, μη συζητάς τι λάλου κάν'!»

Γατοξέρασμα, το: Εμετός, ξέρασμα της γάτας, εδώ μτφ. άσχημα. «Δε τουνι βλέπ’ς, σα γατουξέρασμα είνι».

Γατσόμαλο, το (<μαλλί + γατσούλι, γατί): Άγριο, αχτένιστο μαλλί, σαν της γάτας όταν σηκώνεται όρθιο. «Τι γατσόμαλα είνι αυτά, τράβα κόψτα λίγου».

Γατσουλάκι, το: Γατάκι. «Έκανι η γάτα πέντι γατσ’λάκια πανέμουρφα».

Γατσούλι, το: Γατί. «Κάτασπρου είνι αυτό του γατσούλ'».

Γκιούζω: Αγγίζω. «Μη με γκιούξεις, γιατί πουνάου».

Γκιούξιμο, το: Άγγιγμα. «Δε θέλ' ντιπ γκιούξ’μου τώρα».

Γκαστρολογήματα, τα (ρ. γκαστρώνω): Η εγκυμοσύνη τον πρώτο καιρό. «Τι έγιν έχουμι γκαοτρουλουήματα;»

Γδαίνω-ομαι (παραφρ. του γδύνω-ομαι): Γδύνω, γδύνομαι. «Γδαίνουμαι ιγώ γδαίνου κι του πιδί κι μπαίνουμι στ’ θάλασσα».

Γεναριάτικα (επίρ.): Το Γενάρη, τον Ιανουάριο. «Η αμυγδαλιά ανθίζ’ γιναριάτ’κα».

Γεννητσάρικο, το: Αυτό που γεννήθηκε πρόσφατα (άνθρωπος ή ζώο). «Δε το βλέπ’ς, είνι γιν'τσάρ’κου».

Γερεύω: Γίνομαι γερός, υγιής, θεραπεύομαι. «Άμα γυρέψεις, θα πάμι μαζί στου χουριό».

Γηροκομάω: Περιποιούμαι κάποιον άρρωστο (όχι υποχρεωτικά γέρο).«Τουν. γηρουκόμ'σα όταν ήτανι άρρουστους».

Για (<λ. τουρκ. ya): α) Νά, ιδού και διαζευκτ. ή, β) με απλή εκφορά, γ) εισάγει πλάγια ερώτηση. Π.χ. α) «Γιά, είπαμι να ’ρθει κι δεν ήρθι», β) «έλα να πάμι· για δε θέλ’τς;», γ) «δε ξέρου, ζει για πέθανι;».

Γιάγια, η: Αντί γιαγιά. «Η γιάγια μ’ δεν είνι κι τόσου καλά τελευταία».

Γιατάκι, το (<λ. τουρκ. yatak): Κρεββάτι, κατάλυμα? «Έστρουσα του γιατάκι μ’ κι έπισα για ύπνου». «Πάου στου γιατάκι μ’ για ύπνου».

Γιάτος-η-ο. Αντί νάτος. «Γιάτους, αυτός ήτανι».

Γιατρικό, το: Φάρμακο. «Μόλις πάει η ώρα πέντι, να δώσεις του γιατρικό τ’ πιδιού».

Γινάτι, το (<λ. τουρκ. inat): Πείσμα, αντιπάθεια, εχθρική διάθεση. «Τουν έχου μεγάλου γ'νάτ’, δε θα μ’ γλυτώσ’».

Γινατώνω: Θυμώνω, διατίθεμαι εχθρικά και με πείσμα απέναντι σε κάποιον. «Μ αυτά πούκανι τουνι γ'νάτουσι τουν άνθρουπου».

Γκαβάδι, το (<γκαβός): Περιφρονητική λέξη για κάποιον που δεν βλέπει καλά- «Αυτό του γκαβάδ’ δε βλέπ’ ουτι τ’ μύτη τ’».

Γκαβίζω: Είμαι γκαβός, δε βλέπω καλά. «Σα να γκαβίζ’ μ’ φαίνιτι αυτό του πιδί».

Γκαβομάρα, η: Τυφλότητα, μυωπική όραση. «Καλά, γκαβομάρα έ’εις, δε του βλέπ’ς πούνι μπρουστά σ’;»

Γκαβός, η-ο (< ρουμ. λ. gavu <λστιν. cavus): Αυτός που δεν βλέπει καλά. «Είνι γκαβός ου άνθρουπους, δετού βλέπ’ς;»

Γκαϊδίζω: Αλληθωρίζω. «Δε γκαταλαβαίν'τς αν σι κ'τάει, γιατί γκαϊδίζ’».

Γκαϊδός, η-ο (<ρουμ. gavu <λατιν. cavus): Αλλήθωρος. «Είν’ γκάίδός απ’ του ένα του μάτ’».

Γκαινιάζομαι (< εν-καινιάζομαι): Αποκτώ ένα δυσάρεστο βάρος (άνθρωπο η πράγμα). «Πού τουνι γκινιάστ’κις αυτόνι του διάουλου;»


Γκανιάζω (ρ. γανιάζω): Στεγνώνει το λαρύγγι μου για νερό απ’ τις φωνές ή από τη δίψα, βραχνιάζω. «Γκάνιαξα για νιρό», «Γκάνιαξι απ’ του κλάμα του πιδί».

Γκαρίλα, η (ρ. γκαρίζω): Δυνατή και χοντρή φωνή. «Έβαλι τ’ς γκαρίλις κι δε λέει να σταματήσ’».

Γκιγούμι, το (<λ. τουρκ. gugum): Μεγάλο δοχείο, τενεκές. «Του νιρό του κ’βάλα- γανι στα γκιγούμια τότι».

Γκιόσα, η (<σερβ. koza):Kατσίκα  μεγάλης ηλικίας που έπαψε να γεννάει. Μτφ.: Παρηκμασμένη γυναίκα. «Τι κρέας είνι αυτό Κώστα, γκιόσα;». «Ικείν' η γκιόσα είνι η γ'ναίκα τ’;»

Γκιουλέκας, ο: Ψευτοπαληκαράς. Η φράση προήλθε από τον Αλβανό αρχιληστή Γκιουλέκα, ο οποίος ήταν αρχηγός των μπέηδων της Αρβανιτιάς, όταν στασίασαν το 1847 κατά της Πύλης, επειδή η τελευταία κατά το 1844 κατήργησε προνόμια των Αλβανών. Ο Γκιουλέκας (<Γκιών Λέκκα «Ιωάννης Λέκκας) καταγόταν από το Κούτσι της Χειμάρας. «Τι μας κάν'τς τώρα ισύ, του Γκιουλέκα;»

Γκλάβα, η (<λ. σλαβ. glava): (κοροϊδευτικά) το κεφάλι, το μυαλό. «Δε σ’ κόβ’ η γκλάβα σ’ ντίπ;»

Γκλιτσνάρι, το: Μικρή γκλίτσα (αγκλίτσα). Μτφ.: Πολύ αδύνατα πόδια. «Μάζιψι τα γκλιτσνάρια σ’».

Γκώνω (ρ. ογκώνω): Φουσκώνω από το φαγητό. «Έγκουσα απ’ το πουλύ φαΐ, δε μπουρού να φάου άλλου».

Γλήγορα: Αντί γρήγορα. «'Ελα γλήγουρα ιδώ».

Γλίνα, η (<γλίνη): Γλιστερή λάσπη, αργιλότοπος. «Ούλου γλίνα είνι ου τόπους ικεί, δε κάν' για τίπουτι».

Γλυκάδι, το, τα (< γλυκύς). Αδένες του σφαχτού, κυρίως του λαιμού, του κεφαλι­ού και του παγκρέατος. «Μη τα φας τα γλυκάδια, θα τα φάου ιγώ».

Γλυτωμός, ο (ρ. γλυτώνω <εκλυτώνω): Απαλλαγή από κίνδυνο, σωτηρία. «Δεν έχ' γλυτουμό απ’ αυτήν' τ’ν αρρώστεια».

Γνέμα, το (ρ. γνέθω): Νήμα, κλωστή για πλέξιμο. «Χρειάζουμι δυό κ’βάρια γνέμα για να του πλέξου αυτό».

Γόμπιο, το (<αρχ. ομπιον): Πύον. «Γιόμ’σανι οι πληγές τ’ γόμπιου».

Γονής: Αντί γονιός. «Έχ' καλό γουνή, μη συζητάς!»

Γούβα, η (<αρχ. γύβη <κύβη «κεφάλι» ή <αλβαν, λ. guve): Κοίλωμα βράχου. «Εί­δα κάτ’ Αλβανούς να κ'μώντι στ’ς γούβις, κάτ’ στ’ Τσούγκαρ’».

Γούπατο, το (<γούβα + πάτος): Περιοχή χαμηλότερη από τις άλλες γύρω περιο­χές, κοίλωμα γης. «Είνι γούπατους αυτό του χουράφ, κρατάει νιρό».

Γούρνα, η (<αρχ. γρώνη): Φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος. «Πρόσιξι, γιατί είνι νια γούρνα ικεί στ’ν άκρ’, μη πέσεις μέσα».

Γουρνάρης, ο: Γουρουνίσιος, μτφ. βρώμικος, χοντράνθρωπος. «Τι ξέρ’ς ισύ απ’ αυτά μουρέ γουρνάρ’;»

Γουρνίσος, ο: Αυτός που προέρχεται από το γουρούνι. «Κόψιμ’ δυό κιλά κρέας γουρνίσου».


Γουρνοκοπή, η: Κατά το, προκοπή. Μτφ.: Υπανάπτυξη, βρωμιά, έλλειψη τρόπων, πολιτισμού. «Ουρέ είμαστι γουρνουκουπή, τι περιμέν'τς...».

Γουρνομυτιάζω (<γουρουνομύτης ή αυτός που έχει μύτη όμοια με γουρουνιού). Μτφ.: Σκύβω πολύ με υπομονή πάνω σε κάτι, όπως το γουρούνι ψάχνει με τη μύτη του. «Γουρνουμύτιασι αυτό του πιδί απ’ του διάβασμα».

Γραδώνω-ομαι (< ρ. γραδάρω = ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού για να στερεωθεί ο πάτος): Πιάνομαι από κάπου, στεριώνομαι. «Σα γραδώσεις στου Δημόσιο, μη μιλάς καθόλ’».

Γρέκι, το (< λ. egrek = χαντάκι): Προσηλιακός καθαρισμένος τόπος μέσα σε λόγγο, για τα πρόβατα. «Παλιά, ήτανι πουλλά γρέκια στου λόγγου».

Γρέντζελα, τα (< επιθ. γρέντζος-α-ο = σκληρός, τραχύς): Μτφ. τα αγριοστάφυλα.

Γρουμπούλι, το (<σγρόμος <λατ. grobulus, κουτσοβλ. scrobus). Εξόγκωμα cnro δέρμα. «Έχου ένα γρουμπούλ' στ’ πλάτ’ κι μι πουνάει...».

Γύκος, ο (<τουρκ. λ. yuk): Γιούκος (σωρός από διπλωμένες κουβέρτες και υφα­ντά). «Έχ' στου γύκου τα προικιά τ’ς».

Γυναιτίκι, το: Γυναικωνίτης του ναού. «Πήγαμι στου γυνιτίκ' γιατί δε χώραει η εκκλησία κάτ’».

Γυρεύω: Ζητάω. «Σι γύρευα ούλ' τ’ μέρα σήμιρα κι δε σί ’βρισκα».

Δ

Δέμπουρει (μόνο γ’ ενικ. πρόσ.): Δεν μπορεί, είναι άρρωστος. «Τι κάν' ου Γιώρ- γους; - Δέμπουρ’».

Δένδρος, ο: Το δέντρο δρυς, η βελανιδιά. «Τι μεγάλους δέντρους είνι αυτός!». 


Διακονιά, η (< αρχ. διακονία): Ζητιανιά, επαιτεία. «Βγήκι στ’ διακονιά η γύφτ’σα προύί-προυί».

Διακονιάρης-άρα: Ζητιάνος, επαίτης. «Παλιά, έρχουντανι πουλλοί διακουνιαρέοι στου χωριό μας».

Διασίδι, το (<ρ. διάζομαι = ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό): Το νήμα του αργαλειού. «Τέντουσι του διασίδ’ να ξικ'νίσουμι».

Διάτα, η (ρ. διατάζω): Διαταγή, επιθυμία, διαθήκη. «Άφ’σι διάτα να μη μπει ξένους μέσα».

Διάτανος, ο (<από συμφυρμό των λ. «διάβολος» και «σατανάς»): Διάβολος. «Μα τι στου διάτανου, θαρθείς κανιά φουρά;».

Διαούρτη, η: Γιαούρτι. «Κάθι βράδ’ να τρως μουναχά νιά διαούρτ’».

Διάφορο, το (<ρ. διαφορεύω = κερδίζω, ωφελούμαι): Κέρδος, ωφέλεια. «Κι τι διάφουρου θάχου ιγώ απ’ αυτήν' τη δ’λειά;»

Δικριάνι, το (<μσν. δικράνιον <αρχ. δίκρανον <ρ. δικρανίζω = σχίζω το άκρο μιας ράβδου στα δύο): Διχαλωτό ξύλινο εργαλείο για το μάζεμα του άχυρου. «Πάρι κι του δικριάν' μαζί σ’, γιατί έχουμι να μαζέψουμι τ’ άχυρου».

Δίνω: Μτφ. παντρεύω. «Τ’ν έδουσις τ’ τσούπα; - Οχ' ακόμα».

Δ’λιά τση δ’λιάς (επίρ.). Η δουλειά της δουλειάς. Δήθεν, τάχα, σαν πρόφαση. «Είπι πως πάει στ’ Αγρίνιου να ψουνίσ’. Δ’λιά τση δ’λιάς για να ιδεί τουν αγαπητκό».

Διπλάρικα, τα: Δίδυμα παιδιά ή ζώα. «Γένν'τσι κι έκανι διπλάρ’κα».

Δοκιέμαι (<ρ. δοκεύω = σκέπτομαι, συλλογίζομαι): Σκέφτομαι, έχω έγνοια. «Σας δουκιόμαστι παιδιά μ’ ικεί σ’ν Αθήνα που ’στι».

Δοσίματα τα (<ρ. δίνω = μτφ, παντρεύω): Αρραβωνιάσματα. «Αύριου έχουμι δουσίματα».

Δραγάτα, η (<ρ. δραγατεύω = είμαι ακροφύλακας κυρίως αμπελιών, ή <σλαβ. draga). Το πρόχειρο καλύβι του δραγάτη, ή το φρατζάτο του. «Στ’ αμπέλ’ μας είχι παλιά ου μπάρμπα Μήτρους τ’ δραγάτα τ’». Από τη λ. και το τοπωνύμιο «Δραγα- τσούρα».

Δράγκα, η [<παραφθ. της λ. δράγματος (=μικρή ποσότητα, «φούχτα», δραξιά) <ρ. δράττομαι]: Μικρή, ελάχιστη ποσότητα που αναφέρεται, κυρίως, στα υγρά. «Βάλι μ’ νια δράγκα νιρό να ξιδιψάσου».

Δραπέτσι, το (<παραφθ. της λ. δραπέτι <απότη φρ. «δραπέτης οίνος» = το κρασί από το οποίο δραπέτευσε, έφυγε, η κανονική σύσταση, που αλλοιώθηκε και ξύνισε): Πολύ ξυνό. «Μη του βάλ'τς ντίπ στου στόμα σ’, έγινι δραπέτσ’».

Δρασκελιά ή Αδρασκελιά και Δρασκελισιά ή Αδρασκελισιά, η,(<ρ. δρασκελίζω και δρασκελώ = διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά, δρασκελιά < δια + σκελιά): α) Το δρασκέλισμα, το άνοιγμα των σκελών, β) η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών. «Έδουσα νια αδρασκελιά κι πέρασα απού πέρα». «Απ’ του σπίτ’ ως του δρόμου δεν είνι πάν’ απου ουχτώ δρασκιλιές».

Δριμόνι, το (<παραφθ. της λ. δρεμόνι, ρ. δρεμονίζω = κοκκινίζω): Κόσκινα με μεγάλες τρύπες για το καθάρισμα παλαιά των δημητριακών, αρίλαος. «Θ’μάσι π’ κουσκίν'τζαμι τα φασούλια μι του δριμόν'».

Δρωτσίλα και Δρωτσούλα, η (<ιδρωτίλα, με μαλάκωμα του -τ-, πριν από το -ι-> δρωτσίλα >υποκορ.: δρωτσούλα): Σταγόνες δροσιάς («δροσάς» στηντ. διαλ.) στα φυτά και στα πράγματα, σαν ιδρώτας. «Πέρασα απ’ του μπουστάν' του προυί, είχι δρουτσίλα».

Ε

Έγκωμος-η (<ευ + όγκος, ρ. ογκώνω): Φουσκωμένος, παχύς. «Είνι έγκουμους ου άνθρωπους, δε μπορεί να κουν’θεί».

Εδώθε (<εδώ + αρχ. κατάλ. -θεν): Προς τα εδώ, πιο εδώ. «Ιλάτι ’δώθι να σας ’δούμι».

Εκείθε (<εκεί + αρχ. κατ. -θεν): Προς τα εκεί, πιο εκεί. «Τραβάτι ’κείθε λίγου για να χουρέσουμι ούλ'».

Εκει-γιά: Εκεί δα. «Κοίτα ικει-ϊά στου καφενείου μην είνι ου Γιάννης».

Εκειός-ο: Εκείνος. «Πού είνι ικειό του πιδί;» Και όταν δείχνουμε: Εκειό-ικεί: Εκεί­νο εκεί. «Ικειό-ικεί του πιδί τίνους είνι;»

Έντεσε [συνήθως στον αόρ., <ρ. ντένω (=τυχαίνω) <ρ. εκτυγχάνω]: Έτυχε. «Έντισι κι ’δα του Κώστα χτες».

Εξεπιτούτου [(<εκ —► ξ) + επί + τούτου]: Εξεπίτηδες, επίτηδες. «Τόκανι ιξιπιτούτου για να μ’ π’ράξ’».

Ερημιά (και αλαλιά): Χαρακτηριστική παροιμιώδης φράση, που λέγεται σε δυσά­ρεστες καταστάσεις. «Ιρμιά κ' αλαλιά».

Έσβος, ο: Ασβός. «Είνι ένας έσβους στου μποστάν' κι τρώει τα καρπούζια».

Ζ

Ζαβά (επίρ. μσν.): Στραβά, λοξά, άστοχα. «Είνι ζαβά τα πράματα φέτους».

Ζαβός, η, ο (<μτγ αρχ. ελλ. τ. σάβος ή σαβός): Για πράγματα: στραβός, λοξός. «Είνι ζαβό αυτό του ξύλου, δε κάν’». Για πρόσωπα: Δύστροπος, ιδιότροπος, κακός. «Ξέρ’ς τι ζαβός άνθρουπους είνι, μη τ’ μιλάς καθόλ’».

Ζαβώνω: Στραβώνω κάτι, γίνομαι κακός. «Του ξύλου ζάβουσι απ’ τ’ν υγρασία».

Ζαγάρι, το (<μσν. ζαγάριον και ζαγάριν <αραβ. λ. sakar): Κυνηγάρικο σκυλί, μτφ. μικρό και πονηρό παιδί ή άνθρωπος που χώνει τη μύτη του παντού. (Επί ανθρώπων λέγεται και παλιοζάγαρο, βλ. λ.). «Ήρθανι κάτ’ ζαγάρια να παίξ’ν στ’ν αυλή κι τα ’διωξα».

Ζαλίγκα, η (υποκορ. του ζαλιά <ρ. ζαλώνομαι = φορτώνομαι): Μεταφορά βάρους στην πλάτη, συνήθως δεματιού ξύλων που κρατιέται με σχοινιά από τις μασχάλες. Ως επίρ., πάνω στους ώμους, καβάλα. «Πάρτ’ τα ξύλα ζαλίγκα και τράβα τα στου σπίτ’». «Τουνι πήρι ζαλίγκα ως του σπίτ’».

Ζαμάνι, το (<τουρκ. λ. zaman): Πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα. «Χρόνια και ζαμάνια έχουμι να σι δούμι».

Ζαμπάκια (επίρ. <ζαμπάκι <τουρκ. λ. zambak = το φυτό νάρκισσος και το άνθος του): Μτφ.: Πολύ ωραία, όμορφα. «Πέρασις καλά; - Μη συζητάς, ζαμπάκια!»

Ζάντζα, η (<ίσως από το ζαντάς-η-ο = ιδιότροπος, τρελός)): Ιδιοτροπία, γκρίνια, τρελαμάρα. «Τι ζάντζα είνι αυτήν' π’ σι κόλλ'τσι!»

Ζαντζάρης-α-ικο: Ιδιότροπος, πεισματάρης. «Πουλύ ζαντζάρ’κου είνι αυτό του πιδί».

Ζαντζεύω (<ίσως από το ρ. ζανταλώνομαι = καταλαμβάνομαι από ζάλη, ζαλίζο­μαι, με πιάνει σκοτοδίνη). «Πώς ζάντζιψις έτσ’;»

Ζαπ(ι) και ζάφτ(ι) (<τουρκ. λ. zap): Κατανίκηση, υπερίσχυση. «Τουν έκαμι ζάπ».

Ζαρκολαίμικο, το (αντί σαρκολαίμικο). Αναφέρεται σε πουλιά, κυρίως κατοικίδια, που έχουν το λαιμό τους γυμνό, χωρίς πούπουλα, φαίνεται δηλ. η σάρκα του λαιμού τους. «Αυτόνι του κόκουρα του ζαρκολαίμ’κου θα τουνι σφάξουμι μιθαύριο».

Ζεβζέκης και ζευζέκης, ο (<τουρκ. λ. zevzek): Ιδιότροπος, αυτός που έχει στρε­βλό χαρακτήρα, ανόητος. «Είσι ένας ζιβζέϊτς!»

Ζερβά (επίρ.): Αριστερά. «Ικείθι τράβα, ζιρβά».

Ζερβός-η-ο (< ζαρβός, <ζαβρός <ζαβός): Αριστερός και μτφ., τόπος ανήλιαγος και υγρός. «Μη κάθιστι ικεί στου ζιρβό πιδιά, θα κρυώσ’τι».

Ζέστα, η (μσν. τύπος): Αντι ζέστη. «Τι ζέστα είνι αυτήν' σήμερα!»

Ζευγάρι, το: Ζευγάρι από άλογα για το όργωμα του χωραφιού. Η λ. εχρησιμοποιείτο στη φράση «κάνω ζευγάρι» που σήμαινε, οργώνω το χωράφι, καλλιεργώ. «Κάπουτι έκαναμι χουράφ’μι του ζιυγάρ’».

Ζεύω (μσν. τ.) και ζέβω (<ρ. ζεύγνυμι, αόρ. έζευξα και έζεψα). Βάζω κάτω από το ζυγό. «Ζέψι τ’ άλογα ν’ αρχίσουμι». Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως στη φράση «ζεύω στη δουλειά», δηλ. εξαναγκάζω κάποιον να εργασθεί.

Ζέχνα, η (<ρ. ζέχνω): Άσχημη μυρωδιά, δυσοσμία. «Τι ζέχνα είνι αυτήν' πόρχιτι απού ’κει;»

Ζέχνω (<ρ. ζένω <ρ. οζένω <ρ .όζω): Βρωμώ, μυρίζω άσχημα. «Τράβα να πλυθείς γιατί ζεχν'ς ουλόκληρους».

Ζηλεμένος-η-ο: Καλοτυχισμένος. «Τι ζηλημένους άνθρουπους αυτός ου Κώστας!»

Ζιλές, ο, το (<γαλλ. λ. gilet, τουρκ. yelek): Ανδρικό γιλέκο. «Φόρα του ζιλέ σ’ γιατί κάν' κρύου».

Ζλάπ(ι), το (<μσν. λ. ζουλάπι(ν) <ρουμαν. λ. zulape = ζώο, μάλιστα λύκος): Μικρό ζώο, μτφ. πονηρός. «Ξέρ’ς τι ζλάπ είνι αυτός, παμπόνηρους».

Ζουγκλάω (<ρ. ζουλάω-ζουλώ <μσν. ζουλίζω <διϋλίζω): Συμπιέζω, λυγίζω. «Ζούγκλιασι αυτό του σίδιρο, δε κάν’ για τ’ δ’λειά μας».

Ζουμπάω (<ρ. ζουπίζω <διοπίζω = βγάζω τον οπόν, δηλ. το ζουμί). «Μη μι ζ'μπάς άλλου!»

Ζούμπερο, το (<σλαβ. λ. zonbru): Έντομο, ζωύφιο. «Γιόμ’σι ζούμπιρα ου κήπους, θέλ' ρέντ’τσμα».

Ζόχιια (<μσν. ζόχος <αρχ. σόγχος): Λαχανώδες φυτό. «Πήγα για λάχανα και μάζιψα κάτ’ ζόχια, δεν ήβρηκα τίπουτι άλλου».

Η

Ηηη: Επιφώνημα θαυμασμού. «Ηηη, πόσου ψ’λά πήγι!»

Ημεράδα, η: Ημερότητα, ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου. «Τι ημεράδα είνι αυτήν' πόχι στου προύσουπό τ’!»

Ηπρουχτές (επίρ.): Προχθές. «Ηπρουχτές πήγα κι τουν είδα».

Ηπρουψές και προυψές (επίρ.): Προχθές βράδυ. «Ηπρουψές τάπαμι στου καφε­νείου».

Ήρα, η (αντί αίρα): Ζιζάνιο του σιταριού. «Να καθαρίσ’ η ήρα απ’ του στάρ’». 


Ηψές (επίρ.): Ψες, χτες βράδυ. «Ηψές του βράδ’ πήγα σπίτι τ’».

Θ

Θαμπά (επίρ. <θαμπός, ρ. θαμπίζω): Μτφ. Πολύ πρωί. «Θα σ’κουθούμι θαμπά κι θα πάμι στου καπνό».

Θέατρο, το: Μτφ. γελοιοποίηση, ρεζίλι. «Γίν'καμι θέατρου».

Θειακούλα, η (< υποκορ. του θεία): Καλή θεία, αγαπητή. «Τι κάν'ς θειακούλα μ’;»

Θέλημα, το: Παραγγελία. «Κουστάκ', έλα ’δω να σι στείλω για θέλ'μα».

Θεριακός-ιά: Μεγαλόσωμος σαν θηρίο. «Τι θιριακιά γ'ναίκα είνι αυτήν'!»

Θερίζει: Κάνει πολύ κρύο. «Θιρίζ' σήμερα, μη κάθιστι όξου».

Θέρισμα, το. Μτφ: Μεγάλη ευκοιλιότητα. «Τουν έπιασι θέρ’σμα». Συνήθως χρησι­μοποιούνται οι ρηματικοί τύποι, «με θέρισε» ή «θα σε θερίσει». «Μη πιείς νηστ’κός μπύρα, θα σι θιρίσ’».

Θερμαίνομαι: Με πιάνει πυρετός με ρίγος. «Ακούς θερμαίνουμι, δε θα νάμι καλά».

Θηλύκι, το (αντί θηλιά). Εδώ: κουμπότρυπα. «Πόσα θ’λήκια έχ' αυτό του ρούχου;»

Θηλυκώνω (θηλύκι): Κουμπώνω. «Θλύκουσιτου σακκάκι σ’ κι πάμι».

Θηρίος-α-ο: Μεγαλόσωμος σαν θηρίο. «Τι θηρίους άντρας είν’ αυτός!»

Θρονιάζομαι: Κάθομαι άνετα. «Σήκου μουναχά να φύφγουμι, τι θρουνιάστ’κις ικεί;»

Θρουμπούκι, το [(υποκορ. <θρούμπα <δρούππα <δρύππα <δρυπιτής (ελαία): Καρπός που ωρίμασε στο δέντρο. Δρούππα>θρούμπα, από το συσχετισμό με το αρωματικό φυτό θρούμπη, με το οποίο τις αρωματίζουν)]: Καλοταϊσμένος^ αφρά- τος. «Έκατσι δέκα μέρες στου χουριό κι έγινι θρουμπούκ'».

I

Ιξόν (επίρ.): Αντί εξόν: Εκτός και αν. «Θάρθου σίγουρα, ιξόν κι μ’ συμβεί τίπουτα στου δρόμου».

Ίσκιωμα, το: Μέρος με ίσκιο, σκιερός τόπος. «'Εχ' ένα ίσκιωμα ικει-ϊά παρακάτ’, πάμι να ξαππουστάσουμι».

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

ΜΑΓΕΥΟΥΝ ΝΕΑΡΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΤΑΜΟΥΛΑ!

Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις με πάθος δεν χρειάζονται 
πολλά πράγματα για να το μεταδωσεις ! Δεν χρειάζεται φανταχτερό στούντιο και πλατύ κοινό.
3 καρέκλες καφενείου ήταν αρκετές για τους τρεις συντοπίτες μας άπ' την Ποταμούλα Αγρινίου για να ξεδιπλώσουν το πλούσιο ταλέντο τους.Μια κιθάρα ένα μπουζούκι κι ένα βιολί,κανένα ηχητικό 
υποβοήθημα παρά μόνο το ταλέντο τους έφτασε για να μας μαγέψει πραγματικά!Μουσική χωρίς κανένα ψεγάδι και τραγούδι όμορφο!
 ο Κώστας Σοφρώνης ο Νίκος Αναγνωστόπουλος και ο ΓIώργος Σοφρώνης 
απέδειξαν ότι το μεράκι και η συνεχή δουλειά μπορεί να κάνουν θαύματα.
Συγχαρητήρια για το πολύ όμορφο τραγούδι.
Όλα δείχνουν ότι όταν το θέλει η καρδιά κι ο νους όλα μπορούν να συμβούν!
Καλό μουσικό δρόμο "Χιλιμούδια"!

ΚΙΘΑΡΑ: ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, 
ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΦΡΩΝΗΣ, 
ΒΙΟΛΙ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΩΦΡΟΝΗΣ.

πηγή potamoula news

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ:Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ ΜΑΣ!



Δημοσιεύουμε σήμερα το λεξικό της Ντοπιολαλιάς μας από το βιβλίου του Ευθυμίου Πριόβολου "Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας-Τόμος Β , Γλωσσικά-Τοπωνύμια και Παρωνύμια. Ξεκινάμε με το γράμμα Α.


ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A

Αβέρτα (επίρρ.) (<βενετ. λ. averto): Ανεμπόδιστα, ελεύθερα. «Έρχουντι αβέρτα κατά δω».

Αβύζαχτος, η, ο: Αστός που δεν έχει βυζάξει. «Είν’ αβύζαχτου αυτο’ του πιδί».

Αγάλια - αγάλια (επίρρ.): Σιγά - σιγά, ήρεμα. »'Ελα αγάλια - αγάλια μη πέσις».

Αγγειό, το (<αρχ. αγγείον): Μικρό δοχείο. «Γιόμισι τ’ αγγειό νιρό κι φέρτου δω».

Αγγόνα, η: Εγγονή. «Ήρθι η αγγόνα μ’ απ’ν Αθήνα».

Αγγόνι, το: Εγγόνι. «Πόσ’αγγόνια έεις;»

Αγένωτος, η, ο: Αυτός που δεν έγινε ακόμη, ο μη ώριμος καρπός, ο άγουρος. «Δε τρώουνπ τ’ απίδια, είν’ αγένουτα ακόμα».

Αγκάατρωτη, η: Αυτή που δεν εγκυμονεί. «Καλά, ακόμα αγκάστρουτ είν’ αυτήν^ η τσούπα»;

Αγκίδα, ή: Ακίδα. «Μ’ μπήκι μνια αγκίδα στου πουδάρ’, τι να σ’ που!»

Αγκλίτσα, η: Γκλίτσα. «Ουραία γκλίτσα έεις μπάρμπα!»

Αγκωνάρι, το (Ιταλ. angolo = γωνία): Η άκρη του τοίχου, η γωνία. «Απ’ τ’ αγκουνάρ’ κι δώθι θα μιτρήσεις».

Αγκωνή, η: Γωνία πίτττας ή γλυκού ταψιού ή καρβελιού. «Κόψι μ’ νιαν αγκουνή ψουμί κι πείνασα».

Αγροικάω (<μσν γροικώ): Ακούω. «Ιγώ δεν αγροικάου τίπουτι».

Αγύριφτος, η, ο: Αζήτητος. «Είνι αγύριφτα αυτά τα πράματα, δεν τα γυρέβ’ κανέ­νας».

Αδειά, η (<αρχ. άδεια: Ουσιαστικό του ρ. αδειάζω = ευχερώ): Ευκαιρία και ευρυχωρία. «Αύριου π’ θανάχου άδειά θα πιταχτού νια βόλτα». «Δεν έχου άδειά ιδού μέσα, πού να τα βάλου;»

Αδεκεί: Εκεί πέρα. «Αστα αδικεί κι βλέπουμι τι θα κάνουμι». Αδεκεί - για: Εκεί - δα. «Κάτσι αδικιγιά πού ’σι κι μη μιλάς».

Αδέξος, η, ο: Χωρίς δεξιότητα, ανίκανος. «Ακούς, αυτός ου Νίκους είνι νηπ αδέ- ξους ου άνθρουπους».

Αδερφομοίρια, τα: Κληρονομιά μοιρασμένη στ’ αδέλφια. «Ξέρου καλα πιδί μ’, αυτά είν’ αδερφουμοίρια, μην επιμέν'τς».

Αδραχτά (επίρρ.): Αρπαχτά. «Ετσ’, αδραχτά, του μαζεύουμι του βαμπάκ’».

Αδράχτι, το: Καλάθι χεριού (και κλωστικό εργαλείο). «Θμάσι (θυμάσαι) πόβανα (που έβαζα) τα σταφύλια στ’ αδράχτι;»

Αδράχνω (α+δράττομαι): Αρπάζω. «Τουν ίδα ιγώ, τ’ άδραξι κ’ έφ'γι (και έφυγε)».

Αζύγωτος, η, ο: Αυτός που δεν ζυγώνεται, δεν πλησιάζεται. «Είνι αζύγωτους, τι να τ’ κάνου;»

Αίσκιωτος, η, ο: Αυτός που δεν έχει καλό ίσκιο, μτφ. ο αντιπαθητικός. «Μουρέ πιδί μ’, όσου σκιουτερή είνι αυτήν', τόσου αΐσκιουτους είνι αυτός».

Ακάλιαστος, η, ο (αρχ. καλλιά = φωλιά): Απροσάρμοστος, αταίριαστος. «Φαίνιτι του ζευγάρ’ που ’νι ακάλιαστου».

Ακάμωτο, το (<ρ καμώνω «οργώνω χωράφι»): Χωράφι που δεν οργώθηκε, δεν ετοιμάστηκε για καλλιέργεια. «Ακάμουτου είνι του χουράφ’ ακόμα;»

Ακατάντηγος, ο (< α+ καταντιά): Αυτός που δεν έχει καταντιά, προκοπή. «Ακατά- ντ’γους είνι κ' αυτός ου κακουμοίρ’ς».

Ακληρίτης, ο: Αυτός που δεν έχει κλήρο, παιδιά. «Αυτός είνι ακληρίτ’ς».

Ακουρμαίνομαι και ακουρμάζομαι: Ακούω. «Για σώπα ν’ ακουρμαστούμι, να δού- μι τι λέει».

Ακουστά (επίρρ.): Το έχω ακουστά, εξ ακοής. «Το ’χου ακουστά αυτό π’ μ’ λες».

Ακριτος, η, ο (ρ. κρένω = μιλώ): Αυτός που δεν κρένει, δεν μιλάει. «Άστα να πάνι, αδέρφια κι πέθανανι άκριτα».

Αλαφιάζομαι [<ελαφιάζομαι (ελάφι - έλαφος)]: Ξαφνιάζομαι, σαστίζομαι. «Γιατί αλαφιάζισι έτσ’ σι πείραξι κανένας;»

Αλαφρά (επίρρ.): Αντι έλαφριά. «Είνι αλαφρά τα καρπούζα, δε θα σ’κώσ’νι βάρους».

Αλαφρός, η, ο: Μτφ. βλάκας, χαζός. «Ε, είνι λίγου αλαφρός ου καημένους, τι να ντου γκάνουμι».

Αλέγρο, το (< Ιταλ. allegro = πρόσχαρος, ζωηρός): Ζωηρό, παρδαλό χρώμα ρού­χου. «Δε σ’ πάει αυτό του χρώμα, είνι αλέγρο, βάλι κάτ’ άλλου».

Αλεσά, η (ρ. αλέθω): Η άλεση του σιταριού ή του καλαμποκιού. «Νια αλισά στάρ’ είνι, τι λες πως είνι παραπάν’;»

Άλεσμα, το:Ό,τι αλέστηκε ή προορίζεται για άλεση. «Τράβα εικιά στου Σουτήρ’ κι πάρι τ’ άλεσμα».

Αλεστικό - α: Η αμοιβή του μυλωνά. «Πόσου πήρι ολιστικά ου μύλους;»

Αλιάδα, η [(< Ιταλ. agliata <oglio (σκόρδο) <λατιν. allium (σκόρδο).] Σκορδαλιά. «Φέρι μας κι λίγου αλιάδα κι ’μαστι ιντάξ’»

Ακρούλα, η: Υποκορ. του άκρη. «Κάτσι ικεί σ’ν ακρούλα μάνα μ’».

Αλαιμαργιά, η (<λαιμαριά <λαιμός+καταλ - αριά): Το περιλαίμιο του αλόγου κατά το όργωμα. «Βάλι τ’ν αλιμαργιά στ’ άλουγου να ξικ'ινήσουμι κάπουτι».

Αλαίμαργος, η, ο: Λαίμαργος. «Τι αλαίμαργος είν’ αυτός πιδί μ’»

Αλαλιάζω (<άλαλος + ιάζω, καταλ. που δηλώνει ασθένεια, πάθηση): Σαστίζω, ζαλίζω. «Μη συζητάς, ήρθι ’δω κι μας αλάλιαξι».





Αλάνταβα (επίρρ.): Γρήγορα, παλαβά, ακατάστατα. «Μην τρως αλάνταβα πιδί μ’, θα πνιγείς».

Αλάνταβος, η ο(<αντάλαβος <πιθαν. μσν. ενταλώνομαι «σκοτεινιάζω, ζαλίζομαι, παραπαίω»): Ακατάστατος, άτσαλος. «Ντιπ αλάνταβου είνι αυτό του πιδί!»

Αλλαξά, η (αντί αλλαξιά, μσν. αλλαξία): Ενδυμασία, φορεσιά. «Πάρι νια αλλαξά ρούχα κι πάμι, γιατί θα ’ργήσουμι».

Αλλαξομουτσουνιάζω (αλλάζω + μουτσούνα): Αλλάζω όψη. «Μόλις του ’πα πως είσι δώ, αλλαξουμτσούνιασι».

Αλάργα (επίρρ., <1ταλ. φράση: «alia larga = στο ανοικτό πέλαγος): Μακριά, από μακριά. «Είν’ αλάργα του χουράφ’, κιαπέτι μ’ λες ισύ δε ξέρου ’γω».

Αλιμουτουριάζω (αντί αλιμουργιάζω): Σκορπίζω, διαλύω. «Πήγι ικεί πέρα κι τ’ς αλ'μουτούργιαξι».

Αλιμούρι, το: Σκόρπισμα. «Πήγαμι στα βαφτίσα κι ου νουνός πέταξι λιφτά αλ'μούρ’».

Αλλαξοκοιτάζω: Κοιτάζω με άλλη όψη, άλλο βλέμμα, δηλ. με έκπληξη, θυμό, απο­ρία κλπ. «Μόλις τ’ άκ’σι αυτό, είδις πώς σ’ αλλαξουκύταξι;»

Αλλοκαλύτερα (επίρ.): Πολύ καλύτερα. «Τι λες τώρα; Θέλ'τς αλλουκαλύτερα!»

Αλλοχειρότερα (επίρ.): Πολύ χειρότερα. «Άστα, αλλουχειρότερα δε γίνουνταν»

Αλμπάνης, ο (< τουρκ. alban): Ο πεταλωτής, Μτφ. ο αδέξιος γιατρός. «Απάν’ στουν Αγιώργ’ είνι η σπηλιά τ’ αλμπάν'». «Καλά μουρέ, σ’ αυτόνι τουν αλμπάν' του γιατρό πήγις;»

Αλόκιο (επίρ. <1ταλ. Γ occhio = το μάτι). Μτφ.: Εκτίμηση μιας καταστάσεως με το μάτι, συνολικά. Χρησιμοποιείται στις αγροτικές συναλλαγές ως όρος εμπορικός. Συνηθίζεται και η λ. «αλοκιάδα», με την ίδια ακριβώς σημασία. «Ήρθι ου έμπουρας κι τόδουσα του μπουστάν' αλουκιάδα».

Αλυχτάω (<αλυκτώ <αρχ. υλακτώ): Γαβγίζω. «Τι αλυχτάς μέρα-νύχτα;»

Αλυχτομανάω: Γαβγίζω συνέχεια, υπερβολικά. «Ούλ' τ’ νύχτα αλυχτόμαναει αυτό του σκυλί, δεν ξέρου τι έπαθι».

Αλωνάρης: Ο Ιούλιος μήνας. «Πέρα τουν Αλουνάρ’ τα μαζεύνι τα καπνά».

Αλώνι, το: Μτφ. ακατάστατος χώρος. «Μπήκι μέσα κι τόκανι αλών'».

Αμα: Αν, αφού, όταν. «Αμα (αν) ’ρθεί ου Γιώργους να μι πάρ’ τηλέφουνου». «Αμα (αφού, όταν) φτάσις στ’ Αγρίνιου να θμηθείς αυτό π’ σού ’πα».

Αμάζωτος, η, ο (< ρ. μαζώνω): Αμάζευτος. «Έχουμιτ’ς ιλιές ακόμα αμάζουχτις».

Αμαλαγιά, η (<αμάλαγος <αμαλαγιάζω): Η πλούσια σε χορτάρι μαλακωσιά, απροσδόκητη ευκαιρία. «Τράβα τα πρόβατα προς τα ’κει που ’νι αμαλαγιά». «Ίβρικι αμαλαγιά (ευκαιρία) κι αλωνίζ’».

Αμάλαγος, η, ο (<αμάλακτος), μτφ άθικτος, αχάϊδευτος, παρθένα. «Η τσούπα είνι αμάλαγ’».

Αμανάτι, το (< τουρκ. emanet): Ενέχυρο, παρακαταθήκη, υποθήκη. «Τόβαλι αμα- νάτ, να πάει να τουνι συναντήσει».

Αμασχάλη, η: Αντί μασχάλη. «Τόβαλι στ’ν αμασκάλ' κ’έφ’γι γλήγουρα».

Αμ’ δε: Αμέ δε. «Αμ’ δε πήγα ν’ ανέβου απάν’ στου μηχανάκ' κι τσακίσκα;»

Αμετάλαβος, η, ο: Ο χωρίς μεταλαβιά, θεία κοινωνία.«Πάει ου καημένους, κι πάει κι αμετάλαβους, κρίμα...».

Αμπλας, ο: Άμβουλας (<ανά + βλώσκω), πηγή. «Τι κρύου νιρό έχ' αυτός ου άμπλας!»

Αμποδάω: Εμποδίζω. «Μ’ αμπουδάς, του καταλαβαίν'ς; κάνι παραπέρα».

Αμττολάω: Τελειώνω, απολύω. «Αμπόλ'σι (απόλυσε) η εκκλησία;»

Αμπολυταριό (επίρ.); Τελείως ελεύθερα. «Τόχ’νι αμπουλ'ταργιό ικεί πέρα, δε μιλάει κανένας».

Αναβόλα, η (<λ. αναβολή): Ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού. «Έκρυψα του τσαπί μέσ’ τ’ν αναβόλα».

Αναβροχιά, η: 'Ελλειψη βροχής, ξηρασία. «Μι τ’ν αναβρουχιά ιτούν', μη μπιριμέν'τς καλλιέργεια».

Αναγαλιάζω (αν + αγαλλιάζω): Ευχαριστιέμαι, ξεκουράζομαι. «Αστουνι λίγου ακόμα, δε βλέπ’ς, αναγαλιάζιτι».

Αναγκάζω: Κάνω γρήγορα (μόνο όταν είναι αμετάβατο). «Ανάγκασι μουναχά να φύβγουμι κι άστ’ αυτά τώρα».

Αναγλιτσάζω (ανά + γλιτσιάζω): Κάνω κάτι γλοιώδες. «Μη τ’ αναγλιτσάζεις πιδί μ’, γένιτι άχρηστου».

Αναδεξιμνιός, ά (<μσν. αναδεξιμαίος <ανεδεξάμην <αναδέχομαι): Αναδεκτός. «Πήρα δώρα για τ’ αναδιξίμνια μ’, τι να κάνου;»

Αναιώνιος, α, ο: Αιώνιος. «Πάρτα, είν’ ανιώνια αυτά, δε χαλάνι μι τίπουτα».

Ανάκαρα, η [<ανά + αρχ. ρ. καρώνω (= ζαλίζομαι, είμαι σε λήθαργο) <λ. κάρα (κεφάλι) = ανακαρώνω, αναζωογονούμαι, αποκτώ δυνάμεις]: Αντοχή, σωματική δύναμη, καλή ψυχική διάθεση. «Απόκαμα, δεν έχου ανάκαρα για τίπουτι».

Ανακατωμάρα, η: Τάση για εμετό, σύγχυση, συγχρωτισμός. «Έγινι νιά ανακα- τουμάρα ικεί μέσα, άστα!». «Μού’ρθι νιά ανακατουμάρα μιτά απ’ του φαΐ, δε μπόρι- σα να κάτσου άλλου στου τραπέζ’».

Ανακόλλι, το (<ρ. ανακολλώ): Έμπλαστρο. «Έβαλι στ’ μέση τ’ ανακόλλ', γιατί τουνι πόναγε».

Αναλλαγιά, η (<ανα + αλλάζω): Η μη αλλαγή ρούχων. «Δε τουνι βλέπ’ς, τουν έφαγι η αναλλαϊά».

Ανάλλαγος, η, ο: Αυτός που δεν αλλάζει ρούχα. «Έτσ’ ανάλογους θα πας στου καφενείου;»

Ανάλαιμα (επίρ.) (άνω + λαιμός): Πάνω από το λαιμό, από τη μύτη. «Ήρθα να πιού νια λεμουνάδα κι μ’ βγήκι ανάλιμα (=μου βγήκε από τη μύτη, μου βγήκε ξυνό)».

Αναμεράω και αναμερίζω: Αποσύρομαι, παραμερίζω, βάζω στην άκρη. «Αναμέρα λίχου να περάσου». «Αναμέρα τ’ αγγειά» ή «Βάλτ’ ανάμερα».

Ανάρια-ανάρια (επίρ. <ανάριος): Αραιά. « Περπατείς ανάρια-ανάρια σαν την πάπια στα λιβάδια».

Αναπαή, η: Ανάπαυση, ανακούφιση. «Αυτός ου άνθρουπος δεν έχ' αναπαή».

Αναπάηκα (αντί αναπαύθηκα): Ξεκουράστηκα, ανακουφίστηκα. «Έκατσα κι ανα- πάηκα λίγου γιατί δεν έχ' τιλειουμό αυτήν' η δ’λειά». Παλιότερα λεγόταν και «θερα- πάηκα».

Αναπιάνω: Αρχίζω εργασία, κυρίως ανακατώνω ζυμάρι, αλεύρι και νερό για να φκιάξω ψωμί. «Του προυΐ θέλου ν’ αναπιάσου ψουμί».

Ανατριχάδα, η: Ρίγος, τρεμούλα και όχι ανατριχίλα. «Άμα έεις ανατριχάδις θα σ’ αναβεί ου πυρετός».

Ανεμιστές, οι: Οι απλές βεντούζες, όχι οι κοφτές με το ξυραφάκι. Λέγονται και κούφιες. «Ρίξ’ τ’ κανιά ανιμστή βιντούζα να τ’ φύβγι του κρύου».

Ανέσωστος, η, ο: Λανθασμένος, όχι σωστός. Λέγεται στην έκφραση: «Μ’σός κι ανέσουστους».

Ανόρεχτος, η, ο (<άνευ + ορεχτός <ρ. ορέγω): Χωρίς όρεξη, χωρίς διάθεση, κακόκεφος. «Ανόριχτου σι βλέπου σήμερα Κώστα, τι έγινι;»

Αντάρα, η (<ρ. αναταράσσω ή ενταράσσω ή <αρχ. ανταερία = ανπθετος άνε­μος): Ομίχλη, καταχνιά, σκοτείνιασμα τ’ ουρανού. «Έχ' μνιάν αντάρα όξου, δεν είνι να πας π’θινά».

Αντεικιαστά [επίρ. <ρ. αντεικιάζω = υπολογίζω (εικασμός = υπολογισμός, ρ. εικά­ζω)]: Κατά υπολογισμό, παρόμοια. Χρησιμοποιούσαν τη λ. πιο πολύ κατά το φόρτωμα των ζώων, με την έννοια του ίσου καταμερισμού του βάρους στις δύο πλευρές του σαμαριού, για να μη γέρνει. «Φόρτωσι τ’ άλουγου αντεικιαστά να μη γύρ’».

Αντερώνομαι (<πιθαν. αντερύομαι «αντισταθμίζω» και «κινώ Τίρος αντίθετη κατεύθυνση»): Τεντώνω τα μέλη του σώματός μου. «Μη ντιρώνισι τώρα, σήκου απάν’».

Αντιστήλι, το (αντί + στύλος, ρ. στυλώνω): Στήριγμα από το πλάι. «Βάλι αντιστήλ' απού ’δω γιατί θα γύρ’ κι θα πέσ’».

Αντίς: αντί. «Άντίς να πάει στου σπίτ, πήγι στου καφενείου».

Αξάγγλιστος, η, ο: Αυτός που δεν έχει ξαγγλίσει (ξεμπερδέψει) τα μαλλιά του, αχτένιστος. «Πού πας τσούπα μ’ έτσ αξάγγλ’στ’, χτινίσ’ πρώτα».

Άξος - α - ο (παραφθ. του άξιος): Άξιος, ικανός. «Ξέρ’ς τι άξα γ'ναίκα πήρι ου Νίκους, μη συζητάς!»

Αξάδα, η: Αξιωσύνη, ικανότητα. «Δεν έχ’ ντιπ αξάδα απάν’ τ’ αυτός, μη η γ’ναίκα τ’ θα πέθινι».

Απάγγειο, το (ρ. απαγκειάζω = προφυλασσομαι): Προφυλαγμένο από τον άνεμο μέρος. «Πάμι να κάτσουμι κει πούνι απάγκειου, γιατί θα μας θερίσ’ ου αέρας».

Απάν’: Επάνω, απάνω. «Θα πας απάν’ σ’ ν’ Αθήνα;»

Απάνεμο, το: Απάνεμος τόπος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον αέρα. «Είνι σι απάνιμου τόπου του πιριβόλ’, θα γένι τα δέντρα».

Απεριλόϊτος, ο: Απερινόητος, απερίσκεπτος. Στη φρ. «Έρμους κ’ απιριλόϊτους».

Απερνάω: Προσπερνώ, ξεπερνώ. «Ου Γιώργους τουν απέρασι τουν Κώστα στου τρέξ’μου»




Απίδια, τα (<μαν απίδιον <υποκ. του αρχ. άπιον): Αχλάδια. «Ουραία απίδια κάν' αυτήν' η απιδιά»

Απιθώνω: Ακουμπάω. «Απ’θουσέ του ικεί-ιά κι βλέπουμι»

Απίστομα (επίρ. <επί+ στόμα, ρ. απιστομίζω): Με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. «Πέσι απίστομα να σ’ βγάλου βιντούζις» (ή ταπίστομα).

Απιστομάω και -ίζω: Βάζω κάποιον με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, ρίχνω κάτι κάτω. «Πρόσιξι του ταψί μη τ’ απ'στουμίσεις».

Απόγωνος, ο: Τόπος που, από κάποια γωνία (κτίριο, βράχος κλπ.) προστατεύεται από τον άνεμο, απάνεμο, απάγκειο μέρος. «Κάθιτι στουν απόγουνου και λιάζιτι, για­τί κάν' κρύου».

Αποληώρα (επίρ. <από + ολίγη + ώρα): Πριν από λίγη ώρα, προηγουμένως. «Εί- δις του Μήτσου; Αποληώρα πέρασι απού 'δω».

Αποπέρα (επίρ. <από + πέρα): Από το απέναντι μέρος, το απένατι μέρος. «Ήρθα απουπέρα κι δε βρήκα κανένανι», «Πέρνα απουπέρα κι πιρίμινι, έρχουμι».

Απόσκιο, το: Σκιερός τόπος. «Κάτσι ικεί-ιά στ’ απόσκιο να πάρ’ς ανάσα κ' έρχουμι».

Αποσταίνω (<ρ. αφίσταμαι, μσν. αποστέκω): Κουράζομαι, δεν έχω δύναμη. «Από- στασα πουλύ σήμερα. Δεν έχου ανάκαρα να περπατήσου».

Αποσταμάρα, η: Μεγάλη κούραση. «Έχου νια απουσταμάρα Κώστα, δε ξέρου αν θα ’ρθού».

Αποσώνω (<από + σώνω): Τελειώνω, τερματίζω. «Πήγα κιτ’ απόσουσα».

Αποφορά, η: Άσχημη μυρωδιά, δυσοσμία. «Ακούς αυτό του τυρί έχ' νια απουφουρά, πέτα του».

Αποφυτεύω: Τελειώνω το φύτεμα. «Τουν αποφύτιψατι τουν καπνό ή ακόμα;»

Αράδα, η (<ουράδα, <ουρά): α) Σειρά: «Γιλέκο μι δυό αράδις κουμπιά», β) Ράβδωση, γραμμή: «Δώσι μ’ νια κόλα μι αράδις». Ως επίρ.: α) Τροπικό: «Παίρν’ αρά­δα τα μαγαζά», β) Συνεχώς, χωρίς διακοπή: «Έγραφ’ αράδα», γ) Παράλληλα, με σειρά: «'Εκατσανι κ' οι πέντε σ’ν αράδα».

Αραμακατέ (επίρ. φρ. <γυφτ. διαλέκτου): Ανάμειξη, θορυβώδης συγχρωτισμός (επί ανθρώπων), «Μαλλιά - κουβάρια». «Ήρθανι ικεί, έγινι αραμακατέ, κι ύστιρα έφ’γανι».

Αρατίζω - ομαι (< άρατος <αόρατος). Τρέπω κάποιον σε φυγή, εξαφανίζομαι. «Τ’ς φώναξα κι αρατίσκανι τα λιανόπιδα».

Άραχλος, ο (<ρ. αραχνιάζω): Στη φρασ. «Μαύρους κ' άραχλους».

Αρβάλι, το (<ρ. αρβαλλίζω <αρχ. βαλλίζω, πηδώ, σκιρτώ, χορεύω): Χερούλι, πια- στήρι στους παλιούς τετζερέδες. «Πιάσ’ του τέντζερ’ απ’ τ’ αρβάλι κι φέρτουνι ιδώ».

Άργητα, η: Βραδύτητα. «Έχ' άργητα αυτήν' η δ’λειά».

Αργολαβία, η (<εργολαβία): Μτφ. Ερωτοτροπία, φλερτ. «Κάθιτι κει κι κάνει αργουλαβία απέναντι, στ’ Μαρία».

Αργολάβος, ο: Αγαπητικός. «Ήρθανι οι αργουλάβοι για τ’ Μαρία».

Αρδελεύω (πιθαν. από το άρδην = συλλήβδην, ριζηδόν): Εξαντλώ κάτι ή κάποιον.

«Τουν αρδέλιψαμι σήμερα του καπνό». «Τόπιασα κι τ’ αρδέλιψα στου ξύλου».

Αριά (επίρ.): Αραιά. «Έρχιτι στου χουριό, αλλ’ αριά όμους».

Αριά, η (<αρία). Δρυς, βελανιδιά. «Πήγα στου λόγγου κ' έκουψα δυό διμάτια αριές».

Αριεμα, το: Αραίωμα. «Θέλ’ άριεμα του β'τάν (= φυτάνι)».

Αρίλαος, ο: Αραιολόγος, δηλ. αραιό κόσκινο. «Φέτ’ τουν αρίλαου να κουσκνίσου τα φασούλια».

Αριολόϊ - ια: Τα προϊόντα που μένουν μετά τη συγκομιδή, «Πώς πάει ου καπνός, κουντεύτι; Ε, στ’ αργιουλόϊα είμαστι».

Αρούπωτος (<α + ρουπώνω): Αυτός που δεν ρουπώνει (=χορταίνει), αχόρτα­γος. «Πόσου τρως, αρούπουτους ει'σι;»

Αρπαχτικά - χτικού (επίρ.): Με βιασύνη και ταχύτητα. «Έφαγα στ’ αρπαχτ’κά κ’ έτριξα να προυλάβου».

Αρτένομαι (<ρ. αρτυώ): Καταλύω τη νηστεία, δεν νηστεύω. «Έφαγαμι κρέας για­τί σήμιρα αρτένουμαστι».

Αρύς, -ιά, -ύ: Αραιός. «Δεν έπριπι νάνι τόσο αριά η ντουμάτα στ’ αυλάκια».

Ασμα, το: Άσθμα. «Έχου άζμα κι δε μπουρώ να τρέξου».

Αστοχάω: Ξεχνάω. «Αστόησα να σι πάρου στου τηλέφουνο ιχτές».

Αστρέχα, η (αντί αστράχα και οστρέχα <αρχ. όστρακον ή σλαβ. λ. streha): Το κενό διάστημα μεταξύ της στέγης και της κορυφής ενός κτιρίου, η άκρη της στέγης η οποία εξέχει από τον τοίχο. «Νια αστρέχα τόπου νάχα, θά ’βαζα λίγου κήπου». «Του σύνουρου είνι απ’ τ’ν αστρέχα κι ’δώθι».

Ατα: Πάμε περίπατο. Λέξη της παιδικής ηλικίας. «Σήκου να πάμι άτα».

Αυγαταίνω και αυγατίζω (< ρ. αύξω): Αυξάνω, πολλαπλασιάζω. «Τι έγινι, τ’ αυγάτ’σις τα λιφτά σ’;»

Αυγατιστή, η (<ρ. αυξάνω): Είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίχτες έκαναν πηδήματα που βαθμηδόν γίνονταν μικρότερα. «Η αυγατ’στή παίζουντανι παλιά, σήμιρα δε παίζιτι».

Αυδάλι, το (< αρχ. ρ. αυδάω-ώ = μιλώ, λέγω, λαλώ): Συνεχής, ακατάσχετη φλυα­ρία. «Πάει η γλώσσα τ’ αβδάλ'».

Αυτήνη: Αυτή. «Αυτήν’ η κατάσταση δε μ’ αρέσ’».

Αυτού (επίρ.): Εκεί. «Τι κιρό κάν' αυτού σ’ν Αθήνα;»

Αυτού-γιά (επίρ.): Εκεί δα. «Άστου αυτού-ιά κι θα πιράσου να του πάρου».

Αυτουθε (επίρ.): Προς τα αυτού. «Τι κιρό κάν' αυτούθι;»

Αφόρμησε (<ρ. αφορμίζω): Ερεθίστηκε μια πληγή, ένα τραύμα. «Πρόσιξι μην αφορμήσ’, τράβα γλήγουρα στου γιατρό».

Αφρύαζα (<αφρός + φρίσσω): Βγάζω αφρούς από το στόμα απο το θυμό μου. «Τουν είδα κι αφρύαξα».

Αφτρα, η (<μσν άφθρα <αρχ. άφθα): Άφθα, φλόγωση στο στόμα, στοματίτιδα. «Έχου νια άφτρα, ούλου νιρό θέλου να πίνου».

Αχός, ο (<ρ. αχώ <ρ. ηχώ): Βοή, ήχος. «Τι αχός είν’ αυτός π’ ακούγιτι;»

Αψύς-α-υ [<αψί (θυμός) < ρ. άπτω]: Σκληρός και θυμώδης. «Πουλύ αψύς είσι σήμερα, γιατί;»

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ:ΟΡΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ!


Παρασκευή, 18 Μαρτίου 2016

Νέα τεκμήρια που δείχνουν διαρκή παρουσία του Καραϊσκάκη στον Άγιο Βλάση στην Ελληνική Επανάσταση

Νέα τεκμήρια προκύπτουν για την δράση του Καραϊσκάκη στην Ορεινή Τριχωνίδα.
Έως τώρα γνωρίζαμε ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βρίσκονταν στον Άγιο Βλάση αμέσως μετά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου όπου έδωσε την ιστορική μάχη. Εκτενή αναφορά για την μάχη αυτή υπάρχει στο παρακάτω άρθρο του γράφοντα  της  ιστοσελίδας της γνωστής τηλεοπτικής εκπομπής  "Μηχανή του Χρόνου" ( Δείτε το  εδώ)

Η ιστορική έρευνα αποδεικνύει ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης  είχε διαρκή παρουσία στον Άγιο Βλάση Αιτωλοακαρνανίας και πριν την Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Αναλυτικά στα πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου που έγινε στον Άγιο Βλάση και στο Μεσολόγγι τον Αύγουστο του 2015 υπάρχει το εξής καινούργιο στοιχείο:


Ο  Γεώργιος Καραϊσκάκης βρέθηκε πάλι στον Άγιο Βλάση, τρία χρόνια μετά τη Μάχη της Κορομηλιάς, στη διάρκεια της Β΄ Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Αυτό προκύπτει από δύο επιστολές όπου αναγράφεται τόπος αποστολής: Άγιος Βλάσης και ημερομηνία: 4 Μαρτίου του 1826. Είναι ακριβώς 40 μέρες πριν την Έξοδο των Πολιορκημένων. Εκείνο το χρονικό διάστημα η κατάσταση ήταν οριακή για τους πολιορκημένους και η μόνη τους ελπίδα ήταν να διασπάσει τον Οθωμανικό κλοιό από τα μετόπισθεν ο Καραϊσκάκης. Η μία επιστολή απευθύνεται προς τον Ιωάννη Κωλέττη, από τον οποίο ζητά να μεσολαβήσει να εγκριθούν τα σχέδιά του για την σωτηρία της πατρίδας. Φοβάται επίσης, επίθεση των Τούρκων στον τόπο της Συνέλευσης. Η δευ τερη επιστολή είναι προς τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Του εκφράζει την απογοήτευση για την απραξία που του είχε επιβάλει η Διοίκηση.

Οι δύο Επιστολές :





 12 Οι επιστολές προέρχονται από: Ακαδημία Αθηνών - Αρχειακή συλλογή KEINE «Αρχείο Κω- λέττη» (Τμήμα Ιδρύματος Τοσίτσα), 017~0119 και 017~0120.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η παρουσία του Γ. Καραϊσκάκη στον Άγιο Βλάση είναι συχνή και ίσως διαρκής, καθώς μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια και κοντά στα δύο ιστορικά γεγονότα της πολιορκίας του Μεσολογγίου εμφανίζεται ξανά στο συγκεκριμένο σημείο.

Υφαντής Ηλίας, «Η προφορική παράδοση για τη “Μάχη του Αγίου Βλασίου ή Σοβολάκου (1823)”  συντελεστής στην επανασηματοδότηση της μνήμης. Η περίπτωση της μαρτυρίας του Ζαχαρία Στουρνάρα», στο Α. Βετσόπουλος και Χ. Σπυρέλη (επιμ.) Η προσωπικότητα και η δράση του αρχιστράτηγου Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Επανάσταση του 1821: Από  την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου μέχρι και τη Μάχη  της Αράχωβας. Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου,  Υπό την Αιγίδα των Δήμων Αγρινίου και Ι.Π. Μεσολογγίου,    Άγιος Βλάσιος Αγρινίου  και  Μεσολόγγι, 21-22 Αυγούστου 2015, Εκδόσεις γράμμα, Μεσολόγγι 2015, σ.σ. 129-143.

 Διαβάστε την αναλυτική εισήγηση του συνεδρίου εδώ:

 

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Η ΘΕΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ (VIDEO)




Απολαύστε το μελωδικό ταξίδι στον ρου του ποταμού Αχελώου όπως τον κατέγραψε ο εξαίρετος Αιτωλοακαρνάνας φωτογράφος και εικονολήπτης Γιάννης Γιαννακόπουλος.




www.timelink.gr/

ΠΡΙΝ 5 ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΟΙΑΖΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ Η ΣΚΛΗΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ?

ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ " Τώρα πια δεν είμαι ρατσιστής (Μια θυσία, μια βοήθεια και μια αλλαγή) "
Ημερομηνία 13/4/2025
Οι εχθροί μας;
Οι εχθροί μας είναι οι σημερινές κατοχικές δυνάμεις του άξονα. Πολεμούν την Ελλάδα. Κάποιοι έχουν πάρει το μέρος αυτού του νέου άξονα.
Δακρύζει ο ουρανός ξανά. Δεν αντέχει άλλο πόλεμο. Όλοι τώρα μοιράζονται το φόβο τους. Μαύροι, Αλβανοί, Πακιστανοί, Τσιγγάνοι, Έλληνες. Δεν τολμάει κανένας όμως να βοηθήσει τον άλλον…
Τα πτώματα μυρίζουν σαπίλα. Και νέα πτώματα πέφτουν στο άγονο χώμα. Νεκροί πολλοί νεκροί. Οι πυροβολισμοί ακούγονται όλη μέρα και το βράδυ αν κάποιος προσπαθήσει να κάνει κάτι, και τον δουν οι εχθροί, τον σκοτώνουν επί τόπου. Όποιος ζητάει έλεος, τον παίρνουν για σκλάβο. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν φύγει και έγιναν πρόσφυγες σε απομακρυσμένες χώρες. Όσοι μείναμε πίσω, ξέρουμε ότι το επιλέξαμε, δεν αφήνουμε τη χώρα μας σε ξένα χέρια κι ας πολεμάνε μέρα-νύχτα εναντίον μας. 
Τις γυναίκες μας, τις παίρνουν για δούλες ή τις κακοποιούν σεξουαλικά. Μια μέρα είχα ακούσει από έναν άγνωστο ότι ένας στρατιώτης από το εχθρικό στράτευμα είχε βιάσει μια 15χρονη. Κρίμα σκέφτηκα. Νοιώθω ότι σιγά-σιγά όλα όσα ανήκαν σε μας, θα ανήκουν πλέον σ’ αυτούς. Φόβος και πόνος για την μοίρα των φίλων μου αλλά και αίσθημα αδικίας για όλους εκείνους που έχασα. 
Υπήρχε κάποτε μια κοπέλα όμορφη στη γειτονιά μου. Τη θεωρούσα κολλητή μου. Ήμασταν δεμένοι πολύ. Θα μπορούσε όμως κανείς να πει ότι σε μερικά θέματα διαφωνούσαμε. Ήμουν τότε έντονα ρατσιστής με όλους τους μετανάστες. Τώρα δεν είμαι. Τι άλλαξε; 
Εκείνη το άλλαξε. 
Θυμάμαι μικρός (ήμουν δεν ήμουν 17 χρονών) μου έλεγε συνέχεια «Μην κοροϊδεύεις τους άλλους, θα τα βρεις μπροστά σου». Και εγώ ο ηλίθιος δεν την άκουσα ούτε τότε, ούτε την προτελευταία φορά που της μίλησα.
Ήτανε ένα κρύο βράδυ, μετά από μια ολόκληρη μέρα που γύριζα περιπλανώμενος να βρω νερό για την οικογένειά μου. Καθόμουν μόνος έξω από ένα ερειπωμένο σπίτι ενώ κάποιοι κοιμόντουσαν μέσα. Ήτανε η νύχτα μου, η σειρά μου δηλαδή, που φύλαγα σκοπιά μήπως και εμφανιστεί κανένας εχθρός. Όπλο δεν είχα. Το μόνο που υπήρχε δίπλα μου, ήτανε ένα δρεπάνι. Αλλά θυμάμαι καλά πως κάθε φορά που έκανα σκοπιά, ακόμα και αυτό το απλό αλλά δολοφονικό “όπλο” φοβόμουν να το χρησιμοποιήσω. 
Ξαφνικά κάτι άκουσα, γύρισα σφίγγοντας το δρεπάνι. Και περίμενα. Περίμενα. Ώσπου ένα κρύο χέρι με άγγιξε από πίσω. Έβγαλα μια πνιχτή φωνή. Κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει το μέτωπο μου. Τότε άκουσα τη φωνή της και την ίδια στιγμή στην πλάτη με ακουμπούσε κάτι σαν όπλο.
«Είσαι ο εχθρός ή Έλληνας! Μίλα!», μου είπε με αυστηρότητα.
«Έλληνας» φώναξα με τρόμο. Δεν την είχα καταλάβει και ούτε εκείνη με είχε αναγνωρίσει. 
«Πες όνομα και επώνυμο, και θα σε αφήσω ελεύθερο». Σήκωσα νευρικά τα χέρια μου. Και το σώμα μου αυτόματα γύριζε προς αυτήν. Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα μάτια της.
Όταν τ’ αντίκρισα μετά από τόσα χρόνια, αναφώνησα το όνομα της με έκπληξη.«Στέλλα;!»
«Γιώργο;!» Είχε γουρλώσει τα μάτια της. Το όπλο που κρατούσε, το ακούμπησε σε μια γωνιά και ξεχύθηκε με ορμή στην αγκαλιά μου. Με αγκάλιασε σφιχτά. Ήτανε σαν εκείνες τις φιλικές αγκαλιές που κάναμε παλιά. 
«Ώστε είσαι Ελλάδα, ακόμα;», τη ρώτησα.
«Ναι… Δεν έφυγα».
«Είχα ακούσει ότι είχατε πάει Αμερική, στο θείο σου».
«Ναι, πήγαν. Εγώ έμεινα πίσω».
Παραξενεύτηκα με την απάντησή της και όταν την ρώτησα «γιατί» μου είπε απλά: «Έμεινα πίσω για τους ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια».
«Εμείς οι Έλληνες να μην πάθουμε κάτι. Για τους αλλοδαπούς δεν με ενδιαφέρει», της απάντησα. Τότε ήμουν ακόμα ρατσιστής και δεν ήξερα ότι αυτή όταν έλεγε τη λέξη «ανθρώπους» δεν εννοούσε μόνο εμάς, αλλά και τους μετανάστες.
Αναστέναξε, με κοίταξε και μου είπε: «Άλλαξε πριν να είναι αργά» κι έπειτα έφυγε.
Πέρασαν μήνες, κανένα ίχνος της. Ανησυχούσα. Μόνη της, μια αδύναμη κοπέλα, πώς να ξεφύγει από τους ύπουλους εχθρούς; 
Ήταν καλοκαίρι όταν την ξαναείδα να φοράει μια ζακέτα και το πρόσωπο της να είναι καλυμμένο με κουκούλα. Βρισκόταν σ’ ένα μέρος της πόλης. Προσπαθούσε να ανοίξει κάτι πλέγματα. Μα πριν προλάβω να της μιλήσω, ένα δυνατό χέρι μ’ έριξε κάτω κι αμέσως εκκωφαντικός ήχος σφύριξε στ’ αυτιά μου. Μπροστά μου εκσφενδονίστηκε ο άντρας (αυτός που μ είχε ρίξει κάτω). Έπεσε δίπλα μου. Είδα τότε το αίμα που έβγαινε από την πλάτη του, και έτρεχε καυτό στην άσφαλτο. «Κουράγιο φίλε μου, όλα θα πάνε καλά», του είπα χωρίς να τον γνωρίζω κι εκείνος μου χαμογέλασε πικρά.
«Εγκώ σε ευχαριστώ…».
Κατάλαβα. Ήταν Πακιστανός. Άρα με είχε σώσει ένας Πακιστανός. Ένας Πακιστανός. Ένα από τα έθνη που τότε εγώ μισούσα. Όταν ξεψύχησε, του έκλεισα τα μάτια και του έκανα ένα μικρό επιτάφιο. «Αναπαύσου εν Ειρήνη», είπα στο τέλος και σηκώθηκα προσεχτικά. Φοβόμουν για κείνον που τον σκότωσε. Μ΄ έπιασε φοβερή αγωνία.
Η Στέλλα; Που βρισκόταν η Στέλλα; Τα πλέγματα ήτανε ανοιχτά. Πέρασα από αυτά και κατευθύνθηκα σ’ ένα δρόμο, που οδηγούσε σε ένα παλιό δημοτικό σχολείο από κείνα που είχαν για τους μετανάστες. Καπνός βρώμικος. Κάτι είχε πιάσει φωτιά. Και τότε είδα το κτήριο μπροστά μου να το γλύφουν οι διψασμένες φλόγες. Κάπου στο βάθος διέκρινα μια φιγούρα, τρόμαξα και κρύφτηκα σε ένα εγκαταλειμμένο τανκς. Νόμιζα ότι ήταν στρατιώτης. Αλλά σιγά-σιγά όσο ερχόταν κοντά μου παρατήρησα ότι επρόκειτο για γυναίκα. Θεέ μου! Η Στέλλα!
Κρατούσε δυο μικρά κοριτσάκια που πρέπει να ήταν αφρικάνικης καταγωγής. Τα άφησε να περιμένουν κι έτρεξε προς το σχολείο. Μπήκε μέσα ορμώντας. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Έπειτα από λίγα λεπτά ο χαρακτηριστικός της βήχας, ακούστηκε. Βγήκε με μια γυναίκα πολύ μελαψή. Κατάλαβα πως ήταν η μητέρα των δυο κοριτσιών. Έτρεξαν προς την αγκαλιά της γυναίκας κλαίγοντας από χαρά. Και έπειτα έφυγαν μαζί.
Αλλά πριν προλάβει να φύγει κι η Στέλλα, ακούστηκε ξανά ο σφυριχτός ήχος, κι έπεσε στο έδαφος. Πήγα να την βοηθήσω, αλλά ήταν πολύ αργά, οι στρατιώτες την είχαν πιάσει. Την έσυραν κοντά σ’ ένα όχημα τους. Αυτή τη φορά η ζωή της μπήκε σε κίνδυνο όχι για να σώσει κάποιον συμπατριώτη της αλλά ΆΛΛΟΝ διαφορετικό, και σίγουρα όχι Λευκό!

Ημερομηνία 23/08/2025

Καλοκαίρι. Αύγουστος. Σήμερα η Στέλλα είχε τα γενέθλια της. Αποφάσισα να πάω να την ψάξω κοντά στα καταλύματα των στρατιωτών. Είχα ακούσει ότι ήταν κάπου εκεί. Τη βασάνιζαν. Έψαχναν πληροφορίες. Τι πίστευαν; Ότι αυτή θα τους έλυνε την απορία; Το κράτος μάς είχε προδώσει. Και τώρα εξαιτίας τους, τα πλήρωνε η καλή μου η φίλη. Η Στέλλα. 
Όλοι μου φώναζαν «Είσαι τρελός; Δεν ξέρεις καν αν είναι ζωντανή!».
Μα εγώ ακάθεκτος. Θα έψαχνα την φίλη μου! Ένοιωθα ότι ήτανε ζωντανή. Και θα έψαχνα μέχρι το τέλος για να την βρω. Άλλοι με πείραζαν «Ερωτευμένος είσαι ρε;». Όχι ερωτευμένος. Υποχρεωμένος, ευγνώμων, φίλος. Με είχε αλλάξει από τότε εκείνη. Μου είχε πει ότι θα το βρω μπροστά μου. Μάντης ήτανε; Ένοιωθα υποχρεωμένος να τη βγάλω από εκεί.
Θα την σώσω. Θα ξεχάσω τον φόβο μου και θα πάω να την βρω. Πρέπει να την βρω. Πρέπει να της πω τουλάχιστον ένα ευχαριστώ. 

Ημερομηνία 31/12/2025

Την είχα κοντά μου. Όμως τώρα δεν την έχω. Τα μάτια μου τσούζουν ακόμα από το κλάμα. Είμαι άντρας σκέφτηκα. Δεν πρέπει να κλαίω. Τουλάχιστον δεν είμαι μόνος. Μετανάστες, Έλληνες, όλοι κλαίνε γι’ αυτήν. Είχε κάνει τόσα καλά για όλους. 
Την έψαχνα για μήνες. Πριν δυο μέρες την βρήκα. Είχα μπει κρυφά στο στρατόπεδο των εχθρών. Την βρήκα παρατημένη σε ένα ανοιχτό κελί. Θα μπορούσε να είχε φύγει εύκολα, αλλά δεν το έκανε. Όλο το κορμί της έτρεμε, πεσμένη κάτω, με το πρόσωπο της να κοιτάει το πάτωμα. Πήγα κοντά της. Τη σήκωσα και την έβαλα να ανακαθίσει στο τοίχο. Ήταν γεμάτη αίμα. Πληγές, μελανιές σε όλο το σώμα της. Και ήταν παντού βρώμικη. Μόλις με κοίταξε, χαμογέλασε πικρά και με μεγάλη προσπάθεια. είπε «Όπως βλέπεις δεν είμαι και τόσο καλή για να πάμε για καφέ».
Έβηξε και μετά μου ξανά πρόσθεσε: «Γαμώτο! Και ήθελα να σε παίξω ένα ταβλάκι». Σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε πέρα στο κενό. Ήμουν σίγουρος ότι προσπαθούσε να πει και κάτι ακόμα. Και είχα δίκιο. Κοιτάζοντας το κενό, από τα ωραία μάτια της έπεσαν τα μικρά της εύθραυστα δάκρυα. «Ξέρεις… Θα πεθάνω. Το νοιώθω».
Μόλις το άκουσα την παίρνω αγκαλιά και πάω προς την έξοδο. «Όχι δεν θα πεθάνεις», της ψιθυρίζω.
«Σταμάτα, θέλω να με αφήσεις να κάνω κάτι τελευταίο σε αυτούς τους “αγαπητούς” εχθρούς». Είπε με τη γνωστή αυστηρότητα.
Την άφησα κάτω. Εκείνη προσπάθησε να φτάσει σε ένα μικρό μετάλλινο κιβώτιο που βρισκόταν πίσω από μια ντουλάπα. Έσυρε με δυσκολία το σκέπασμα και μου έδειξε δυο βόμβες.
«Θέλω να τις τοποθετήσεις κρυφά έξω από το Στρατηγείο τους. Να εκεί που βλέπεις 2-3 σημαίες πάνω απ’ την πόρτα. Μπορείς να τα καταφέρεις;».
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου κι έτρεξα να κάνω αυτό που μου ζήτησε. Μπορώ να πω ότι ήτανε δύσκολο αλλά τα κατάφερα.
Γύρισα πίσω, εκεί που την είχα απιθώσει για λίγο. Την είδα σε πιο άθλια κατάσταση απ’ ό, τι προηγουμένως. Άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε γεμάτη θλίψη. Έβηξε και σα να ήθελε να πει «Ήρθε η ώρα μου...», αλλά δεν την άφησα, την πήρα αγκαλιά και προσπαθούσα να απομακρυνθούμε σε ένα πιο ασφαλές μέρος γιατί σε λιγότερη από μισή ώρα θα ανατιναζόταν το στρατόπεδο των εχθρών. 
«Θα γίνεις καλά, στο υπόσχομαι» της είπα μόνο.Είχαμε φτάσει με τα πόδια σ’ ένα μικρό λόφο, ένα χιλιόμετρο μακριά από το στρατόπεδο και θα συνέχιζα ώσπου ακούστηκε βραχνή η φωνή της: «Γιώργο σταμάτα!» Ήταν απαιτητική.
Σταμάτησα. Μου είπε να την αφήσω χάμω σε ένα σημείο απ’ όπου θα έβλεπε προς το στρατόπεδο και έτσι έκανα. «Περίμενε και δες…» μου είπε. Περίμενα. «Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο...».
Και ένα μπααάμ σήκωσε σύννεφο σκόνης. Το στρατόπεδο ανατινάχθηκε! 
Γύρισα προς τη Στέλλα, κοιτούσε τις φλόγες με ένα χαμόγελο λυπητερό και δάκρυα έπεφταν στα χλωμά μαγουλά της. Πήγα κοντά της. «Στέλλα. Μην κλαις! Κοίτα θα ήμαστε καλά τώρα.».Με κοίταξε, έκλεισε τα μάτια της και μου είπε με δυσκολία.
«Έλπιζα να δω τον πόλεμο να τελειώνει, γιατί ξέρω ότι δεν έχει τελειώσει».
«Θα τον δεις! Και θα είσαι καλά!» της είπα χαμογελαστά, ενώ ένοιωσα τα μάτια μου υγρά.
«Χάρηκα που σε γνώρισα φίλε μου…».
Σώπασε. Τα δάκρυα της, είχαν εξατμιστεί σε εκείνο το άσπρο αγγελικό πρόσωπό της.
«Θα σε θυμάμαι» είπα και με πήραν τα κλάματα.
Της έκλεισα τα μάτια. Την πήρα αγκαλιά και ξεκίνησα για το ερειπωμένο σπίτι που είχαμε καταφύγιο. Φτάνοντας εκεί με περίμεναν οι φίλοι μου. Μόλις μας αντίκρισαν (αυτή νεκρή κι εμένα να την κουβαλώ) δεν μπορούσαν να το πιστέψουν.
Ειδοποιήσαμε όσο κόσμο γνώριζε για να έρθουν στην κηδεία της.
*
Και τώρα να ’μαι, έπειτα από δύο μέρες, μετά από όλες τις διαδόσεις ότι είχε πεθάνει η Στέλλα. Η φίλη μου.Κάθομαι και γράφω, σε αυτό το ημερολόγιο.Πριν ήμουν στην κηδεία της.
Ήρθε και η οικογένειά της. Μετανάστες.Κόσμος πολύς. Η Αφρικανή με τα μικρά της κοριτσάκια. Άλλοι διάφοροι ντόπιοι. Ξένοι. Κι ένας στρατιώτης.
Απόσπασα πληροφορίες από παντού κι έμαθα πως (ο στρατιώτης) ήτανε κάποιος που η Στέλλα αγαπούσε από μικρή. Ήταν χρόνια μαζί. Αλλά όταν ξεκίνησε ο πόλεμος αυτός πολεμούσε στο πλευρό των Ελλήνων.Πριν φύγω από αυτήν την μεγάλη τελετή προς τιμή της Στέλλας, ο στρατιώτης μ’ έπιασε απ’ τον αγκώνα και με τράβηξε λίγο παραπέρα. «Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ που την έσωσες από κείνο το μέρος» είπε με ύφος στενάχωρο. «Δεν την έσωσα, πέθανε», απάντησα.
Χαμογέλασε πικρά, σα να ήξερε κάτι «Ναι, αλλά πέθανε σε αυτό τον τόπο, τον Ελληνικό. Πέθανε γενναία. Και πέθανε με το καλύτερο φίλο της. Αν και δεν μπόρεσα να της εκφράσω, ένα τελευταίο...». Σταμάτησε και έπειτα:
«Αυτή η κοπέλα, μου ενέπνεε μεγάλη σιγουριά. Κάποια μέρα μου είχε πει: “Γιάννη, θα την πάρουν οι Έλληνες ξανά την χώρα στα χέρια τους”. Και μου χαμογέλασε γλυκά. Πιστεύω ότι είχες γνωρίσει εκείνο το γλυκό χαμόγελό της».
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Έτσι με αυτήν την σιγουριά πολεμάω. Και θα το δεις, φίλε μου. Θα την πάρουμε στα χέρια μας την Ελλάδα πάλι» είπε. Κοπάνησε την πλάτη μου απαλά κι έφυγε. Ήτανε μετανάστης κι αυτός. Αλλά πολεμούσε για την Ελλάδα.

Ημερομηνία 16/6/2031

Η Ελλάδα, είναι στα χέρια των Ελλήνων πια. Τα είχαμε καταφέρει όλοι μας. Είχαμε ενώσει τις δυνάμεις μας. Και Έλληνες και μετανάστες. Ξεχάσαμε τις διαμάχες μεταξύ μας και γίναμε ένα, σα γροθιά. 
Στέλλα, αγαπητή μου φίλη, έπειτα από χρόνια τη σώσαμε την Ελλάδα. Σε ευχαριστώ για όλα. Μου έμαθες, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τότε, ότι είμαστε όλοι ίσοι. Είμαστε όλοι άνθρωποι.Ο Πακιστανός είχε σώσει τη ζωή μου. Κι έπαψα να είμαι ρατσιστής.
Αγαπητή μου Στέλλα η θυσία σου είναι τιμημένη. Θα σε θυμούνται όλοι. Όπως κι εγώ.

Σε φιλώ
Γιώργος


Η Μαρία Μαυροπούλου έγραψε αυτό το Διήγημα το 2010 σε ηλικία 16 ετών.Σήμερα φοιτά στην παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης.
Είναι κόρη της Βάγιας Σπυρέλη από τον Άγιο Βλάσιο Αγρινίου και του Ματθαίου Μαυρόπουλου.