Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Kαραμανέικα:Η πατρίδα μου..Εικόνες από μία άλλη Ελλάδα..


«Εικόνες από μία άλλη Ελλάδα»





Γράφει η Ευανθία Αυγέρη-Κορρέ.





Μεγάλωσα στα Καραμανέικα, σε ένα μικρό χωριό της Ακαρνανίας, στους πρόποδες των Ακαρνανικών Βουνών, στα ριζά της κυρά-Βγένας. Εκεί στην δεκαετία του εξήντα πήρα τα πρώτα ακούσματα, τις πρώτες εικόνες, τις πρώτες νουθεσίες. Σημείο αναφοράς μου όπως και πολλών άλλων οι γονείς, και ειδικά η μάνα. Γυναίκα αγρότισσα, αγωνίστρια και στα χωράφια, και στο σπίτι, και στα παιδιά. Μια αγκαλιά ήταν όλο το χωριό , και αυτή μια αγκαλιά από μόνη της. Και φιλόξενη. Πολύ φιλόξενη. Στο σπίτι μας θα έβρισκε απάγκιο ο περαστικός, ο γυρολόγος, ο συγγενής. Και εκείνη η εποχή είχε πολλούς πλανόδιους που διέτρεχαν την ελληνική ύπαιθρο πουλώντας την πραμάτεια τους. Πραμάτεια, που στα μάτια μας φάνταζε απίστευτος πλούτος.

Μεγάλωσα με παραδείγματα σκληρής δουλειάς, σε έναν άγονο τόπο, που περίσσευε μόνο η ομορφιά της γης, και η φαντασία εμάς των παιδιών. Ιστορίες με ξωτικά, νεράιδες και φαντάσματα κάλπαζαν στα όνειρά μας. Βοηθούσε και η φύση σε αυτό. Ελκυστική και καταπράσινη απλωνόταν μπροστά μας, και άντε μετά να ζέψεις τα άτια του νου. Ο απόηχος της κοντινής πόλης και συνεπώς του πολιτισμού, έφτανε ως εκεί πάνω με κάποιες ελληνικές ταινίες από πλανόδιους κινηματογραφιστές και με τους λάτρεις του βουνού τα σαββατοκύριακα.

Το καλοκαίρι όμως το χωριό αποκτούσε ζωή. Αυτό συνέβαινε και στα γύρω κοντινά χωριά, καθώς γέμιζαν από παραθεριστές, οι οποίοι μην αντέχοντας την ζέστη ανέβαιναν στο βουνό να ξεκαλοκαιριάσουν. Ήταν και η μόνιμη παρότρυνση των γιατρών για υγεία εκείνη την εποχή. Οι χωριανοί αποκτούσαν έτσι ένα πενιχρό έσοδο, νοικιάζοντας δωμάτια και πουλώντας γάλα, ρίγανη, αυγά, και ότι άλλο έβγαζε ο τόπος. Πρόχειρα καλοκαιρινά σκιερά, τα γνωστά σε εμάς σαν «φραντζάτα» φτιάχνονταν με μαεστρία από φτέρη, στις αυλές των σπιτιών, για την κάψα του καλοκαιριού.






Όταν το καλοκαίρι έφευγε, έπαιρνε μαζί του και όλον αυτόν τον ετερόκλητο κόσμο, και η ησυχία επανερχόταν. Ο χειμώνας εκεί πάνω ήταν μοναχικός και βαρύς. Μας ξέχναγε ακόμα και ο Θεός. Ο μανιασμένος βοριάς, αλώνιζε τα απομεινάρια του καλοκαιριού και έφτιαχνε με τις ξερές πλέον φτέρες από τα σκιερά, σουρεαλιστικά σκηνικά. Το σφύριγμα του αέρα ανάμεσα στα ελάτια, έφτανε στα αυτιά μας και μας προξενούσε δέος με την απόκοσμη βουή του.

Παραμυθένια σκηνικά με παγωμένες πολιτείες ξεπρόβαλαν στα μάτια μας τα πρωινά. Τα παγωμένα μπαστούνια που κρεμόντουσαν από τα κεραμίδια, γίνονταν το παιχνίδι μας μέχρι ή αυτά να λιώσουν ή εμείς να παγώσουμε.

Η άνοιξη όμως, αν και αργούσε αρκετά, μας αποζημίωνε και με το παραπάνω. Μυρωδιές από έλατο, ρετσίνι, φτέρη, ρίγανη, θυμάρι, κέδρο, χορτάρι. Ένα μεθυστικό πάντρεμα της ανοιξιάτικης γης. Εμείς τις ζούσαμε τις εποχές και τις χαιρόμασταν. Οι έγνοιες ήταν για τους μεγάλους.

Μεγάλωσα με ήχους τους κλαρίνου στα διάφορα υπαίθρια πανηγύρια. Με γεύση ψητού κάτω από δροσερά πλατάνια, να πανηγυρίζουμε και εμείς παρακολουθώντας τους χορευτές να κάνουν σάλτα στο τσάμικο και τις νέες να ακολουθούν σεμνές και χαμηλοβλεπούσες.

Παιδιά κοιτάζαμε κατά την ανατολή και λέγαμε πως από εκεί αρχίζει ο μεγάλος κόσμος. Πως σα θα μεγαλώναμε από εκεί θα αρχίζαμε το ταξίδι της ζωής. Η μετανάστευση ήταν δεδομένη. Η Γερμανία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, τραβούσαν τους νέους σαν μαγνήτης. Η πρωτεύουσα ήταν άλλος ένα προορισμός, για τους πιο πολλούς.



Η πρωτεύουσα με τράβηξε και μένα. Για να μου σβήσει τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων και να μου δημιουργήσει άλλες μεγαλύτερες. Τα θαύματα που ονειρεύτηκα παιδί πουθενά δεν τα βρήκα. Ίσως γιατί δεν υπήρχαν. Οι μνήμες είναι ότι απέμεινε από εκείνη την εποχή. Μνήμες που με το πέρασμα του χρόνου, απαλλαγμένες από τα δύσκολα με γεμίζουν τρυφερότητα και νοσταλγία.

Όλο και πιο σπάνια γυρίζω σήμερα στο ορεινό χωριό στα πόδια της κυρά-Βγένας. Η ηρεμία και το αίσθημα πληρότητας μόνο ο γενέθλιος τόπος στα προσφέρει απλόχερα.

Εικόνες ήθελα να μεταφέρω. Εικόνες από μία άλλη Ελλάδα, που ο πολιτισμός άργησε και ίσως δεν φτάσει απόλυτα ποτέ.
Ελάτε κλείνοντας να ταξιδέψουμε με τους στίχους του Αιτωλοκαρνάνα ποιητή Κίμωνα Γαλάζη, που κατέχει ξεχωριστή θέση στην νεοελληνική λογοτεχνία.



«Ανοιξιάτικο»


Ψιλή βροχή ανοιξιάτικη το περιβόλι ραίνει.

Ο ήλιος με τα σύννεφα παίζει και τη βροχή.

Θεού χαρά το δείλι αυτό, και την ψυχή ευφραίνει,

Τόσο, που ευχαριστήρια να υψώνει προσευχή.


Καλά χελιδονάκια μου περάστε και από μένα,

Και του σπιτιού μου μια στιγμή ταράξτε την ηχώ.

Μην κελαηδάτε μοναχά σε σπίτια ευτυχισμένα,

Έτσι καλό και σίγουρο να δείτε γυρισμό.

Κορρέ Ευανθία









1 σχόλιο:

  1. Μεγάλωσες στα Καραμανέικα,σε ένα μικρό χωριό της ΑΙΤΩΛΙΑΣ στους πρόποδες του ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΥ ΟΡΟΥΣ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή