Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙ


Εδω και τουλάχιστον είκοσι χρόνια παρακολουθούμε μια ραγδαία μετάβαση του τρόπου  με τον οποίο έπαιζαν τότε τα παιδιά σε σχέση με το τώρα. Τα παιδά τότε σαρώναν τις ραχούλες, ξενυχτούσαν στους δρόμους τις γειτονιάς παίζοντας μήλα, ποδόσφαιρο, αλωνίζαν  στις πλατείες και στα προαύλια των εκκλησιών . Η έλλειψη παιχνιδιών συγκριτικά με την σημερινή εποχή, οδηγούσε τα παιδιά σε αυτοσχέδιες λύσεις για να ψυχαγωγηθούν. Παιχνίδια που εξελίχθηκαν στο πέρασμα των χρόνων ή απλά παρέμειναν  μια γλυκιά ανάμνηση. Παιχνίδια που τότε ευνοούσαν την ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού, και δρομολογούσαν και την ένταξη των παιδιών στην κοινωνία. Αυτός είναι και ο ρόλος του παιχνιδιού.
Αντίθετα, τα σημερινά παιχνίδια ωθούν τα παιδιά σε έναν πλασματικό-φανταστικό κόσμο με αποτέλεσμα την αντικοινωνικότητά, τον αποκλεισμό, και συχνά την διατάραξη του ψυχικού τους κόσμου. Δεν θα σταθούμε όμως σ αυτό, δεν είμαστε αρμόδιοι, μπορούμε όμως να ξαναθυμηθηθούμε εκείνα τα παλιά, παραδοσιακά πλέον, παιχνίδια και να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν...


Τα μήλα

-Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα "τέρματα". Χαράζονται 
δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές 
undefined
γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. -Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
-Με κλήρο ορίζουν ποιος από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.

- Όταν το παιδί που πετάει την μπάλα για να χτυπήσει κάποιο από τα παιδιά  για να φύγει από το παιχνίδι ,τότε αν κάποιο παιδί πιάσει την μπάλα και την κρατήσει, κερδίζει ένα μήλο και δεν βγαίνει από το παιχνίδι ,αν πάλι κάποιο παιδί πιάνει πολλά μήλα ,μπορεί να χαρίσει σε κάποιο άλλο που έχει φύγει από το παιχνίδι και έτσι ξαναμπαίνει, ή τα κράτα για το τέλος που μένει ,για να κερδίσει. Όταν χτυπηθεί μια φορά αφαιρείτε ένα μήλο, και έτσι ξαναρχίζουν το παιχνίδι με τους ίδιους παίχτες . 
-Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας "Ένα μήλο", έπειτα ο άλλος "Δύο μήλα!" κ.λ.π.
-Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.

Κρυφτό

-Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω.
-Ένα παιδί φυλάει (μετράει π.χ.  έως το 200- 5, 10, 15, 20, 25...). Μόλις τελειώσει, λέει  ΄΄φτού  και  βγαίνω  και  αρχίζει να ψάχνει για τα παιδιά.
-Όταν βρει ένα παιδί λέει "φτου" και το όνομα του παιδιού. Το παιδί μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να πει "φτου" και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Το τελευταίο παιδί πρέπει να πει "φτου ξελευθερία" για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. Άμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που "έφτυσε" πρώτο.




Πουν’ το  πουν’ το,   το δαχτυλίδι  

-Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, 

συνήθως ψεύτικο.  Έπειτα προσπαθεί ν’  αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
«Πουν' το, πουν' το, το δαχτυλίδι, ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις!»
-Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το δίνει  στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. 


Πατώ

-Είναι ένα ατομικό παιχνίδι. Τα παιδιά σχηματίζουν το παρακάτω σχήμα στο έδαφος: 

Ο παίκτης πηδά με κλειστά μάτια , με ένα ή δύο πόδια , ανάλογα με το τετράγωνο στο οποίο πρέπει να πατήσει .Τελειώνοντας κάθε προσπάθεια ρωτά: Πατώ; .Εάν η απάντηση είναι θετική ,δηλαδή αν πατά διαχωριστικές γραμμές χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι .Αν είναι αρνητική ,συνεχίζει έως ότου χάσει .Για κάθε επιτυχημένη προσπάθεια σημειώνεται υπέρ του παίχτη ένας πόντος .


Κυνηγητό

-Τα παιδιά χαράζουν πάνω στο χώμα μια γραμμή για αφετηρία και ορίζουν το τέρμα,  που είναι ένα δέντρο ή μια πέτρα στημένη στο χώμα. Ύστερα ορίζεται με λαχνό  αυτός που θα τα φυλάει.
-Μόλις δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά τρέχουν να φύγουν και αυτός που τα φυλάει, τρέχει να τα πιάσει, ενώ εκείνα με διάφορους ελιγμούς προσπαθούν να τον αποφύγουν και να φτάσουν στο τέρμα.
- Μόλις φτάσουν, πρέπει να  χτυπήσουν το τέρμα, να  φτύσουν και να φωνάξουν “έφτυσα”.
-Αν ένα παιδί χτυπηθεί στον ώμο απ’ αυτόν που τα φυλάει, πριν φτάσε στο τέρμα  ή αν ξεχάσει να φτύσει, τότε καίγεται και τα φυλάει αυτό με τη σειρά του.


Μακριά γαϊδούρα

-Η μακριά γαϊδούρα παίζονταν από δυο ομάδες αγοριών και ένα άλλο παιδί που έκανε τη 

μάνα, ο οποίος  στέκονταν όρθιος και ακουμπούσε το πίσω μέρος του σώματός  του σε σταθερό μέρος (τοίχο - δέντρο κ.λ.π.). 


-Τα παιδιά της μιας ομάδας έσκυβαν το ένα πίσω από το άλλο  και ο πρώτος απ’ αυτούς  (όπως φαίνεται στην εικόνα) μπροστά από τη μάνα και γίνονταν η μακριά γαϊδούρα (καμάρα). -Τα παιδιά της άλλης ομάδας πηδούσαν πάνω τους με τρόπο, ώστε να μην πέσουν και να υπάρχει χώρος για τους επόμενους. Προσπαθούσαν να φθάσουν όσο πιο μπροστά γίνεται, ώστε όλη η ομάδα να καβαλικέψει και να μην πέσει όλο το βάρος στους τελευταίους της άλλης ομάδας και πέσουν.

-Το πρώτο παιδί που πηδούσε  τραγουδούσε "Αντζουλίνα ματζουλίνα κι στουν κόλους μια σουλίνα πόσα είνι τούτα δω" δείχνοντας στην μάνα κάποια δάχτυλα του χεριού του. Ένα  παιδί από την άλλη ομάδα  πρέπει να μαντέψει σωστά. Αν μάντευε σωστά ή αν κάποιος έπεφτε από τη γαϊδούρα, τότε έχανε η ομάδα και έπρεπε να αλλάξουν ρόλους, να πάρουν τη θέση  της άλλης ομάδας, αλλιώς συνέχιζαν μέχρι να χάσουν το παιχνίδι και πάει λέγοντας.

Σκαμνάκια


-Όταν είχανε πολύ λίγο χρόνο για κάποιο παιχνίδι αλλά υπήρχε όρεξη για κάτι γρήγορο, 
τα σκαμνάκια ήταν ότι καλύτερο. Δηλαδή  έσκυβαν όλα τα παιδιά με τη σειρά και σε απόσταση το ένα από το άλλο περίπου τρία μέτρα  ή και λιγότερο αν δεν υπήρχε χώρος. 

-Το τελευταίο παιδί στηρίζοντας  τα χέρια του στις πλάτες των σκυμμένων παιδιών περνούσε από πάνω τους  μέχρι τον τελευταίο, οπότε ερχόταν η σειρά  του για επίκυψη και να συνεχιστεί το παιχνίδι μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το τέλος του διαλείμματος γιατί συνήθως αυτή τη λίγη ώρα  μπορούσαν να ξεμουδιάσουν και να γελάσουν με τις τούμπες που έκαναν διάφοροι αδέξιοι συμμαθητές τους.  

Σκλαβάκια

-Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ισοδύναμες ομάδες και οριοθετούν ένα χώρο που τον ονομάζουν "λημέρι". Τα δυο "λημέρια" βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο, ενώ στη μέση χαράσσεται μία γραμμή, το "σύνορο". Όταν δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά και των δύο ομάδων τρέχουν προς το "σύνορο" και προσπαθούν να πιάσουν τους αντιπάλους. ΄Οταν τους πιάσουν, τους θεωρούν αιχμαλώτους και τους μεταφέρουν στο "λημέρι" τους. Εκεί οι αιχμάλωτοι "τα σκλαβάκια" περιμένουν τους συμπαίκτες τους να τους ελευθερώσουν. 
-Νικήτρια  είναι η ομάδα που θα συλλάβει τους περισσότερους αιχμαλώτους, δηλ. τα περισσότερα "σκλαβάκια".

Τσιουλίκα (τσιλίκια)

-Η τσιουλίκα  παίζονταν από δυο ομάδες αγοριών. Τα αντικείμενα για να παίξουν ήταν μια
πέτρα (περίπου σαν πεπόνι) που ήταν και η βάση (έδρα), ένα  ξύλο (συνήθως από κρανιά) μήκους περίπου 60-80 εκ. (το τσιλικόξυλο)  και ένα άλλο ξύλο μήκους 20 -30 εκ.  περίπου  (την τσιουλίκα).
-Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει πρώτος.
-Η τσιουλίκα ξεκινούσε με ένα παιδί από την μία ομάδα να είναι στη θέση της πέτρας (βάση) και με το μεγάλο ξύλο (τσιλικόξυλο) χτυπούσε με δύναμη το μικρό ξύλο (τσιουλίκα) για να φθάσει όσο γίνεται πιο μακριά και να μην την πιάσουν οι παίκτες από την άλλη ομάδα.
-Αν η ομάδα που περίμενε την τσιουλίκα την έπιανε, ήταν ο νικητής και άλλαζαν τους ρόλους. Αν δεν την έπιανε προσπαθούσε να χτυπήσει απ’ την θέση που είχε φτάσει η τσιουλίκα την πέτρα, ενώ ο παίκτης που ήταν στη βάση προσπαθούσε με το τσιλικόξυλο να πετύχει την τσιουλίκα.
-Αν δε χτυπήσουν την τσιουλίκα (τσιλίκι), τότε ο κύριος παίχτης χτυπάει την τσιουλίκα (τσιλίκι) με το τσιλικόξυλο (τσιλίκα) του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης αν το χτυπήσει μία φορά δυνατά τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το 'ριξε μέχρι το σημείο που έπεσε με το τσιλικόξυλό του και όποιο νούμερο βρει, αυτοί είναι οι πόντοι που κέρδισε.

Τα φλιούρια (κεραμιδάκια)


-Αποτελείται από δυο ομάδες με τον ίδιο αριθμό παιχτών. Η μία ομάδα προσπαθεί να


γκρεμίσει  τα φλιούρια, ένα πύργο από μικρά κομμάτια κεραμίδας, που βρίσκονται μέσα σε ένα κύκλο, με μια μπάλα, συνήθως από ραμμένα κομμάτια ύφασμα.

-Χωρίζονταν λοιπόν σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα έπρεπε να στήσει τα φλιούρια (τις κεραμίδες) το ένα πάνω στο άλλο.

-Ένα παιδί ήταν πίσω από τα φλιούρια και μάζευε τη μπάλα που έριχναν από την άλλη ομάδα στην προσπάθειά τους να τα ρίξουν (τον μικρό πύργο από κομμάτια κεραμίδας).

- Αφού τα  έριχναν, η μία ομάδα με την  μπάλα προσπαθούσε να πετύχει παίχτες από την άλλη ομάδα, να τους κάψει,  οι οποίοι προσπαθούν με τη σειρά τους να στήσουν τα φλιούρια στην αρχική τους θέση. 

- Όποιος καίγονταν  έβγαινε από το παιχνίδι. Όταν καίγονταν όλοι τελείωνε και το παιχνίδι. -Αν η αντίπαλη ομάδα προλάβαινε να χτίσει τον πύργο πριν τους κάψουν, ήταν αυτοί νικητές..
Γκαντρανάρι

-Αποτελεί ένα είδος κρυφτού. Μετά από κλήρωση βγαίνει το παιδί που θα φυλάει  και  αντί να μετράει μέχρι τα 100 κυνηγάει ένα κονσερβοκούτι (γκαντρανάρι) το οποίο κλοτσάγανε και μέχρι να το ξαναβάλει στη θέση του τα άλλα παιδιά έτρεχαν να κρυφτούν. 
-Αυτός που φυλάει πρέπει να τους βρει και να τους φτύσει στο γκαντρανάρι. Οι αντίπαλοι παίχτες πρέπει να κρυφτούν και όταν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία πρέπει να τρέξουν και να κλωτσήσουν το γκαντρανάρι. Έτσι έχουν την ευκαιρία να κρυφτούν ξανά και να ελευθερώσουν τους συμπαίκτες τους που είχαν καεί. Το παιχνίδι τελείωνε όταν τους έβρισκε όλους χωρίς να κλοτσήσουν το γκαντρανάρι. Τον πρώτο που έβρισκε τον έβαζε στη θέση του την επόμενη φορά.

Σαλίγκαρος  

-Με ένα ξύλο, μια κεραμίδα ή ένα αιχμηρό αντικείμενο  χαράζουν στο έδαφος ένα σαλίγκαρο και
με κλήρωση ορίζουν πιο παιδί θα παίξει πρώτο και θα χαράξει τα “πατήματα”.
-Το πρώτο παιδί αρχίζει το κουτσό, πετώντας το κεραμίδι του στο πρώτο πάτημα. Εκεί θα πηδήσει  κουτσοπόδι και πάλι  κουτσοπόδι  θα σπρώξει το κεραμίδι του στο δεύτερο πάτημα κ.ο.κ. ως το κέντρο του σαλίγκαρου, όπου έχει δικαίωμα να πατήσει και με τα δυο πόδια για να ξεκουραστεί λίγο. Κατόπιν επιστρέφει με τον ίδιο τρόπο.
-Αν φτάσει έξω ομαλά, τότε κάνει ένα γύρο. Αν είτε το κεραμίδι του πέσει στη διαχωριστική γραμμή, είτε το πατήσει αυτό, είτε πατήσει κάτω και με τα δύο πόδια, τότε βγαίνει από το παιχνίδι και αρχίζει το δεύτερο. Κερδίζει όποιο παιδί κάνει τους περισσότερους γύρους.


Κολοκυθιά

-Οι παίκτες - από 5 ως 10 - κάθονται γύρω - γύρω και βγάζουν έναν αρχηγό, συνήθως από τα
πιο μεγάλα απ' τα παιδιά. Καθένας απ' τους παίκτες παίρνει έναν αριθμό. 
-Αυτό γίνεται κατά 2 τρόπους: Ή εκείνος που κάθεται στ' αριστερά του αρχηγού, παίρνει τον 
αριθμό 1  κι ο διπλανός του το 2  κι έτσι ως το τέλος, ή ο καθένας παίρνει όποιο αριθμό του αρέσει, που δεν πρέπει όμως να είναι μεγαλύτερος, απ' όσα είναι στο σύνολό τους τα παιδιά. Έτσι π.χ. αν τα παιδιά είναι 9, δεν πρέπει κανείς να πάρει τον αριθμό 11. Κάθε παίκτης πρέπει να θυμάται καλά τον αριθμό του, γιατί απ' αυτό θα εξαρτηθεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει.

Πρώτος μιλάει ο αρχηγός και λέει:

- Έχω μια κολοκυθιά που κάνει 5 (π.χ.) κολοκύθια!
-Μόλις αναφέρει αυτόν τον αριθμό, εκείνος που έχει το 5, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:
- Και γιατί να κάνει  πέντε;
- Και πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.
- Να κάνει (π.χ.) 2.

Μόλις ακούσει τον αριθμό του εκείνος που έχει το δύο, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει: «Και γιατί να κάνει δύο;» και το παιχνίδι συνεχίζεται μ' αυτόν τον τρόπο.
-Αν κανείς ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί ή σηκωθεί ακούγοντας τον αριθμό που έχει άλλος ή πει ανύπαρκτο αριθμό, τότε χάνει και πρέπει να δώσει ενέχυρο. Αυτό το ενέχυρο πρέπει να είναι κάτι το ατομικό του, π.χ. το μαντήλι του, το βραχιόλι του… Όλα αυτά ο αρχηγός τα βάζει κατά μέρος και τα σκεπάζει μ' ένα μαντίλι ή μ' ένα κομμάτι ύφασμα.
- Όταν τελειώσει το παιχνίδι, ο αρχηγός βάζει το χέρι του κάτω απ' το μαντίλι, τραβάει ένα-ένα τα ενέχυρα και φωνάζει:
- Κι αυτός εδώ, τι πρέπει να κάνει;
-Οι άλλοι, όλοι μαζί, φωνάζουν.
-Να λαλήσει σαν πετεινός ή να γκαρίξει σαν γάιδαρος  ή να περπατήσει με τα τέσσερα, ή ότι άλλο σοφιστούν.
-Την τιμωρία αυτή, πρέπει ο τιμωρημένος να τη δεχτεί με κέφι και να κάνει τους άλλους να γελάσουν.
-Επίσης  ο αρχηγός, αν θέλει, δεν περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι για να επιβάλλει τις τιμωρίες, αλλά μόλις κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βάζουν αμέσως να εκτελέσει την τιμωρία του.

Χαλασμένο τηλέφωνο

-Το παιχνίδι παίζεται με όσους παίχτες θέλετε. Τα παιδιά κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, κ.ο.κ.  έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο. 

-Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.









 Αμαξάκια, Στεφάνια και ρόδες

-Τα στεφάνια και οι ρόδες ήταν παιχνίδι ατομικό και ομαδικό. 


Τα περισσότερα παιδιά είχαν
από ένα  μεταλλικό στεφάνι διαφόρων μεγεθών (συνήθως από βαρέλια, καρότσια, κάρα, κλπ) ή από ρόδα καουτσούκ. Με ένα σύρμα σκληρό κατάλληλα διαμορφωμένο  για να σπρώχνει το στεφάνι ή την ρόδα ώστε να κυλάει. 


-Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνταν αυτοσχέδια τροχοφόρα και γίνονταν αγώνες για το ποιος έχει το καλύτερο και γρηγορότερο.  -Ήταν δηλαδή κάτι σαν την FORMOULA 1 και όλοι ήτανε Σουμάχερ !!! και είχανε την ψευδαίσθηση ότι είχανε αυτοκίνητο !!!


Σφεντόνα

-Ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύανε.

-Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν πουλιά, ιδίως στις διακοπές των Χριστουγέννων που τα σπουργίτια  και άλλα γέμιζαν τις αυλές, άλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. Αρκετές φορές σπάζανε και κανένα τζάμι. !!!





Τα μήλα

-Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα "τέρματα". Χαράζονται 
δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές 
undefined
γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. -Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
-Με κλήρο ορίζουν ποιος από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.

- Όταν το παιδί που πετάει την μπάλα για να χτυπήσει κάποιο από τα παιδιά  για να φύγει από το παιχνίδι ,τότε αν κάποιο παιδί πιάσει την μπάλα και την κρατήσει, κερδίζει ένα μήλο και δεν βγαίνει από το παιχνίδι ,αν πάλι κάποιο παιδί πιάνει πολλά μήλα ,μπορεί να χαρίσει σε κάποιο άλλο που έχει φύγει από το παιχνίδι και έτσι ξαναμπαίνει, ή τα κράτα για το τέλος που μένει ,για να κερδίσει. Όταν χτυπηθεί μια φορά αφαιρείτε ένα μήλο, και έτσι ξαναρχίζουν το παιχνίδι με τους ίδιους παίχτες . 
-Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας "Ένα μήλο", έπειτα ο άλλος "Δύο μήλα!" κ.λ.π.
-Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.


Τάκα-τάκα

-Το παιχνίδι αυτό το αποτελούσαν δυο μεγάλες κοκάλινες μπίλιες που κρεμότανε με λεπτό σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο διαολεμένος θόρυβος που έκανε σε συνάρτηση με τα συχνά ατυχήματα που προκαλούσε, το έκανε γρήγορα απαγορευμένο παιχνίδι.




Η μικρή Ελένη

-Τα κοριτσάκια σχηματίζουν έναν κύκλο, που κοιτάζει προς τα μέσα. Στο κέντρο κάθεται ένα κοριτσάκι, που κάνει τάχα ότι κλαίει. Τα άλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και τραγουδούν:

Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω, πλύνε τα μάτια,
κοίταξε τον ήλιο κι αποχαιρέτησε!
-Το κοριτσάκι, τότε, που κάνει την Ελένη, πλένει δήθεν τα μάτια της και κοιτάζει τον ήλιο κι ύστερα σηκώνεται ξαφνικά και πιάνει μια απ' τις άλλες, που γίνεται εκείνη Ελένη με τη σειρά της.


Δεν περνάς κυρά Μαρία

-Πιάνονται απ' το χέρι και σχηματίζουν κύκλο, ενώ ένα κορίτσι από τα μεγαλύτερα, η κυρα-Μαρία,
στέκεται στη μέση. Αρχίζουν να γυρίζουν γύρω γύρω και τραγουδούν, ενώ η κυρα-Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους.

-Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
-Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
-Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
-Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, δεν περνώ
θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, περνώ!
-Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
-Η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, δεν περνώ
η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, περνώ!
-Μόλις ακούσει τ' όνομά του το κορίτσι που ανέφερε η κυρα-Μαρία, φεύγει απ' τον κύκλο και μπαίνει στη μέση και τότε είτε γίνεται αυτό  κυρα-Μαρία και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι είτε στέκεται στο πλάι της κυρα-Μαρίας, που συνεχίζει ν' αναφέρει σε κάθε επανάληψη του τραγουδιού κι από μια φιλενάδα της, ώσπου δε μένουν πια αρκετά κορίτσια, για να σχηματίσουν κύκλο κι έτσι το παιχνίδι τελειώνει.


Πουν’ το  πουν’ το,   το δαχτυλίδι  

-Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, 

συνήθως ψεύτικο.  Έπειτα προσπαθεί ν’  αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
«Πουν' το, πουν' το, το δαχτυλίδι, ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις!»
-Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το δίνει  στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. 


Πατώ

-Είναι ένα ατομικό παιχνίδι. Τα παιδιά σχηματίζουν το παρακάτω σχήμα στο έδαφος: 

Ο παίκτης πηδά με κλειστά μάτια , με ένα ή δύο πόδια , ανάλογα με το τετράγωνο στο οποίο πρέπει να πατήσει .Τελειώνοντας κάθε προσπάθεια ρωτά: Πατώ; .Εάν η απάντηση είναι θετική ,δηλαδή αν πατά διαχωριστικές γραμμές χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι .Αν είναι αρνητική ,συνεχίζει έως ότου χάσει .Για κάθε επιτυχημένη προσπάθεια σημειώνεται υπέρ του παίχτη ένας πόντος .


Κυνηγητό

-Τα παιδιά χαράζουν πάνω στο χώμα μια γραμμή για αφετηρία και ορίζουν το τέρμα,  που είναι ένα δέντρο ή μια πέτρα στημένη στο χώμα. Ύστερα ορίζεται με λαχνό  αυτός που θα τα φυλάει.
-Μόλις δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά τρέχουν να φύγουν και αυτός που τα φυλάει, τρέχει να τα πιάσει, ενώ εκείνα με διάφορους ελιγμούς προσπαθούν να τον αποφύγουν και να φτάσουν στο τέρμα.
- Μόλις φτάσουν, πρέπει να  χτυπήσουν το τέρμα, να  φτύσουν και να φωνάξουν “έφτυσα”.
-Αν ένα παιδί χτυπηθεί στον ώμο απ’ αυτόν που τα φυλάει, πριν φτάσε στο τέρμα  ή αν ξεχάσει να φτύσει, τότε καίγεται και τα φυλάει αυτό με τη σειρά του.


Κουμπανιά

-Πρώτα ορίζεται ένα παιδί που θα κάνει τη "μάνα".  Στη συνέχεια τα παιδιά έκαναν ένα κύκλο και φώναζαν Κου-(ρ)μπα-νιά  και ανεβοκατέβαζαν τα χέρια τους. Στο τέλος το κάθε παιδί είχε τις παλάμες των χεριών του προς τα πάνω ή προς τα κάτω.  Όσων παιδιών οι παλάμες συμφωνούν με της "μάνας" , κερδίζουν και "βγαίνουν". Τα υπόλοιπα συνεχίζουν μέχρι ν' απομείνει ένα, που  θα ήταν και ο νικητής. 

Ποδαράκια

Ένας τρόπος για να χωριστούν σε δύο ομάδες τα παιδιά ήταν "τα ποδαράκια". Οι δύο αρχηγοί στέκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και αρχίζουν να περπατάνε βάζοντας τη φτέρνα του παπουτσιού στη μύτη του άαλλου, με τη σειρά (εναλλάξ). Όποιος "πατήσει" πρώτος το παπούτσι του άλλου, αυτός επιλέγει πρώτος παίκτη για την ομάδα του και φυσικά επέλεγε τον καλύτερο.  


Κουτσό

-Παίζονταν με δυο ομάδες παιδιών, που συμμετείχαν αγόρια και κορίτσια. Κάνανε με αιχμηρό αντικείμενο (πέτρα ή ξύλο) ένα κύκλο στο χώμα με διάμετρο περίπου 2 μέτρα, που ήταν και η έδρα. 
-Η ομάδα που ήταν στον κύκλο έπρεπε αφού βγει απ’ αυτόν στο ένα πόδι (κουτσό) να καταφέρει να κλωτσήσει κάποιον παίκτη από την αντίπαλη ομάδα, διαφορετικά έπρεπε να γυρίσει στον κύκλο γιατί απαγορεύονταν να κυκλοφορεί κάποιος  απ’ την ομάδα του κύκλου έξω απ’ αυτόν με τα δυο πόδια γιατί έδινε το δικαίωμα στην άλλη ομάδα να τους κλωτσήσει αυτή. 



Τυφλόμυγα  

-Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να
δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται.

-Όποιο  παιδί πιάσει  (η τυφλόμυγα) πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται. 




Λύκε λύκε είσαι εδώ;

-Ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά κάνει τον λύκο, που πάει και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο ή
ένα δέντρο. Τα άλλα παιδιά, με επικεφαλής ένα απ' τα μεγαλύτερα, που θα είναι η «μάνα», πιάνονται στη σειρά, το ένα πίσω απ' το άλλα και πλησιάζουν το κρησφύγετο του λύκου, απαγγέλλοντας ρυθμικά:

«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
τριγυρνώ και τραγουδώ:

Λύκε, λύκε είσαι δω;»


Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ' το κρεβάτι μου!
-Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ' το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ' το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας το ίδιο τραγουδάκι. Ο λύκος εξακολουθεί να ντύνεται και τους απαντάει πάντα: «Βάζω το παντελόνι μου» ή «φοράω τα παπούτσια μου» ή δίνει άλλες αστείες απαντήσεις, όπως: «Ξυρίζω τα μουστάκια μου», ανάλογα με την ηλικία του και με την ετοιμότητά του. Στο τέλος λέει: «Βάζω το καπέλο μου» ή «παίρνω το μπαστούνι μου και σας κυνηγώ» και τότε τα παιδιά σκορπίζονται φωνάζοντας:

«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»

-Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά.


Γύρω γύρω όλοι

-Τα παιδάκια σχηματίζουν έναν κύκλο και βάζουν το πιο μικρό στη μέση. Ύστερα πιάνονται από
τα χέρια και γυρίζουν τραγουδώντας:


Γύρω-γύρω όλοι
στη μέση ο Μανόλης,
χέρια, πόδια στη γραμμή
όλοι κάθονται στη γη!
-Κάθισε, Μανωλάκη !

-Με το: «όλοι κάθονται στη γη!», όλα τα παιδάκια κάθονται χάμω και τεντώνουν τα πόδια τους προς το κέντρο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο «Μανώλης».



Μπίλιες (βόλους)

-Χαράζουμε στο χώμα ένα τρίγωνο και μέσα σ’ αυτό ο κάθε παίχτης βάζει δυο - τρεις από τους
βόλους του. Σε μια απόσταση 4-5 μέτρων στήνεται μια πέτρα, ο μπάστακας. Τα παιδιά ρίχνουν τους βόλους τους προς τον μπάστακα και όποιος φτάσει πιο κοντά παίζει πρώτος.
-Ο παίχτης ρίχνει με τον αντίχειρα το βόλο του στο τριγωνάκι με σκοπό να χτυπήσει έναν από αυτούς που ήταν μέσα και να τον βγάλει έξω, οπότε και τον κερδίζει. Εάν κάποια στιγμή χάσει και ο βόλος του μείνει μέσα στο τρίγωνο, ο αμέσως επόμενος παίχτης χτυπώντας το βόλο κερδίζει όλους όσους είχε μαζέψει ο προηγούμενος ως τώρα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου