Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΑΥΤΟΚΟΛΛΗΤΑ ΤΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΑΝ ΤΡΩΜΕ..ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ!ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΙΚΩΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ!



Έχετε προσέξει τα Αυτοκόλλητα που Υπάρχουν πάνω στα Φρούτα; Δείτε γιατί ΔΕΝ θέλουν να Ξέρουμε ΤΙ Συμβολίζουν..




Αν έχετε αγοράσει ποτέ προϊόντα από μια αλυσίδα σούπερα μάρκετ ή παντοπωλεία, τότε έχετε καταλάβει για ποια αυτοκόλλητα μιλάμε. Έχουν συνήθως ένα barcode και έναν κωδικό PLU, ο οποιος σαρώνεται στο ταμείο για την αναγνώριση του προϊόντος και την τιμή του.

Αλλά αυτά τα αυτοκόλλητα κρύβουν πιο πολλά απ” όσα γνωρίζετε. Ενώ ο PLU είναι η «αναζήτηση των τιμών» και προσδιορίζει τα φρούτα ή τα λαχανικά, βοηθά επίσης να προσδιορίσει και κάτι άλλο. Το πως έχει καλλιεργηθεί το προϊόν! Με την σωστή ανάγνωση αυτού του κώδικα, μπορείτε να καταλάβετε αν τα φρούτα που αγοράζετε είναι γενετικά τροποποιημένα, βιολογικής καλλιέργειας ή παράγονται με χημικά λιπάσματα, μυκητοκτόνα, ζιζανιοκτόνα κ.α.

Απλά πρέπει να γνωρίζετε πψς να αναλύσετε τις ετικέτες και τον αριθμό PLU και είναι πραγματικά πιο εύκολο απ” ό,τι φαντάζεστε.

Αν υπάρχουν μόνο τέσσερις ψηφία στο PLU, σημαίνει ότι το προϊόν έχει καλλιεργηθεί συμβατικά ή «παραδοσιακά» με τη χρήση φυτοφαρμάκων. Τα τελευταία ψηφία του κώδικα, είναι απλά το είδους λαχανικού ή φρούτου που αγοράζετε. Π.χ. όλες οι μπανάνες έχουν τον κωδικό 4011.


Αν υπάρχουν πέντε ψηφία στον κώδικα PLU και αρχίζει με το «8», αυτό σημαίνει ότι το προϊόν είναι ένα γενετικά τροποποιημένο. Τα γενετικώς τροποποιημένα φρούτα και λαχανικά έχουν παραποιηθεί με αφύσικα τρόπο. Κατ” ουσίαν, η παραγωγή τους έχει τροποποιηθεί γενετικά σε ένα εργαστήριο ή επί δεκαετίες, με τεχνητή επιλογή και δεν μπορούν να βρεθούν στη φύση. Μία γενετικά (GE ή GMO) μπανάνα θα έχει τον κωδικό «84011».

Αν υπάρχουν πέντε ψηφία στον κώδικα PLU και ο αριθμός αρχίζει με το «9», αυτό σημαίνει ότι το προϊόν έχει καλλιεργηθεί βιολογικά και δεν είναι γενετικά τροποποιημένο. Μια οργανική μπανάνα θα έχει τον κωδικό «94011».

ΑΝΑΔΗΜΟΣΊΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.spirospero.gr/


Πηγή: fanpage

1944 ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ:ΟΙ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥΣ!


Η ΚΡΑΨΗ ΤΟ 1944

14 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί εισβάλουν στην Τέρβα (ή Τέροβα, σημερινή Κυπάρισσο), καταδιώκοντας τους αντάρτες προς τα Κελάκια ως την περιοχή Τσιάκλα. Μη μπορώντας να τους πιάσουν επιστρέφουν στο χωριό και με μανία καταστρέφουν τα πάντα ολοσχερώς.
Εικοσιπέντε γυναικόπαιδα αιχμαλωτίζονται στον ιερό ναό Αγίας Παρασκευής για τρεις μέρες, με σκοπό την εκτέλεσή τους ενώ οι υπόλοιποι (περίπου 300) καταφεύγουν στους λόγγους και στις ρεματιές για να γλιτώσουν. 


Καταστρέφουν τα πάντα , σπίτια, περιουσίες, ζώα κλπ. Ελάχιστα σπίτια έμειναν όρθια , όπως του Γιώργου Λέφα που το χρησιμοποιούν για μαγειρείο, του Κων/νου Καφρίτσα, του Σπύρου Τσιτσιβού και του Γιάννη Πολίτη που το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για κατάλυμα. Ένα τεράστιο πουρνάρι υπήρχε έξω στην αυλή, με μια βαθιά κουφάλα, και εκεί κρεμούσαν τα ρούχα τους , τα σφάγια και δέναν τ΄ άλογά τους οι Γερμανοί (τα παιδιά και τα εγγόνια της οικογένειας θυμούνται ακόμα τα καρφιά πάνω στο δέντρο). Όρθια μένει και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (στην θέση της οποίας χτίστηκε αρχότερα η τωρινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής) στην οποία αιχμαλώτισαν τους Τεροβίτες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ..

Η θηριωδία των Γερμανών δεν έχει τέλος. Ζωντανό καίνε στην αυλή του σπιτιού του τον κατάκοιτο γέροντα Θεόδωρο Ζαφείρη, οι κραυγές του οποίου μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην μνήμη όσων έζησαν το περιστατικό. Εκτελούν τον Μιχάλη Αγόρη, ενώ οι νάρκες που τοποθέτησαν στην περιοχή αφαιρούν την ζωή του Πάνου Παρθένη, του Λάμπρου Σαμσώνα, καθώς και τριών παιδιών του Κώστα Μπιτσικώκου.

Εκείνες τις μέρες όμως ο πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Οι Γερμανοί αποχωρούν ελευθερώνοντας τους έγκλειστους εις τον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής και αφήνοντας πίσω τους ένα κυριολεκτικά βομβαρδισμένο τοπίο, χωρίς να γνωρίζει κανείς ποιος ζει και ποιος πέθανε…


...μαρτυρίες χωριανών.

ΠΗΓΗ: Σύλλογος Κυπαρίσσου

1943 ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΗΣ:DOMENICO Ο ΙΤΑΛΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΖΕ ΖΩΕΣ, ΑΨΗΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ!

domeniko


(βασισμένο σε αφήγηση του πατέρα μου Στέφανου Σπυρέλη)

Βάια Σπυρέλη, Θεολόγος, Θεατρολόγος


5 Νοέμβρη 1943 έμπαιναν οι Γερμανοί στο χωριό. Ήμουν είκοσι χρονών. Έφευγα μ ένα μπόγο στην πλάτη μαζί μ ένα μπουλούκι ανθρώπους φορτωμένους με παιδιά, μπακιρένια σκεύη, τσόλια παραμάσχαλα.. ανθρώπους που έφευγαν απ το χωριό άρον- άρον, αφήνοντας στο έλεος των Γερμανών τις περιουσίες τους. Οι άξιοι και οι νιότεροι έμειναν πίσω να τους πολεμήσουν, μα του κάκου! Το μικρό απόσπασμα δεν θα συγκρατούσε μια ολόκληρη μεραρχία που ερχόταν από Αγρίνιο προς Καρπενήσι, καίγοντας τα πάντα και τσακίζοντας με τα πολυβόλα κάθε αντίσταση στο διάβα τους. Σίγουρα όμως θα καθυστερούσε λίγο την επέλαση και θα προλάβαιναν οι άνθρωποι να κρυφτούν.

Ο Προύλπος, όπως έλεγαν το καταφύγιό μας, ήταν δυο ώρες με κανονικό περπάτημα απ’ το χωριό, αλλά εκείνη τη μέρα δε χρειάστηκε ίσως ούτε μια ώρα να φτάσουμε. Για την ακρίβεια δεν περπατούσαμε αλλά τρέχαμε. Όλοι μικροί - μεγάλοι ακόμα και οι γέροντες όσο μπορούσαν να ταχύνουν το ποδάρι, μέχρι τον Κάτω Κάμπο.
Μετά, καθώς μπήκαμε στο λόγγο με τα ρείκια και τις κουμαριές, πήραμε όλοι μια ανάσα, λάγιασε λίγο ο φόβος και σταθήκαμε να μετρηθούμε. Αλλά όπου και να κοίταζες σ’ έκοβε η νίλα. Γυναίκες έκλαιγαν κρατώντας σφιχτά τα μωρά στην αγκαλιά τους, οι γριές καταριόνταν μουντζώνοντας κατά τον Αη_ Γιάννη, όπου μαίνονταν η μάχη με το συμμαχικό απόσπασμα. Σε μια γωνιά είχε ακουμπήσει ο πατέρας μου, είχε θέρμες μέρες τώρα, πόναγε το στήθος του κι η μάννα μου τον έτριβε. Οι γεροντότεροι στέκονταν σκεφτικοί και αναποφάσιστοι για πού θα τράβαγε ο καθένας, μερικοί είχαν βλαχοκάλυβα στον Προύλπο, δίπλα στο ποτάμι, αλλά ο κόσμος ήτανε πολύς και δεν υπήρχε τρόπος να βολευτούν. Θα έφτιαχναν πρόχειρα τσιατούρια[1] να φυλαχτούν απ’ τη βροχή αλλά το κρύο είχε αρχίσει κι αν συνέχιζε ο χαμός, δεν ήταν εύκολο να βγάλουν το χειμώνα.

Εμείς είχαμε ένα πέτρινο σπιτάκι για τις φορές που κατεβαίναμε απ’ το βουνό στον κάμπο με τα πρόβατα. Θα παίρναμε όμως σπίτι μας όποιον μπορούσαμε, έτσι κι αλλιώς αυτό γίνονταν πάντα. Το σπίτι μας ήταν ορθάνοιχτο για οδοιπόρους και περαστικούς, που ρίχνονταν με το καρέλι[2] απ’ το Βάλτο για να περάσουν το ποτάμι. Ο πατέρας μου ήταν πάντα ζεστός με τον κόσμο, τους καλωσόριζε στην πέτρινη αυλή, ώρες ατέλειωτες κουβέντιαζε μαζί τους. Εμείς καθόμασταν και τα έξη γύρω τριγύρω περιεργαζόμενοι τάχα μου διάφορα πράγματα, έτσι για να ακούμε.

Αλλά ο ίσκιος του σπιτιού ήταν η Βάβω, η μάνα της μάνας μου. Οι περισσότεροι έρχονταν γι αυτή επειδή ήτανε γιάτρισσα και ήξερε τα βότανα. Τους έβλεπες ανήμπορους καβάλα στο γαϊδούρι άλλοι με πόνους στην κοιλιά άλλοι με κόκαλα σπασμένα, και πάντα μ ένα φίλεμα στο σακούλι, στην περίπτωση που έγιαναν[3], να μας τα αφήσουν στο σπίτι.

Και πράγματι δεν ήταν λίγες οι φορές που οι άρρωστοι έφευγαν ποδαράτοι με χαμόγελα κι εμείς χορταίναμε μπομπότα και τυρί, ήτανε βλέπεις πείνα και δυστυχία.

Τέτοια εποχή μαζεύονταν και τα πουλιά στον Προύλπο, εγώ με τον Κώστα τον αδελφό μου παραβγαίναμε ποιος θα πιάσει κότσυφα στην παγίδα του. Είχε όμως πουλιά ένα ντέλο[4], φτιάχναμε και πουλόπιτα. Το λάδι δε μας έλειπε, δόξα σοι ο Θεός. Το ψωμί όμως το λιμάξαμε[5], πιο πολύ το καθάριο το σταρένιο, γιατί μπομπότα είχαμε από λίγο.


Η βάβω στέκονταν σκυφτή στο μπουχαρί[6] όσο ετοίμαζε φλαμούρι και αφροξυλιά για τον άρρωστο πατέρα μου, μα κάθε τόσο κούναε το κεφάλι και μουρμούριζε απελπισμένη όσο πέρναγαν οι μέρες κι έβλεπε πως τα βότανα δεν τον γιάτρευαν.

Ο κόσμος πέθαινε τότε κι από κρύωμα, δεν βρίσκονταν τα φάρμακα, έφταιγε πρώτα ο πόλεμος αλλά και η σουλφαμίδα[7] ήταν δυσεύρετη. Δε γίνονταν να πας στο Αγρίνιο, ήταν μια μέρα δρόμος να πας και μία να γυρίσεις. Εμείς δεν είχαμε ούτε λεφτά, άσε που στο δρόμο σε σταματούσαν οι αντάρτες και δεν ήξερες σε ποιους θα πέσεις κάθε φορά. Ήτανε βλέπεις δυο στρατόπεδα και σφάζονταν αναμεταξύ τους.
Θα πέθαινε κι ο πατέρας μου στα σίγουρα. Μέρα τη μέρα έλιωνε στο στρώμα από τη θέρμη. Η μάνα μου μουντόκλαιγε κρυφά. Αναλογίζονταν τι θα γινόμαστε έξη παιδιά στη λάκα, απροστάτευτοι δεν ήταν εύκολα.

Κάποιος μας είπε ότι στην Τέρβα είχε ξεπέσει ένας Ιταλός γιατρός, απ τους λιποτάκτες του Μουσολίνι .Οι δύστυχοι οι Ιταλοί….. Είχανε χάσει τον πόλεμο και ξέμειναν στην Ελλάδα μην ξέροντας τι να κάνουν. Ορισμένοι είχανε πάει με το μέρος των Γερμανών και πολεμούσαν μαζί τους αλλά οι περισσότεροι αντιστάθηκαν στον πόλεμο. Κηρύχτηκαν λιποτάχτες και μην έχοντας τρόπο να γυρίσουν πίσω, περιφέρονταν εδώ και κει, κρυμμένοι σε σπίτια Ελληνικά κάνοντας διάφορες δουλειές για να επιβιώσουν.

Ευτυχώς για μας υπήρχε ο Ντομένικο, έτσι τον έλεγαν, ήταν και καλός γιατρός. Ο κόσμος ήτανε ευχαριστημένος κι από στόμα σε στόμα η φήμη του έφτασε σε μας.

Χωρίς χρονοτριβή του παραγγείλαμε να έρθει. Τον περιμέναμε όλοι μαζί στην πέτρινη αυλή μας. Εμείς κι ένα τσούρμο άνθρωποι, όλοι είχαν από κάτι να τους κοιτάξει.

Έφτασε κατά το γιόμα καβάλα στο άλογο του κατσουλωμένος[8] με μια σκονισμένη χλαίνη ό,τι είχε απομείνει από τη στρατιωτική του ενδυμασία, κατάχλωμος και φοβισμένος ένα λιάγκρισμα[9] απ’ την πείνα. Σοβαρός και αμίλητος ξεπέζεψε απ’ τα’ άλογο. Ίσα - ίσα που μας κοίταξε.

Αρχίσαμε να κουνάμε τα χέρια μας φωνάζοντας όλοι μαζί. Μερικοί μάλιστα πολύ δυνατά σε μια προσπάθεια να μιλήσουμε τη γλώσσα του.

-Ντομένικο, καλώς ήρθες.

Ο πατέρας είναι άρρωστος βαριά, ξεχώρισα τη φωνή του Κώστα του αδελφού μου.

--Πεθαίνει, συμπλήρωσε με έμφαση κάνοντας ένα σωρό νοήματα για να τονίσει αυτά που έλεγε και στο τέλος έγειρε το κεφάλι σαν όπως κάνει κάποιος όταν πεθαίνει.

Εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια, κούνησε την παλάμη του σαν να προσπαθούσε να καταλάβει και πότε- πότε έσκυβε το κεφάλι όλο συγκατάβαση Στα χέρια του κρατούσε μια τριμμένη δερμάτινη τσάντα με τα εργαλεία του. Στεκόταν σα χαμένος και αναποφάσιστος. Η βάβω μου χωρίς καθυστέρηση τον άρπαξε απ το χέρι μπάζοντας τον στο σπίτι

Εξέτασε ώρα πολλή τον πατέρα μου.. Στο τέλος τον είδα να μισοκάθεται στο στρώμα κρατώντας τα ακουστικά στο χέρι του, σαν να μην ήθελε να πει τίποτα για το προδικασμένο. Δε μίλαγε κανείς. Η μάνα μου είχε σταυρώσει τα χέρια σε μια βουβή λύπη…. Ο πατέρας κοίταζε αλλού περιμένοντας…. Εμείς τα παιδιά όρθια, έλεγες πως αναμέναμε κάτι σωτήριο που δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Και δεν καθυστέρησε!

Πώς έφεξε έτσι το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή! Θυμήθηκα που ένα χρόνο πριν ο πατέρας είχε κατεβεί στο Αγρίνιο να πάρει φάρμακα για την αδελφή μου την Αλέξω. Μέχρι να γυρίσει όμως, η Αλέξω είχε γίνει καλά και τα φάρμακα τα άφησε πάνω απ το μπουχαρί. Τα είχα συμμαζέψει το λοιπόν! Μάλιστα για να μη χαθούν τα βαλα στον πάτο της κασέλας με τα ρούχα μας!

Αστραπιαία την άνοιξα και πέταγα τα ρούχα ψάχνοντας για το πολύτιμο αγαθό. Τα μάγκωσα στη χούφτα μου και τα έφερα στον Ντομένικο. Εκείνος τα κράτησε στην παλάμη και τα περιεργάζονταν σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Έπειτα ανασήκωσε το κεφάλι γουρλώνοντας τα μάτια.

_Μπόνοοοοοο… φώναξε ηχώντας με ένα τεράστιο γέλιο. Ντεν πετάνει γερο τώρα!!

Χαράς ευαγγέλια από κείνη τη στιγμή! Το σπίτι φώτισε όλο από τα γέλια μας… Περιποιηθήκαμε τον Ιταλό που εξακολουθούσε να με κοιτάζει με κατάπληξη κάθε φορά να σκάει στα γέλια λέγοντας πάντα: Μπόοοοοονοοοοοοο.

Εμείς το διασκεδάζαμε επαναλαμβάνοντας τα Ιταλικά που μας έλεγε, η τα σπαστά Ελληνικά με την τραγουδιστή προφορά.… Μπόοοοοονοοοοοοο.

Από κείνη τη στιγμή, έβλεπα τον Ντομένικο σαν ένα δικό μου άνθρωπο, λύθηκε η γλώσσα μου και άρχισα να λέω διάφορα… σαν να ήθελα να βγάλω την υποχρέωσή μου που κουβαλήσαμε τον ξένο άνθρωπο σπίτι για τον πατέρα.

Έμεινε τότε στον Προύλπο κάνα δυο τρεις μέρες. Εξέταζε κόσμο και κοσμάκη που δεν είχε δει ποτέ γιατρό στα μάτια του! Μαζί πεζοπορούσαμε γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, όπου κι αν τον καλούσαν να βοηθήσει τους ανήμπορους ή να ξεγεννήσει καμιά γυναίκα ή να δέσει κανένα σπασμένο χέρι. Δεν τον άφηνα από δίπλα και τι καμάρι που το είχα όταν μου έδινε να κρατάω την τσάντα με τα εργαλεία.

Ήταν χειμώνας του 43, στα μέσα της Γερμανικής κατοχής, αλλά τούτος ο άνθρωπος είχε αλαφρύνει με τον τρόπο του τις δυσκολίες του κοσμάκη. Τότε έσωσε στην κυριολεξία απ’ το θάνατο και τη θεια Λευτερία που έμενε στη Λάκκα και είχε αφορμίσει το ποδάρι της. Αλλά κι ο πατέρας έγινε καλά.

Έφυγε στο καλό. Νόμιζα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ. Αλλά τον είδα, δυστυχώς, λίγους μήνες αργότερα…

Ήμασταν ένα μεσημέρι στο χωριό με τον Κώστα και καθόμασταν σε ένα καφενείο, έξω απ’ το αρχηγείο του Στρατού της Απελευθέρωσης,. Καλοκαίρι του 44. Έκανε τρομερή ζέστη.

Αντάρτες πήγαιναν κι ερχόταν. Είχανε κάνει επιχειρήσεις εκκαθάρισης όπως τις έλεγαν. Ξετρύπωναν τους Ιταλούς και τους οδηγούσαν για εκτέλεση. Εμείς παρακολουθούσαμε την κίνηση περίεργοι. Και ξάφνου χτύπησε ένας συναγερμός στην καρδιά μου.
Ήταν ο Ντομένικο! Περπάταγε σκυφτός στο δρόμο ανάμεσα σε μια ομάδα έξη Ιταλών και δεν μας έβλεπε. Γύρω τους οπλισμένοι αντάρτες…

Σηκώθηκα όρθιος! Πήγα κάτι να πω… αλλά ένοιωσα την παλάμη του Κώστα να μου βουλώνει το στόμα. Έβγαλα ένα βρυχηθμό απ’ τα σωθικά μου. Το βούλωσα. Εκείνοι ξεμάκραιναν. Καθίσαμε παγωμένοι στην καρέκλα και δεν κοιταζόμασταν.

Ώρα πολλή…. Έπειτα ακούσαμε την ομοβροντία των πυροβολισμών στη μελίστα[10] του Αη_ Γιάννη.

_Πάει αυτός… είπε ψιθυριστά ο Κώστας.






[1] Τσιατούρια= στέγαστρα


[2] καρέλι= κουβούκλιο που σύρονταν με τροχαλίες από τη μία ως την άλλη πλευρά του ποταμού.


[3] Έγιαναν= θεραπεύονταν, γίνονταν καλά.


[4] Ένα ντέλο= ένα σωρό, πάρα πολλά.


[5] Λιμάζω= στερούμαι από φαγητό.


[6] Μπουχαρί= τζάκι.


[7] Σουλφαμίδα= αντιβιοτικό χάπι που το αντικατέστησε η ανακάλυψη της πενικιλίνης.


[8] Κατσουλωμένος= σκεπασμένος καλά.


[9] Λιάγκρισμα= λέξη που θέλει να δείξει τον καχεκτικό άνθρωπο που έχει λιώσει απ τις κακουχίες.


[10] Μελίστα= γκρεμός με αργιλώδες έδαφος.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΠΟΤΑΜΙΩΤΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (φώτο-Ονόματα-Διηγήσεις).

Οι Ποταμιώτες στους Εθνικούς Αγώνες του 1940 - 44
(φώτο-Ονόματα-Διηγήσεις). 

 
Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, ανάρτηση, αφιερωμένη στους Ποταμιώτες που πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, στα οχυρά Ρούπελ και στην Eθνική αντίσταση.

Ο μπάρμπα Κώστας Αναγνωστόπουλος 92 ετών σήμερα και παρά τις κακουχίες της ζωής στέκει ακόμη ψυχικά αγέρωχος στο κρεβάτι της μοναξιάς.

Κάθε φορά που μιλάει για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο και για το Αντάρτικο αργότερα, τα μάτια του βουρκώνουν. Ο χρόνος συνθηκολόγησε μαζί του και γύρισε πίσω στα χρόνια της δικής του νιότης με τις πικρές εκείνες αναμνήσεις που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940,τον βρήκε έφηβο να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο καλαμπόκι και να το ανταλλάσσει με αλεύρι, κάπου κοντά στην Φραγκόσκαλα.

Τότε καμιά δεκαπενταριά νέοι, από το Χωριό της Ποταμούλας είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.Μερικά από τα ονόματα όσων πολέμησαν την περίοδο της κατοχής σας τα παραθέτουμε όπως τα θυμάται ο παππούς Κωνσταντής και εάν κάποιος γνωρίζει η θυμάται και άλλους παρακαλούμε να μας το αναφέρει.
Στους εθνικούς αγώνες, έλαβαν μέρος:
Παπά- Δημήτρης Ιωακείμ (Πολυβολητής-με δύο Παράσημα από τον Διοικητή τού λόχου του).
Τα αδέρφια Τσιτσιβός Θύμιος (Νιούλας), Τσιτσιβός Βασίλης και Τσιτσιβός Στράτος (Λοχίας).
Παπαθανάσης Κώστας (Τανάλιας),Λάμπρος Μπακογιάννης,
Φραγκούλης Ιωάννης.
Τα αδέρφια Παπαθάνασης Ιωάννης (Παστρογιάννης) και Τάσος Παπαθανάσης.
Τα αδέρφια, Τάσος Τσούνης, Βαγγέλης Τσούνης ,Θανάσης Τσούνης.Ιωάννης Γκέκας τού Κων/νου,με παράσημα.
, Σωτηρόπουλος Κώστας,
Ο στρατιώτης Μπιτσικώκος Βλάσης του Ιωάννη

( Γεννήθηκε το 1906. Υπηρετούσε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων, φονεύθηκε στη Μπολένα στις 14 Απριλίου1941).


Τσιτσιβός Σωτήριος (Έπεσε μαχόμενος τον Ιούλιο του 1944 στο στενωπό της οδικής αρτηρίας Αμφιλοχίας - Άρτας στο όρος Μακρυνόρος)
Μάλαινος Κώστας(Τσιαντής) Πεσόντας 1946-47 στην ορεινή Καστοριά .















Οι συνθήκες διαβίωσης στο μέτωπο ήταν άθλιες και οδυνηρές. Καθημερινά έβγαζαν τα χιτώνια για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα. Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών!
Άλλος φοβερός και τρομερός εχθρός, πού αποδεκάτισε το Ελληνικό Στράτευμα, ήταν τα κρυοπαγήματα.

Φώτο
(Ο λαϊκός τότε π.Δημήτριος Ιωακείμ με την σύζυγό του Πηνελόπη).
Το χιόνι δεν έλλειπε ποτέ, αλλά και τα χαρακώματα ήταν γεμάτα νερό. Το κρύο αυτό περόνιαζε τα κόκαλα, με αποτέλεσμα πολλοί να παθαίνουν κρυοπαγήματα, ένας εξ αυτών και ο λαϊκός τότε Παπα-Δημήτρης Ιωακείμ, που από θαύμα γλίτωσε τον ακρωτηριασμό.
Η μανία των Γερμανών έφτασε και στο δικό μας χωριό όταν το 1944 λεηλάτησαν και έκαψαν ταράτσες στα Γαβράκια και τα σπίτια του χωριού μας.


Οι κατακτητές δεν σταμάτησαν εκεί, βεβήλωσαν και έκαψαν την Εκλησσία του Πολιούχου και προστάτη μας Αγίου Γεωργίου. Από τη φωτιά γλίτωσαν τα Τσουνέικα και το σπίτι της Αλεξάνδρας Ανδρώνη (Τζαμίχαινας) και τα σπίτια της Λάττας.






Και μια μαρτυρία του Παπά Δημήτρη Ιωακείμ που βρήκαμε στην προσωπική Ιστοσελίδα του Πάπα Ηλία Υφαντήστο http://papailiasyfantis.wordpress.com/ και αναφέρει τα εξής:
Μνήμες φρίκης από τη γερμανική κατοχή.

Και διηγιόταν ο παπά-Δημήτρης Ιωακείμ το μαρτυρικό τέλος του γέρου Αριστείδη Τσιούμα, που καλούσε, απ’ το αντικρινό βουνό σε βοήθεια το γιο του, το Γιώργο , όπως το είδε απ’ το κρησφύγετό του, στο γειτονικό μας χωριό, την Ποταμούλα:

Ξάπλωσαν το γέροντα σ’ ένα αλώνι. Πλάκωσαν τα χέρια του και τα πόδια του με πέτρες. Τον σκέπασαν με άχυρα. Και τον έκαψαν ζωντανό. Κι ενώ οι σπαρακτικές κραυγές του ράγιζαν, όχι μόνο τις καρδιές, αλλά και τις πέτρες, οι «ιεραπόστολοι» του ναζισμού και της άριας φυλής διασκέδαζαν με το ανοσιούργημά τους.
Κατά δυστυχή συγκυρία, σε άλλο σημείο του χωριού μας, συνέλαβαν και δυό του γιους (το Νίκο και το Μήτσο), που τους τουφέκισαν.
Κι ύστερα τη γερόντισσα την Γιωργούλα Τσοβόλα. Που δεν μπορούσε να φύγει, όταν έκαψαν το χωριό, και την έκαψαν ζωντανή μέσα στο σπίτι της. Και τον άλλο γέροντα, τον Τάκη Πρατάρη, τον αλαφροΐσκιωτο, απ’ τηνΠοταμούλα. Που δεν καταλάβαινε τη λογική των κανιβάλων του Γ.΄ Ράιχ και κυκλοφορούσε ανέμελος ανάμεσά τους. Και που, για να του δώσουν να καταλάβει, τον εκτέλεσαν με τις λόγχες τους…
Κι ύστερα το αθώο παλικάρι (το Σωτηρόπουλο) απ’ τη Κυπάρισσο, που το υποπτεύθηκαν οι δικοί μας ως, δήθεν, κατάσκοπο. Επειδή, σαν παιδί, είχε την αφελή περιέργεια να ρωτάει τους αντάρτες για τις μάρκες των όπλων. Και που το πέθαναν δέρνοντάς το και ρίχνοντάς του λάδι καυτό και αλάτι, στις χαραγματιές, που του έκαναν στην πλάτη…
Και το Γάλλο, το Ζανό, που είχε λιποτακτήσει απ’ το γερμανικό στρατό. Και, που, για να διαφύγει τη σύλληψη απ’ τους Γερμανούς, πήδησε από μεγάλο ύψος και έπαθε ρήξη των σπλάχνων ή, κατ’ άλλους, πνευμονία. Για να πεθάνει τελικά στο σπίτι του μπάρμπα μου, στη Ραΐνα, και να ενταφιαστεί στο νεκροταφείο του χωριού μας.

TΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 40'
Για το potamoula news:Τσιτσιβός Μάκης Αναρτήθηκε από potamoulas nea στις 9:14 π.μ.

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΚΟΜΙΚΣ


Κόμικς για τη μνήμη, τη γνώση, την εγρήγορση

Συντάκτης:

Γιάννης Κουκουλάς

Γιατί να θεωρούμε εθνική εορτή την επέτειο της ημέρας εισόδου της χώρας μας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αντί να γιορτάζουμε την απελευθέρωσή της από τους ναζί; Με αυτό τον προβληματισμό διοργανώνεται για δεύτερη χρονιά μια σειρά εκδηλώσεων με εκθέσεις αρχειακού υλικού και εικαστικών, ομιλίες, προβολές, συναυλίες κ.ά. με τίτλο «12 Οκτωβρίου 1944 - Η Αθήνα Ελεύθερη». Ξεχωριστή θέση στο φετινό πρόγραμμα έχει η έκθεση «Ενα Γλυκό Ξημέρωμα» με τη συμμετοχή δεκαπέντε Ελλήνων δημιουργών κόμικς. Κόμικς για την Αθήνα της Κατοχής και τους ανθρώπους της.

Πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής; Ποια ήταν η καθημερινότητα των ανθρώπων της; Πώς αντιμετώπιζαν τους κατακτητές; Και πώς τους ρουφιάνους, τους Γερμανοτσολιάδες, τους μαυραγορίτες; Τι έτρωγαν οι Αθηναίοι; Πώς μετακινούνταν; Πώς διασκέδαζαν; Τι σήμαινε τότε η λέξη «επιβίωση»; Ποιοι εντάχθηκαν στην Αντίσταση; Και ποιοι λούφαξαν; Τι αγόραζες με έναν ντενεκέ λάδι; Πόσες γυναίκες κατέφυγαν στην πορνεία; Τι σήμαινε να βλέπεις πτώματα στους δρόμους και κάρα να τα μαζεύουν; Πόσο κτήνη ήταν οι Γερμανοί; Και πόσο οι Ελληνες φίλοι τους;
Η αυτοθυσία των Ελλήνων αγωνιστών στην ιστορία του Πέτρου Ζερβού |

Τα δύσκολα ερωτήματα επιχειρούν να απαντήσουν εδώ και δεκαετίες οι ιστορικοί και οι επιστήμονες παρεμφερών πεδίων. Τα ντοκουμέντα είναι λίγα και δυσπρόσιτα στο κοινό ή το κοινό δεν ενδιαφέρεται πια γι’ αυτά. Τα τεκμήρια αρχίζουν να ξεχνιούνται, όσοι έζησαν τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου λιγοστεύουν διαρκώς. Η διατήρηση της μνήμης παραμένει πάντα επιτακτική. Και μαζί της, η γνώση αυτής της σκοτεινής εποχής και, προπάντων, η ερμηνεία της. Που δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη αλλά πολυπαραγοντική, με αμέτρητες πτυχές και λεπτομέρειες. Τέτοιες πτυχές μπορεί να φωτίσει και η τέχνη.

Οι δεκαπέντε καλλιτέχνες  δεν επιδιώκουν να υποκαταστήσουν τους ιστορικούς ούτε να δημιουργήσουν «ντοκιμαντέρ» για την περίοδο 1940 – 1944. Ορισμένοι αξιοποιούν τα ιστορικά γεγονότα για να αποτυπώσουν με τη δική τους ματιά και δεξιοτεχνία κάποια «στιγμιότυπα» της εποχής ενώ κάποιοι άλλοι επιλέγουν τη μυθοπλασία μέσω της οποίας προσεγγίζουν το κλίμα και το πνεύμα της κατοχής. Ο τίτλος «Ενα Γλυκό Ξημέρωμα» προέρχεται από το ομότιτλο αγραμμοφώνητο ρεμπέτικο τραγούδι του Νίκου Δημόπουλου – Τούντα και αναφέρεται στο μπλόκο της Κοκκινιάς της 17ης Αυγούστου του 1944 με τους εκατοντάδες νεκρούς, συλληφθέντες και βασανισθέντες από τη ναζιστική θηριωδία.
κόμικς του Γιώργου Τραγάκη |

Ο Τούντας ήταν ΕΛΑΣίτης λοχαγός και ρεμπέτης που λίγο αργότερα τραυματίστηκε σε μάχη και δολοφονήθηκε στο κρεβάτι του σπιτιού του. Το τραγούδι μιλά για ένα καλοκαιρινό γλυκό ξημέρωμα που συνοδεύτηκε από μια ανείπωτη βαρβαρότητα. Γλυκά ξημερώματα υπήρξαν σίγουρα ατελείωτα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αλλωστε, η ανθρώπινη ανάγκη για ζωή και ελευθερία, το ένστικτο για επιβίωση, το συναίσθημα που γεννά η πρώτη αχτίδα φωτός δεν καταστέλλονται. Ισως γι’ αυτό και οι περισσότεροι δημιουργοί κόμικς κινούνται με επίκεντρο τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Ο Γούσης μιλά για τις εμπειρίες ενός εκτελεστή προδοτών και τους δαίμονες που τον κατατρύχουν, ο Soloup εστιάζει στην ανθρώπινη φιλία μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, ο Τραγάκης επιλέγει τις τραυματισμένες μνήμες, ο Καμένος καταπιάνεται με την αδυναμία του εισβολέα να κατανοήσει την έννοια της αντίστασης και της αυτοθυσίας, ο Χριστούλιας προτιμά τη συγχώρεση και την κατανόηση μεταξύ των θυμάτων, ο Φαραζής και ο Λέανδρος επιχειρούν να προσεγγίσουν την ψυχολογία μιας πόρνης κι ο Μπαργιώτας να περιγράψει την ανθρώπινη επινοητικότητα απέναντι στην ανέχεια και την πείνα. Σε πιο πολιτικούς τόνους, αλλά πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο, ο Ζερβός περιγράφει την ανατίναξη των γραφείων της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ από μέλη της ΠΕΑΝ, ο Τόμεκ «χαιρετίζει» τους αντιστασιακούς που κράτησαν ψηλά την αξιοπρέπεια με πάσα μυστικότητα, ο Μαραγκός εξορθολογίζει και «δικαιολογεί» την εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των ναζί, ο Δερβενιώτης τιμά τους πραγματικούς ήρωες της Αριστεράς εν αντιθέσει με τους επινοημένους της Δεξιάς σε μια μάχη συμβόλων, η Οθωναίου με αφορμή μια «ορφανή» Μπερέτα σκιαγραφεί το ζοφερό κλίμα του τρόμου και ο Πέτρου παρακολουθεί την περιπέτεια ενός μικροκλεφτάκου που γίνεται εξιλαστήριο θύμα της οργής του κόσμου.
Οι ναζιστικές αγριότητες στα κόμικς του Δημήτρη Καμένου |

Ολες οι τετρασέλιδες ιστορίες, άλλες βασισμένες σε ιστορικά στοιχεία και άλλες φανταστικές, διαδραματίζονται με επίκεντρο την Αθήνα, μια από τις πιο βασανισμένες περιοχές της Ευρώπης, στην Κατοχή. Μέχρι την απελευθέρωση, στις 12 Οκτωβρίου 1944, η πόλη πλήρωσε βαρύτατο τίμημα με χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές.

Η έκθεση «Ενα Γλυκό Ξημέρωμα» φιλοδοξεί να παρακινήσει τους θεατές της στη γνώση των γεγονότων της περιόδου και να προκαλέσει τον διάλογο γύρω από τα ζητήματα της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας. Μόνο έτσι μπορεί να εγκαταλείψουμε τα πανηγύρια και τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου και να τιμήσουμε μέσω της μνήμης και της εγρήγορσης, τους αγώνες απέναντι στο ναζισμό που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Αθήνας.
Απόσπασμα από την ιστορία του Τόμεκ για την αντίσταση σε μια ρημαγμένη Αθήνα |
Ενα γλυκό ξημέρωμα

Ενα γλυκό ξημέρωμα
βαράγαν οι τσολιάδες
τα σπίτια μας μπλοκάρανε
με τους Γερμαναράδες

Πρωί - πρωί πηγαίναμε
όλοι στη δουλειά μας
και οι τσολιάδες φώναζαν, βουρ!
Για την Κοκκινιά μας

Στο δρόμο που μας πήγαιναν
προς την Οσία Ξένη
απ’ τη γωνιά που πρόβαλα
βλέπω δυο σκοτωμένοι

Ε, ρε παιδιά, τι να σας πω
ράγισε η καρδιά μου
κι από τα δόλια μάτια μου
τρέχαν τα δάκρυά μου

Ενα πρωί ξημέρωμα
δεκαεφτά Αυγούστου
οι Γερμανοί μας σκότωσαν
έτσι για χάρη γούστου

Νίκος Δημόπουλος – Τούντας

comics@efsyn.gr

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

"ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ" ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΑΜΠΟΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ ΣΤΗΝ "ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ"ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΛΑΣΙΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ!



Οριοθετήθηκαν και σηματοδοτηθηκαν από τον σύλλογο "Φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του Θεάτρου"  η σπηλιά και τα ταμπούρια του Καραΐσκάκη που  βρίσκονται στην "Κορομηλιά" Βόρεια του Αγίου Βλασίου και της Χούνης Αγρινίου, όπου έγινε και η ομώνυμη μάχη η οποία αποτέλεσε  το εφαλτήριο της μετέπειτα μεγάλης πορείας του αρχιστράτηγου της Ρούμελης.
Να πως περιγράφει την μάχη ο μεγάλος ιστορικός μας και συμπολεμιστής του Γεωργίου Καραΐσκάκη Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) :
Η σπηλια απο την μπροστινη της πλευρά.
Στις 15 Ιανουαρίου 1823 «ο µέγας άνδρας ο Καραϊσκάκης», «ως αετός σχίσας τα χιονισµένα βουνά»έπιασε την κοντινή στο Άγιο Βλάση θέση, Κοροµηλιά και τοποθέτησε τα παλικάρια του σε µια κορυφογραµµή και ο ίδιος µαζί µε άλλους στο κέντρο της παρατάξεώς του, µπροστά σε µια σπηλιά.Μαζί του και ο ντόπιος καπετάνιος Πεσλής. Όταν έφτασαν οι Τούρκοι του ζήτησαν να τους αφήσει ελεύθερο το δρόµο. Ο Καραϊσκάκης αρνήθηκε λέγοντας υποκρινόµενος ότι «τους θεωρεί ως ληστάς, ως αχάριστους του σουλτάνου, που οπισθοδροµούν, και δυνάµει των συνθηκών θα τους κτυπήσει». Έτσι άρχισε η γνωστή µάχη του Αη Βλάση ή της Κοροµηλιάς ή από το όνοµα της περιοχής,του Σοβολάκου.

Οι Τούρκοι µε ορµητική έφοδο «ανέβησαν ανακέφαλα» (προς τα πάνω), τσάκισαν και έτρεψαν σε φυγή το αριστερό και το δεξιό άκρο της παρατάξεως των Ελλήνων. «Η σπηλιά»όµως «ήτον απότοµος και δεν εδύνατο κανείς να φύγη. Εκεί ήτον το κέντρο. Εδώ ίνα πεθάνωµεν όλοι όσοι εµείναµεν!» λέγει ο αρχηγός. Στρώνει ο πόλεµος. Ανακαλεί ο σαλπιγκτής τους τζακισθέντας. Συνέρχεται ο στρατός ακούων τον αρχηγόν «οπίσω», επιστρέφουν και νικούν.

Καταδιώκουν τους Τουρκαλβανούς ως το Βραχώρι. ∆ιακόσιοι σκοτώθηκαν και µεταξύ τους ο Ισµαήλ Χατζηµπέντος από βόλι του Καραϊσκάκη µετά από την µονοµαχία µαζί του κατά την διάρκεια της µάχης.

Από τους Έλληνες 20, ένας από αυτούς το πρωτοπαλλίκαρο και επιστήθιος φίλος του Καραϊσκάκη, ο Μπακογιάννης. Από το Βραχώρι στις 28 Ιανουαρίου οι πασάδες απελπισµένοι πέρασαντον Άσπρο µε βαρύτατες απώλειες (πνίγηκαν πάνω από 500). Το πέρασµα κοντά στη Λεπενού, τους το υπέδειξε ο Γώγος Μπακόλας, που ακολούθησε τους Τούρκους σπρωγµένος στην προδοσία από τον Μαυροκορδάτο που του είχε επιρρίψει την ευθύνη για την καταστροφή στο Πέτα, ώστε να µετριάση την σε βάρος του εντύπωση.



Η σπηλιά βρίσκεται 200 μέτρα από το άγαλμα του Καραΐσκάκη στην περιοχή,και το μονοπάτι που σηματοδοτήθηκε είναι αρκετά προσβάσιμο και καθόλου επικίνδυνο.
Χρειάζεται βέβαια η απαιτούμενη προσοχή,μιας και μιλάμε για κακοτράχαλη περιοχή.


Σωροί από πέτρες υποδηλώνουν την ύπαρξη αυτοσχέδιων ταμπουριων στην περιοχή.

Το βάθος της σπηλιάς φαίνεται μικρό αλλά όλες οι μαρτυρίες λένε ότι στην δεκαετία του 1950 χωρούσαν όρθιοι από κάτω πάνω από 100 άτομα.Προφανώς το έδαφος υπέστη καθίζηση ιδίως μετά τους σεισμούς που προκλήθηκαν από την κατασκευή της τεχνητής λίμνης των  Κρεμαστών.

Ο χώρος γύρω από την σπηλιά βρίθει από μεγάλες πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν ως ταμπουρια,αφού η μάχη αποδείχθηκε λυσσαλέα..


Παιχνίδια της φύσης η απομεινάρια του πολέμου;

Βγαίνοντας από την Σπηλιά αντικρίζεις στο βάθος την "Νεραιδόβρυση".Από κει πιθανώς εμφανίστηκαν οι Τούρκοι κάτι που το ήξερε πολύ καλά ο Γεώργιος Καραϊσκάκης,και επέλεξε ως φαίνεται το καλύτερο σημείο..

Το εσωτερικό της σπηλιάς σήμερα..




Φυσικά οχυρά αποδεικνύουν ότι η επιλογή της θέσης δεν ήταν τυχαία για τον Γεώργιο Καραΐσκάκη.
Ο Στέφανος Σπυρέλης από τον σύλλογο "φίλων της Κορομηλιάς" δείχνει τον δρόμο για την σπηλιά και τα ταμπουρια έπειτα από την πρόχειρη σήμανση(σύντομα θα μπουν πινακίδες) που έγινε από τα μέλη του συλλόγου.

Φυσικά οχυρά-Ταμπουρια γύρω από την σπηλιά.