Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ ΜΑΣ (Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι)


Δημοσιεύουμε σήμερα την συνέχεια του λεξικού της Ντοπιολαλιάς μας από το βιβλίου του Ευθυμίου Πριόβολου "Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας-Τόμος Β , Γλωσσικά-Τοπωνύμια και Παρωνύμια. 
Β

Βάβα και βάβω, η (<σλαβ. λ. baba): Γιαγιά. «Τα παραμύθια π’ μούλιγι η βάβου μ’, τα θ’μάμι ακόμα».

Βαζούρα, η (<ρ. βάζω): Βοή, θόρυβος. «Έχου νια βαζούρα στ' αυτιά μ’, δε λέου να ησυχάσου».

Βάντα, η (άγνωστη ετυμ.): Κλαδί. «Φέρι δυο βάντις κλάρις για του φούρνου».

Βαντάκι, το (< βάντα = δέσμη): Αρμαθιές φύλλων καπνού σε δέσμη. «Πόσα βαντάκια καπνό έκαμις;».

Βαλέζα, η (ξέν. λ.): Πολύ δουλειά. «Σήμερα έχουμι βαλέζα, έλα αύριου».

Βάλι, το (<υποκ. του βουβάλι <βούβαλος): Είδος μεγάλου βοδιού. «Παλιότιρα, έβουσκανι πουλλά βάλια μέσ’ του Βάλτου».

Βάνω: Βάζω. «Σι βάνου - σι βάνου, πού μι βάν'ς;»

Βάξμου, το: Βάξιμο, κρότος. «Ακούσκι ένα βάξμου δυνατό κι ύστερα τίπουτι».

Βαούρα, η: Βοή. «Τι βαούρα είν’ αυτήν' π’ ακούιτι;»

Βαρδαλωνίζω (<βάρδα + αλώνι): Μαλώνω έντονα κάποιον. «Ήρθι κι μας βαρδα- λών'σι».

Βαρκό, το (< βαρυκό): Τόπος χαμηλός και βαλτώδης, βαρύς από υγρασία. «Είν’ βαρκό ικεί, δε κάν' για μπουστάν'». Μτφ.: «Κ'μάσι στου βαρκό = δεν ξέρεις τι σου γίνεται, έχεις άγνοια».

Βαρυκεφαλιάζω: Έχω βαρύ κεφάλι, ζαλίζομαι. «Απ’ του προυί είμι βαρυκεφαλια- σμένος».

Βάσανο, το: Δοκιμασία, αρρώστια (=επιληψία). «Τουν έπιασι του βάσανου του κακομοίρ’».

Βαστάω: α) Κρατάω, αντέχω, β) Νηστεύω. «Βαστάς ακόμα να περπατήσουμι ως του χουριό;». «Θα βαστάξου για να κοινωνήσου».



Βατσίνα, η (<λστιν. vaccinus - ιταλ. vaccino): Εμβόλιο ευλογιάς. «Του μπήγα στου γιατρό να κάμ’ τ’ βατσίνα».

Βγάνω: Βγάζω. «Βγάνου τα ρούχα μ’ κι κάνου μπάνιου».

Βελανίδα, η: Η βουβώνα. «Μι πουνάει ιδώ στ’ βιλανίδα».

Βία, η: Βιασύνη. «Τι βία είνι αυτήν' πιδί μ’, γιατί κάν'ς έτσ’;»

Βιζγάντι, το [(αντί βιζιγάντι και βιζικάντι) (<λ. ιταλ. vescicante - εκδόριο)]: Φουσκάλα, πρήξιμο του δέρματος. «Κάηκα στου χέρ’ κι σήμιρα σήκουσι βιζγάντ’».

Βιό, το (<βίος και βιός , «πλούτος»): Πολλά πράγματα, περιουσία. «Ένα βιό πρά­ματα έχου σ’ αυτό του δουμάτιου, πρέπει να τ’ αδειάσου».

Βιτούλι, το (<από το γράμμα και αριθμητικό Β): Το μέχρι δύο χρονών αρνί. «Άμα δεν είνι απού βιτούλ' του κρέας μη του πάρ’ς».

Βίτσα, η (<λατιν. λ. vitis): Βέργα λεπτή. «Στου σχουλείου ου δάσκαλους είχι νια βίτσα κι μας βάραει».

Βολύμι, το: Μολύβι. «Αυτό του φαΐ μού ’κατσι μουλύβ’ στου στουμάχ'».

Βομπίρικο, το (<βόμπιρας = βρυκόλακας): Μικρό κακόσωμο παιδί, μτφ. διάβο­λος, πειραχτήρι. «Μαρέ βουμπίρκου, φεύγα απού ’κει».

Βόμπρας, ο: Βόμπιρας, βρυκόλακας (για παιδιά). «Μουρέ βόμπρα, γιατί του πείραξις αυτό;»

Βούγκα (επίρ. <ρ. βογκώ «βουίζω»): Πολύ γρήγορα, με ταχύτητα. «Πέρασι βού- γκα απού μπροστά μας μι τ’ αμάξι τ’».

Βουλά, η: Φορά. «Νια βουλά κι ένα γκιρό...».

Βούλωμα, το: Πώμα, καπάκι. «Πού είνι του βούλουμα απ’ τ’ μπουκάλα;»

Βουρλίζω-ομαι: Εξάπτομαι, νευριάζω πολύ. «Φεύγα απού ’δω γιατί διαουλουβουρλίστ’κα».

Βραϊά, η: Αυλάκια στο φυτάνι. «Πόσις βραϊές φυντάν' έβαλις;»

Βυζανιάρικο, το: Μικρό θηλάζον παιδί, ή ζώο. «Αυτό είνι βυζανιάρ’κου ακόμα».

Γ

Γαβάθα, η (μσν. τ., <λατιν. gabatha, αρχ. γαβαθόν): Μεγάλο και βαθύ πιάτο, παλαιότερα τσίγκινο ή πήλινο. «Έφαγι νια γαβάθα ριβύθια». '

Γαϊδραβίσα, η (<γαρδαβίτσα ή καρναβίτσα): Δερματική πάθηση των χεριών. «Λένι οτ’ άμα μιτράς τ’ αστέρια τ’ νύχτα, θα βγάλ'ς γαϊδραβίτσις».

Γαλάρα, η: Προβατίνα με πολύ γάλα. «Έχου νια γαλάρα προυβατίνα».

Γαλάρια, τα: Πρόβατα που έχουν γάλα. «Πάου τα γαλάρια μ’ για βουσκή».

Γαληνιάζω: Γίνομαι γαλήνιος, ηρεμώ. «Έκατσα κι γαλήνιασα λίγου».

Γάνα, η (ρ. γανώνω):Μουτζούρα. «Μη του φουράς αυτό του παντιλόνι, είνι γιουμάτου γάνις».

Γανιάζω (<ρ. γανάω): Κηλιδώνω-ομαι, μουτζουρώνομαι. «Γάνιασι αυτό του π’κάμ’σου, πέτα του».

Γάργιασμα, το (<ρ. γαργιάζω): Η ρύπανση των ρούχων από το κακό πλύσιμο. «Πάει, γάργιασι αυτό του ρούχου, δεν είνι για φόριμα».

Γαρδαμώνω (<ρ. καρδαμώνω): Δυναμώνω. «Φαί λίγου να γαρδαμώσεις».

Γαρδέλι, το (<ιταλ. gardello <λατ. carduelis): Καρδερίνα. «Έχου ένα γαρδέλ' στου σπίτ’, μη συζητάς τι λάλου κάν'!»

Γατοξέρασμα, το: Εμετός, ξέρασμα της γάτας, εδώ μτφ. άσχημα. «Δε τουνι βλέπ’ς, σα γατουξέρασμα είνι».

Γατσόμαλο, το (<μαλλί + γατσούλι, γατί): Άγριο, αχτένιστο μαλλί, σαν της γάτας όταν σηκώνεται όρθιο. «Τι γατσόμαλα είνι αυτά, τράβα κόψτα λίγου».

Γατσουλάκι, το: Γατάκι. «Έκανι η γάτα πέντι γατσ’λάκια πανέμουρφα».

Γατσούλι, το: Γατί. «Κάτασπρου είνι αυτό του γατσούλ'».

Γκιούζω: Αγγίζω. «Μη με γκιούξεις, γιατί πουνάου».

Γκιούξιμο, το: Άγγιγμα. «Δε θέλ' ντιπ γκιούξ’μου τώρα».

Γκαστρολογήματα, τα (ρ. γκαστρώνω): Η εγκυμοσύνη τον πρώτο καιρό. «Τι έγιν έχουμι γκαοτρουλουήματα;»

Γδαίνω-ομαι (παραφρ. του γδύνω-ομαι): Γδύνω, γδύνομαι. «Γδαίνουμαι ιγώ γδαίνου κι του πιδί κι μπαίνουμι στ’ θάλασσα».

Γεναριάτικα (επίρ.): Το Γενάρη, τον Ιανουάριο. «Η αμυγδαλιά ανθίζ’ γιναριάτ’κα».

Γεννητσάρικο, το: Αυτό που γεννήθηκε πρόσφατα (άνθρωπος ή ζώο). «Δε το βλέπ’ς, είνι γιν'τσάρ’κου».

Γερεύω: Γίνομαι γερός, υγιής, θεραπεύομαι. «Άμα γυρέψεις, θα πάμι μαζί στου χουριό».

Γηροκομάω: Περιποιούμαι κάποιον άρρωστο (όχι υποχρεωτικά γέρο).«Τουν. γηρουκόμ'σα όταν ήτανι άρρουστους».

Για (<λ. τουρκ. ya): α) Νά, ιδού και διαζευκτ. ή, β) με απλή εκφορά, γ) εισάγει πλάγια ερώτηση. Π.χ. α) «Γιά, είπαμι να ’ρθει κι δεν ήρθι», β) «έλα να πάμι· για δε θέλ’τς;», γ) «δε ξέρου, ζει για πέθανι;».

Γιάγια, η: Αντί γιαγιά. «Η γιάγια μ’ δεν είνι κι τόσου καλά τελευταία».

Γιατάκι, το (<λ. τουρκ. yatak): Κρεββάτι, κατάλυμα? «Έστρουσα του γιατάκι μ’ κι έπισα για ύπνου». «Πάου στου γιατάκι μ’ για ύπνου».

Γιάτος-η-ο. Αντί νάτος. «Γιάτους, αυτός ήτανι».

Γιατρικό, το: Φάρμακο. «Μόλις πάει η ώρα πέντι, να δώσεις του γιατρικό τ’ πιδιού».

Γινάτι, το (<λ. τουρκ. inat): Πείσμα, αντιπάθεια, εχθρική διάθεση. «Τουν έχου μεγάλου γ'νάτ’, δε θα μ’ γλυτώσ’».

Γινατώνω: Θυμώνω, διατίθεμαι εχθρικά και με πείσμα απέναντι σε κάποιον. «Μ αυτά πούκανι τουνι γ'νάτουσι τουν άνθρουπου».

Γκαβάδι, το (<γκαβός): Περιφρονητική λέξη για κάποιον που δεν βλέπει καλά- «Αυτό του γκαβάδ’ δε βλέπ’ ουτι τ’ μύτη τ’».

Γκαβίζω: Είμαι γκαβός, δε βλέπω καλά. «Σα να γκαβίζ’ μ’ φαίνιτι αυτό του πιδί».

Γκαβομάρα, η: Τυφλότητα, μυωπική όραση. «Καλά, γκαβομάρα έ’εις, δε του βλέπ’ς πούνι μπρουστά σ’;»

Γκαβός, η-ο (< ρουμ. λ. gavu <λστιν. cavus): Αυτός που δεν βλέπει καλά. «Είνι γκαβός ου άνθρουπους, δετού βλέπ’ς;»

Γκαϊδίζω: Αλληθωρίζω. «Δε γκαταλαβαίν'τς αν σι κ'τάει, γιατί γκαϊδίζ’».

Γκαϊδός, η-ο (<ρουμ. gavu <λατιν. cavus): Αλλήθωρος. «Είν’ γκάίδός απ’ του ένα του μάτ’».

Γκαινιάζομαι (< εν-καινιάζομαι): Αποκτώ ένα δυσάρεστο βάρος (άνθρωπο η πράγμα). «Πού τουνι γκινιάστ’κις αυτόνι του διάουλου;»


Γκανιάζω (ρ. γανιάζω): Στεγνώνει το λαρύγγι μου για νερό απ’ τις φωνές ή από τη δίψα, βραχνιάζω. «Γκάνιαξα για νιρό», «Γκάνιαξι απ’ του κλάμα του πιδί».

Γκαρίλα, η (ρ. γκαρίζω): Δυνατή και χοντρή φωνή. «Έβαλι τ’ς γκαρίλις κι δε λέει να σταματήσ’».

Γκιγούμι, το (<λ. τουρκ. gugum): Μεγάλο δοχείο, τενεκές. «Του νιρό του κ’βάλα- γανι στα γκιγούμια τότι».

Γκιόσα, η (<σερβ. koza):Kατσίκα  μεγάλης ηλικίας που έπαψε να γεννάει. Μτφ.: Παρηκμασμένη γυναίκα. «Τι κρέας είνι αυτό Κώστα, γκιόσα;». «Ικείν' η γκιόσα είνι η γ'ναίκα τ’;»

Γκιουλέκας, ο: Ψευτοπαληκαράς. Η φράση προήλθε από τον Αλβανό αρχιληστή Γκιουλέκα, ο οποίος ήταν αρχηγός των μπέηδων της Αρβανιτιάς, όταν στασίασαν το 1847 κατά της Πύλης, επειδή η τελευταία κατά το 1844 κατήργησε προνόμια των Αλβανών. Ο Γκιουλέκας (<Γκιών Λέκκα «Ιωάννης Λέκκας) καταγόταν από το Κούτσι της Χειμάρας. «Τι μας κάν'τς τώρα ισύ, του Γκιουλέκα;»

Γκλάβα, η (<λ. σλαβ. glava): (κοροϊδευτικά) το κεφάλι, το μυαλό. «Δε σ’ κόβ’ η γκλάβα σ’ ντίπ;»

Γκλιτσνάρι, το: Μικρή γκλίτσα (αγκλίτσα). Μτφ.: Πολύ αδύνατα πόδια. «Μάζιψι τα γκλιτσνάρια σ’».

Γκώνω (ρ. ογκώνω): Φουσκώνω από το φαγητό. «Έγκουσα απ’ το πουλύ φαΐ, δε μπουρού να φάου άλλου».

Γλήγορα: Αντί γρήγορα. «'Ελα γλήγουρα ιδώ».

Γλίνα, η (<γλίνη): Γλιστερή λάσπη, αργιλότοπος. «Ούλου γλίνα είνι ου τόπους ικεί, δε κάν' για τίπουτι».

Γλυκάδι, το, τα (< γλυκύς). Αδένες του σφαχτού, κυρίως του λαιμού, του κεφαλι­ού και του παγκρέατος. «Μη τα φας τα γλυκάδια, θα τα φάου ιγώ».

Γλυτωμός, ο (ρ. γλυτώνω <εκλυτώνω): Απαλλαγή από κίνδυνο, σωτηρία. «Δεν έχ' γλυτουμό απ’ αυτήν' τ’ν αρρώστεια».

Γνέμα, το (ρ. γνέθω): Νήμα, κλωστή για πλέξιμο. «Χρειάζουμι δυό κ’βάρια γνέμα για να του πλέξου αυτό».

Γόμπιο, το (<αρχ. ομπιον): Πύον. «Γιόμ’σανι οι πληγές τ’ γόμπιου».

Γονής: Αντί γονιός. «Έχ' καλό γουνή, μη συζητάς!»

Γούβα, η (<αρχ. γύβη <κύβη «κεφάλι» ή <αλβαν, λ. guve): Κοίλωμα βράχου. «Εί­δα κάτ’ Αλβανούς να κ'μώντι στ’ς γούβις, κάτ’ στ’ Τσούγκαρ’».

Γούπατο, το (<γούβα + πάτος): Περιοχή χαμηλότερη από τις άλλες γύρω περιο­χές, κοίλωμα γης. «Είνι γούπατους αυτό του χουράφ, κρατάει νιρό».

Γούρνα, η (<αρχ. γρώνη): Φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα, λάκκος. «Πρόσιξι, γιατί είνι νια γούρνα ικεί στ’ν άκρ’, μη πέσεις μέσα».

Γουρνάρης, ο: Γουρουνίσιος, μτφ. βρώμικος, χοντράνθρωπος. «Τι ξέρ’ς ισύ απ’ αυτά μουρέ γουρνάρ’;»

Γουρνίσος, ο: Αυτός που προέρχεται από το γουρούνι. «Κόψιμ’ δυό κιλά κρέας γουρνίσου».


Γουρνοκοπή, η: Κατά το, προκοπή. Μτφ.: Υπανάπτυξη, βρωμιά, έλλειψη τρόπων, πολιτισμού. «Ουρέ είμαστι γουρνουκουπή, τι περιμέν'τς...».

Γουρνομυτιάζω (<γουρουνομύτης ή αυτός που έχει μύτη όμοια με γουρουνιού). Μτφ.: Σκύβω πολύ με υπομονή πάνω σε κάτι, όπως το γουρούνι ψάχνει με τη μύτη του. «Γουρνουμύτιασι αυτό του πιδί απ’ του διάβασμα».

Γραδώνω-ομαι (< ρ. γραδάρω = ανοίγω αυλάκια στο κάτω μέρος βαρελιού για να στερεωθεί ο πάτος): Πιάνομαι από κάπου, στεριώνομαι. «Σα γραδώσεις στου Δημόσιο, μη μιλάς καθόλ’».

Γρέκι, το (< λ. egrek = χαντάκι): Προσηλιακός καθαρισμένος τόπος μέσα σε λόγγο, για τα πρόβατα. «Παλιά, ήτανι πουλλά γρέκια στου λόγγου».

Γρέντζελα, τα (< επιθ. γρέντζος-α-ο = σκληρός, τραχύς): Μτφ. τα αγριοστάφυλα.

Γρουμπούλι, το (<σγρόμος <λατ. grobulus, κουτσοβλ. scrobus). Εξόγκωμα cnro δέρμα. «Έχου ένα γρουμπούλ' στ’ πλάτ’ κι μι πουνάει...».

Γύκος, ο (<τουρκ. λ. yuk): Γιούκος (σωρός από διπλωμένες κουβέρτες και υφα­ντά). «Έχ' στου γύκου τα προικιά τ’ς».

Γυναιτίκι, το: Γυναικωνίτης του ναού. «Πήγαμι στου γυνιτίκ' γιατί δε χώραει η εκκλησία κάτ’».

Γυρεύω: Ζητάω. «Σι γύρευα ούλ' τ’ μέρα σήμιρα κι δε σί ’βρισκα».

Δ

Δέμπουρει (μόνο γ’ ενικ. πρόσ.): Δεν μπορεί, είναι άρρωστος. «Τι κάν' ου Γιώρ- γους; - Δέμπουρ’».

Δένδρος, ο: Το δέντρο δρυς, η βελανιδιά. «Τι μεγάλους δέντρους είνι αυτός!». 


Διακονιά, η (< αρχ. διακονία): Ζητιανιά, επαιτεία. «Βγήκι στ’ διακονιά η γύφτ’σα προύί-προυί».

Διακονιάρης-άρα: Ζητιάνος, επαίτης. «Παλιά, έρχουντανι πουλλοί διακουνιαρέοι στου χωριό μας».

Διασίδι, το (<ρ. διάζομαι = ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό): Το νήμα του αργαλειού. «Τέντουσι του διασίδ’ να ξικ'νίσουμι».

Διάτα, η (ρ. διατάζω): Διαταγή, επιθυμία, διαθήκη. «Άφ’σι διάτα να μη μπει ξένους μέσα».

Διάτανος, ο (<από συμφυρμό των λ. «διάβολος» και «σατανάς»): Διάβολος. «Μα τι στου διάτανου, θαρθείς κανιά φουρά;».

Διαούρτη, η: Γιαούρτι. «Κάθι βράδ’ να τρως μουναχά νιά διαούρτ’».

Διάφορο, το (<ρ. διαφορεύω = κερδίζω, ωφελούμαι): Κέρδος, ωφέλεια. «Κι τι διάφουρου θάχου ιγώ απ’ αυτήν' τη δ’λειά;»

Δικριάνι, το (<μσν. δικράνιον <αρχ. δίκρανον <ρ. δικρανίζω = σχίζω το άκρο μιας ράβδου στα δύο): Διχαλωτό ξύλινο εργαλείο για το μάζεμα του άχυρου. «Πάρι κι του δικριάν' μαζί σ’, γιατί έχουμι να μαζέψουμι τ’ άχυρου».

Δίνω: Μτφ. παντρεύω. «Τ’ν έδουσις τ’ τσούπα; - Οχ' ακόμα».

Δ’λιά τση δ’λιάς (επίρ.). Η δουλειά της δουλειάς. Δήθεν, τάχα, σαν πρόφαση. «Είπι πως πάει στ’ Αγρίνιου να ψουνίσ’. Δ’λιά τση δ’λιάς για να ιδεί τουν αγαπητκό».

Διπλάρικα, τα: Δίδυμα παιδιά ή ζώα. «Γένν'τσι κι έκανι διπλάρ’κα».

Δοκιέμαι (<ρ. δοκεύω = σκέπτομαι, συλλογίζομαι): Σκέφτομαι, έχω έγνοια. «Σας δουκιόμαστι παιδιά μ’ ικεί σ’ν Αθήνα που ’στι».

Δοσίματα τα (<ρ. δίνω = μτφ, παντρεύω): Αρραβωνιάσματα. «Αύριου έχουμι δουσίματα».

Δραγάτα, η (<ρ. δραγατεύω = είμαι ακροφύλακας κυρίως αμπελιών, ή <σλαβ. draga). Το πρόχειρο καλύβι του δραγάτη, ή το φρατζάτο του. «Στ’ αμπέλ’ μας είχι παλιά ου μπάρμπα Μήτρους τ’ δραγάτα τ’». Από τη λ. και το τοπωνύμιο «Δραγα- τσούρα».

Δράγκα, η [<παραφθ. της λ. δράγματος (=μικρή ποσότητα, «φούχτα», δραξιά) <ρ. δράττομαι]: Μικρή, ελάχιστη ποσότητα που αναφέρεται, κυρίως, στα υγρά. «Βάλι μ’ νια δράγκα νιρό να ξιδιψάσου».

Δραπέτσι, το (<παραφθ. της λ. δραπέτι <απότη φρ. «δραπέτης οίνος» = το κρασί από το οποίο δραπέτευσε, έφυγε, η κανονική σύσταση, που αλλοιώθηκε και ξύνισε): Πολύ ξυνό. «Μη του βάλ'τς ντίπ στου στόμα σ’, έγινι δραπέτσ’».

Δρασκελιά ή Αδρασκελιά και Δρασκελισιά ή Αδρασκελισιά, η,(<ρ. δρασκελίζω και δρασκελώ = διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά, δρασκελιά < δια + σκελιά): α) Το δρασκέλισμα, το άνοιγμα των σκελών, β) η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών. «Έδουσα νια αδρασκελιά κι πέρασα απού πέρα». «Απ’ του σπίτ’ ως του δρόμου δεν είνι πάν’ απου ουχτώ δρασκιλιές».

Δριμόνι, το (<παραφθ. της λ. δρεμόνι, ρ. δρεμονίζω = κοκκινίζω): Κόσκινα με μεγάλες τρύπες για το καθάρισμα παλαιά των δημητριακών, αρίλαος. «Θ’μάσι π’ κουσκίν'τζαμι τα φασούλια μι του δριμόν'».

Δρωτσίλα και Δρωτσούλα, η (<ιδρωτίλα, με μαλάκωμα του -τ-, πριν από το -ι-> δρωτσίλα >υποκορ.: δρωτσούλα): Σταγόνες δροσιάς («δροσάς» στηντ. διαλ.) στα φυτά και στα πράγματα, σαν ιδρώτας. «Πέρασα απ’ του μπουστάν' του προυί, είχι δρουτσίλα».

Ε

Έγκωμος-η (<ευ + όγκος, ρ. ογκώνω): Φουσκωμένος, παχύς. «Είνι έγκουμους ου άνθρωπους, δε μπορεί να κουν’θεί».

Εδώθε (<εδώ + αρχ. κατάλ. -θεν): Προς τα εδώ, πιο εδώ. «Ιλάτι ’δώθι να σας ’δούμι».

Εκείθε (<εκεί + αρχ. κατ. -θεν): Προς τα εκεί, πιο εκεί. «Τραβάτι ’κείθε λίγου για να χουρέσουμι ούλ'».

Εκει-γιά: Εκεί δα. «Κοίτα ικει-ϊά στου καφενείου μην είνι ου Γιάννης».

Εκειός-ο: Εκείνος. «Πού είνι ικειό του πιδί;» Και όταν δείχνουμε: Εκειό-ικεί: Εκεί­νο εκεί. «Ικειό-ικεί του πιδί τίνους είνι;»

Έντεσε [συνήθως στον αόρ., <ρ. ντένω (=τυχαίνω) <ρ. εκτυγχάνω]: Έτυχε. «Έντισι κι ’δα του Κώστα χτες».

Εξεπιτούτου [(<εκ —► ξ) + επί + τούτου]: Εξεπίτηδες, επίτηδες. «Τόκανι ιξιπιτούτου για να μ’ π’ράξ’».

Ερημιά (και αλαλιά): Χαρακτηριστική παροιμιώδης φράση, που λέγεται σε δυσά­ρεστες καταστάσεις. «Ιρμιά κ' αλαλιά».

Έσβος, ο: Ασβός. «Είνι ένας έσβους στου μποστάν' κι τρώει τα καρπούζια».

Ζ

Ζαβά (επίρ. μσν.): Στραβά, λοξά, άστοχα. «Είνι ζαβά τα πράματα φέτους».

Ζαβός, η, ο (<μτγ αρχ. ελλ. τ. σάβος ή σαβός): Για πράγματα: στραβός, λοξός. «Είνι ζαβό αυτό του ξύλου, δε κάν’». Για πρόσωπα: Δύστροπος, ιδιότροπος, κακός. «Ξέρ’ς τι ζαβός άνθρουπους είνι, μη τ’ μιλάς καθόλ’».

Ζαβώνω: Στραβώνω κάτι, γίνομαι κακός. «Του ξύλου ζάβουσι απ’ τ’ν υγρασία».

Ζαγάρι, το (<μσν. ζαγάριον και ζαγάριν <αραβ. λ. sakar): Κυνηγάρικο σκυλί, μτφ. μικρό και πονηρό παιδί ή άνθρωπος που χώνει τη μύτη του παντού. (Επί ανθρώπων λέγεται και παλιοζάγαρο, βλ. λ.). «Ήρθανι κάτ’ ζαγάρια να παίξ’ν στ’ν αυλή κι τα ’διωξα».

Ζαλίγκα, η (υποκορ. του ζαλιά <ρ. ζαλώνομαι = φορτώνομαι): Μεταφορά βάρους στην πλάτη, συνήθως δεματιού ξύλων που κρατιέται με σχοινιά από τις μασχάλες. Ως επίρ., πάνω στους ώμους, καβάλα. «Πάρτ’ τα ξύλα ζαλίγκα και τράβα τα στου σπίτ’». «Τουνι πήρι ζαλίγκα ως του σπίτ’».

Ζαμάνι, το (<τουρκ. λ. zaman): Πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα. «Χρόνια και ζαμάνια έχουμι να σι δούμι».

Ζαμπάκια (επίρ. <ζαμπάκι <τουρκ. λ. zambak = το φυτό νάρκισσος και το άνθος του): Μτφ.: Πολύ ωραία, όμορφα. «Πέρασις καλά; - Μη συζητάς, ζαμπάκια!»

Ζάντζα, η (<ίσως από το ζαντάς-η-ο = ιδιότροπος, τρελός)): Ιδιοτροπία, γκρίνια, τρελαμάρα. «Τι ζάντζα είνι αυτήν' π’ σι κόλλ'τσι!»

Ζαντζάρης-α-ικο: Ιδιότροπος, πεισματάρης. «Πουλύ ζαντζάρ’κου είνι αυτό του πιδί».

Ζαντζεύω (<ίσως από το ρ. ζανταλώνομαι = καταλαμβάνομαι από ζάλη, ζαλίζο­μαι, με πιάνει σκοτοδίνη). «Πώς ζάντζιψις έτσ’;»

Ζαπ(ι) και ζάφτ(ι) (<τουρκ. λ. zap): Κατανίκηση, υπερίσχυση. «Τουν έκαμι ζάπ».

Ζαρκολαίμικο, το (αντί σαρκολαίμικο). Αναφέρεται σε πουλιά, κυρίως κατοικίδια, που έχουν το λαιμό τους γυμνό, χωρίς πούπουλα, φαίνεται δηλ. η σάρκα του λαιμού τους. «Αυτόνι του κόκουρα του ζαρκολαίμ’κου θα τουνι σφάξουμι μιθαύριο».

Ζεβζέκης και ζευζέκης, ο (<τουρκ. λ. zevzek): Ιδιότροπος, αυτός που έχει στρε­βλό χαρακτήρα, ανόητος. «Είσι ένας ζιβζέϊτς!»

Ζερβά (επίρ.): Αριστερά. «Ικείθι τράβα, ζιρβά».

Ζερβός-η-ο (< ζαρβός, <ζαβρός <ζαβός): Αριστερός και μτφ., τόπος ανήλιαγος και υγρός. «Μη κάθιστι ικεί στου ζιρβό πιδιά, θα κρυώσ’τι».

Ζέστα, η (μσν. τύπος): Αντι ζέστη. «Τι ζέστα είνι αυτήν' σήμερα!»

Ζευγάρι, το: Ζευγάρι από άλογα για το όργωμα του χωραφιού. Η λ. εχρησιμοποιείτο στη φράση «κάνω ζευγάρι» που σήμαινε, οργώνω το χωράφι, καλλιεργώ. «Κάπουτι έκαναμι χουράφ’μι του ζιυγάρ’».

Ζεύω (μσν. τ.) και ζέβω (<ρ. ζεύγνυμι, αόρ. έζευξα και έζεψα). Βάζω κάτω από το ζυγό. «Ζέψι τ’ άλογα ν’ αρχίσουμι». Σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως στη φράση «ζεύω στη δουλειά», δηλ. εξαναγκάζω κάποιον να εργασθεί.

Ζέχνα, η (<ρ. ζέχνω): Άσχημη μυρωδιά, δυσοσμία. «Τι ζέχνα είνι αυτήν' πόρχιτι απού ’κει;»

Ζέχνω (<ρ. ζένω <ρ. οζένω <ρ .όζω): Βρωμώ, μυρίζω άσχημα. «Τράβα να πλυθείς γιατί ζεχν'ς ουλόκληρους».

Ζηλεμένος-η-ο: Καλοτυχισμένος. «Τι ζηλημένους άνθρουπους αυτός ου Κώστας!»

Ζιλές, ο, το (<γαλλ. λ. gilet, τουρκ. yelek): Ανδρικό γιλέκο. «Φόρα του ζιλέ σ’ γιατί κάν' κρύου».

Ζλάπ(ι), το (<μσν. λ. ζουλάπι(ν) <ρουμαν. λ. zulape = ζώο, μάλιστα λύκος): Μικρό ζώο, μτφ. πονηρός. «Ξέρ’ς τι ζλάπ είνι αυτός, παμπόνηρους».

Ζουγκλάω (<ρ. ζουλάω-ζουλώ <μσν. ζουλίζω <διϋλίζω): Συμπιέζω, λυγίζω. «Ζούγκλιασι αυτό του σίδιρο, δε κάν’ για τ’ δ’λειά μας».

Ζουμπάω (<ρ. ζουπίζω <διοπίζω = βγάζω τον οπόν, δηλ. το ζουμί). «Μη μι ζ'μπάς άλλου!»

Ζούμπερο, το (<σλαβ. λ. zonbru): Έντομο, ζωύφιο. «Γιόμ’σι ζούμπιρα ου κήπους, θέλ' ρέντ’τσμα».

Ζόχιια (<μσν. ζόχος <αρχ. σόγχος): Λαχανώδες φυτό. «Πήγα για λάχανα και μάζιψα κάτ’ ζόχια, δεν ήβρηκα τίπουτι άλλου».

Η

Ηηη: Επιφώνημα θαυμασμού. «Ηηη, πόσου ψ’λά πήγι!»

Ημεράδα, η: Ημερότητα, ήρεμα χαρακτηριστικά του προσώπου. «Τι ημεράδα είνι αυτήν' πόχι στου προύσουπό τ’!»

Ηπρουχτές (επίρ.): Προχθές. «Ηπρουχτές πήγα κι τουν είδα».

Ηπρουψές και προυψές (επίρ.): Προχθές βράδυ. «Ηπρουψές τάπαμι στου καφε­νείου».

Ήρα, η (αντί αίρα): Ζιζάνιο του σιταριού. «Να καθαρίσ’ η ήρα απ’ του στάρ’». 


Ηψές (επίρ.): Ψες, χτες βράδυ. «Ηψές του βράδ’ πήγα σπίτι τ’».

Θ

Θαμπά (επίρ. <θαμπός, ρ. θαμπίζω): Μτφ. Πολύ πρωί. «Θα σ’κουθούμι θαμπά κι θα πάμι στου καπνό».

Θέατρο, το: Μτφ. γελοιοποίηση, ρεζίλι. «Γίν'καμι θέατρου».

Θειακούλα, η (< υποκορ. του θεία): Καλή θεία, αγαπητή. «Τι κάν'ς θειακούλα μ’;»

Θέλημα, το: Παραγγελία. «Κουστάκ', έλα ’δω να σι στείλω για θέλ'μα».

Θεριακός-ιά: Μεγαλόσωμος σαν θηρίο. «Τι θιριακιά γ'ναίκα είνι αυτήν'!»

Θερίζει: Κάνει πολύ κρύο. «Θιρίζ' σήμερα, μη κάθιστι όξου».

Θέρισμα, το. Μτφ: Μεγάλη ευκοιλιότητα. «Τουν έπιασι θέρ’σμα». Συνήθως χρησι­μοποιούνται οι ρηματικοί τύποι, «με θέρισε» ή «θα σε θερίσει». «Μη πιείς νηστ’κός μπύρα, θα σι θιρίσ’».

Θερμαίνομαι: Με πιάνει πυρετός με ρίγος. «Ακούς θερμαίνουμι, δε θα νάμι καλά».

Θηλύκι, το (αντί θηλιά). Εδώ: κουμπότρυπα. «Πόσα θ’λήκια έχ' αυτό του ρούχου;»

Θηλυκώνω (θηλύκι): Κουμπώνω. «Θλύκουσιτου σακκάκι σ’ κι πάμι».

Θηρίος-α-ο: Μεγαλόσωμος σαν θηρίο. «Τι θηρίους άντρας είν’ αυτός!»

Θρονιάζομαι: Κάθομαι άνετα. «Σήκου μουναχά να φύφγουμι, τι θρουνιάστ’κις ικεί;»

Θρουμπούκι, το [(υποκορ. <θρούμπα <δρούππα <δρύππα <δρυπιτής (ελαία): Καρπός που ωρίμασε στο δέντρο. Δρούππα>θρούμπα, από το συσχετισμό με το αρωματικό φυτό θρούμπη, με το οποίο τις αρωματίζουν)]: Καλοταϊσμένος^ αφρά- τος. «Έκατσι δέκα μέρες στου χουριό κι έγινι θρουμπούκ'».

I

Ιξόν (επίρ.): Αντί εξόν: Εκτός και αν. «Θάρθου σίγουρα, ιξόν κι μ’ συμβεί τίπουτα στου δρόμου».

Ίσκιωμα, το: Μέρος με ίσκιο, σκιερός τόπος. «'Εχ' ένα ίσκιωμα ικει-ϊά παρακάτ’, πάμι να ξαππουστάσουμι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου