Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΤΟ ΨΕΜΑ ΕΧΕΙ ΚΟΝΤΑ ΠΟΔΑΡΙΑ..Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥΡΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΤΖΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΑΠΗ ΠΕΛΑΤΗ..






















Της Βασιλικής Σδράκα

Θα σας γράψω για την ιστορία ενός ταξιτζή και την …εμπλοκή του με έναν ασίσταντ μάνατζερ (βοηθός διαχειριστή). Πρόκειται για τον Γιάγκουρα και τον Λουΐζο. Φαντάζομαι καταλάβατε, ποιος είναι ποιος.

Είναι επτά το πρωί και ο Γιάγκουρας, βρίσκεται στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, οδηγώντας το ταξί, κρατώντας μια φραπεδάρα που μόλις αγόρασε, ενώ είναι και πολύ ορεξάτος σήμερα. Στο ραδιόφωνο παίζει Καζαντζίδης. Οδηγεί, σιγοτραγουδά και κάποια μέτρα παρακάτω βλέπει έναν καλογυαλισμένο, σκαρπινάτο με μπλε κοστούμι και κίτρινη γραβάτα να του κάνει σήμα για τον επιβιβάσει στο ταξί. «Που πάει μέσα στο χάραμα, η κιλότα», σκέφτεται και σταματά μπροστά στην κιλότα… εεε στον σκαρπινάτο για να τον πάρει.

«Σπάτα, πάτε;», του λέει… «Άμα πλερώνει το παλικάρι πάω και ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ», αποκρίνεται ο Γιάγκουρας και τραβά μια τζούρα από τη φραπεδάρα. Ανοίγει την πίσω πόρτα ο Λουΐζος, κάθεται και τακτοποιεί τη δερμάτινη, επίσης μπλε, τσάντα φάκελο.
-Σπάτα, που;
-Ορίστε;
-Ααααα είναι και ντελναβαίας… Στα Σπάτα λέω, που πας;
-Αγίου Γεωργίου 52, κύριε.
-Καλά ρε μανίτσο μη βαράς. Ό,τι πει το παλουκάρι!!!
Παίρνει, λοπόν ο Γιάγκουρας, το δρόμο προς Μεσογείων, ανάβει και ένα σέρτικο και καλεί τη γυναίκα του στο τηλέφωνο.
«Έλα, Κικίτσα… Θα τα φτιάξεις μωρή τα ψάρια το μεσημέρι ή τα πήρα να σαπίζουν στην κατάψυξη; Έτσι. Άντε μπράβο κοκόνα μου.»

Κλείνει λοιπόν το τηλέφωνο, ρίχνει μια ματιά από τον καθρέφτη στον Λουΐζο και του λέει «Αααχ, αυτή η τσαπερδόνα θα μου τα φάει όλα. Την επήρα λίγο μικρή αλλά θα τήνε στρώσω». Ο Λουΐζος, δεν απαντά. Κοιτάει έξω με σηκωμένο φρύδι. «Και δε μου λε ρε παλικάρι, εσύ που φαίνεσαι και φραγκάτος τόνε κερνάς σε καμιά μπόμπα;», συμπληρώνει. «Δεν σας καταλαβαίνω κύριε, σας παρακαλώ μη με ενοχλείτε», του απαντά ο Λουίτζι. «Πω πω δυσκοιλιότητα», ψέλλισε, ο Γιάγκουρας.

Δεν το βάζει όμως κάτω.
-Εγώ που λες ρε μόρτη, είμαι 52 χρονώνε. Ξέρω δε μου φαίνεται αλλά τόσο είμαι. Έμπλεξα από εδώ, έμπλεξα από εκεί και τελικά είπα να συμμαζευτώ κοντά στην 3η εφηβεία ΧΑΧΑΧΑΑΧΑΧΑΧΑ. Α, ρε πολύ σε συμπάθησα εσένα. Παντρεύτηκα που λες μια πιτσιρίκα, γιατί οι μεγάλες έχουν και μεγάλη γλώσσα μωρ’ αδερφακι μου. Δεν το μπορώ το πίρι-πίρι. Ενώ αυτηνής σήκω της λέω, ναι Γιάγκουρα μου, λέει. Κάτσε και τράβα τη γαλότσα μωρή, της ξαναλέω, ότι θέλει ο Γιαγκουρούκος μου, λέει. Για αυτό σου λέω ρε φίλε. Μικρές και πάλι μικρές. Να μην έχουν βγάλει ακόμα δόντια ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. Α, ρε τι καλό παιδί είσαι εσύ βρε… Να και τώρα που τήνε επήρα και τήνε είπα για τα ψάρια, τα ξεπαγώνω ήδη Γιαγκουρέλο μου, απάντησε. Και εσύ μικρή να πάρεις. Λίγο στο καθάρισμα των τζαμιών θα τσινήσει αλλά εσύ μη μασήσεις. Ή τράβα στη μάνα σου μωρή, να της επείς ή κάτσε εδώ και τρίβε. Και θα τρίψειιιι, άκου που σου λέει ο Γιάγκουρας…

Άμα το βράδυ της ξηγιόσαι να πούμε α λά τεκτονικό σεισμό δωδεκαεξαβάλβιδο θα τρίψει μέχρι και τις κουπαστές.

-Σας παρακαλώ δηλαδή. ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Σας ακούω τόση ωρα και σιωπώ, μα δεν είναι κατάσταση αυτή. Νομίζετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ έχει όρεξη να ακούει τα προσωπικά σας, τα οποία… Άκουσον, άκουσον, τα οποία περιγράφετε γλαφυρά και με φαιδρά ελληνικά; Σας θερμοπαρακαλώ. Έχετε στο ταξί σας τον Λουΐζο Παπακωστοχαραλαμπονικολογιαννόπουλο, το πιο γνωστό και επιτυχημένο δεξί χέρι κάθε επιχειρηματία, έναν πρώτης τάξεως ασίσταντ μάνατζερ και τολμάτε… Ω, μα τολμάτε να εκφράζεστε έτσι; Τι θράσος Θεέ μου αυτή η λαϊκή τάξη. Τς τς τς

-Τι τς τς τς, ρε καράβλαχε;Τι είναι αυτά τα ακλίσαρ κάλαφερ που σε κάνουν το δεξί… κάθε επιχειρηματία που μου τσαμπουνάς; Άμε να σε κοιτάξει κάνας μοσχαρτζής να σε σιάξει γιατί πόλυ το κούνησες το πεύκο. Δώκε τώρα και 37 ευρώ γιατί φτάσαμε και άντε να μη σου πω που να πας… Ααααντε να μη σου πω…

Τα πράγματα, όπως φαντάζεστε εδώ αγρίεψαν. Ο Λουΐζος, βγήκε έξω απ΄τις φτέρνες του όταν άκουσε το ποσό… γιατί όπως και να το κάνουμε αεροπλάνο να νοίκιαζε για Σπάτα, λιγότερο θα του κόστιζε.
Για 20 λεπτά βρίζονταν έξω από το ταξί και ακούγονταν φράσεις όπως «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» και «Ξέρω ποιος είσαι, έλα και ξύρισε μου τη μασχάλη». Σε κάποια φάση λοιπόν…

-Τώρα, τώρα παίρνω την αστυνομία. Κλέφτη. Τώρα θα δεις.
-Όχι, την αστυνομία ρε φίλε… Όχι, την αστυνομία.
-Τι έγινε εξυπνάκια; Τώωωωωρα περίμενε.
-ΜΗ! Θα σου τα πω όλα… Ο Λουΐζος, τον κοιτά με σηκωμένες τρίχες! Ένα δάκρυ κυλά από το ιδρωμένο πρόσωπο του Γιάγκουρα και κλιτς… πέφτει στην άσφαλτο.

-Ήμουνα παντρεμένος με την Κατίνα 20 χρόνια. Κάναμε τρία παιδάκια. Η Κατίνα, όμως με έβριζε όλη μέρα και όλη νύχτα. Με είχε βάλει να κοιμάμαι και στον καναπέ, δίπλα από το παράθυρο. Και εχει κρύο ρε φίλε δίπλα από το παράθυρο. Πέντε χρόνια έτρωγα σαρδέλες κονσέρβα γιατί με είχε νηστικό. Έτσι λοιπόν μια μέρα γνώρισα την Κικίτσα. Φοιτήτρια, αυτή τότε. Ε, άντρας είμαι και εγώ υπέκυψα αν και ηξερα ότι μαζεύει μόνο εμπειρίες. Η Κατίνα, είχε γίνει και σαν καραβόσκοινο, έτρωγε απ’το άγχος της πολύ, η κακομοίρα. Μια μέρα βρήκε ένα μήνυμα στο κινητό από την Κικίτσα. Με χώρισε, μου πήρε το σπίτι και τα σώβρακα και κάθε μήνα θέλει και τη διατροφή.
-Και τα σώβρακα;
-Και τα σώβρακα ρε φίλε. Το χειρότερο; Έμαθε και ο μπαμπάς της Κικίτσας, για εμένα κατέβηκε από το άνω Κοκοροχώρι και μου είπε ή την παντρεύεσαι ή σε κάνω χαρταετό. Ε, τι να έκανα. Την παντρεύτηκα. Τα βάσανα όμως δεν τελείωσαν. Η Κικίτσα, με τον καιρό μεταλλάχθηκε σε Κατίνα και χειρότερη. Δε με βρίζει απλώς, με βαράει και με το τσόκαρο.
-Με το τσόκαρο;

-Ναι, ρε φίλε με το τσόκαρο. Σηκώνεται στη μία το μεσημέρι τρέχει δεξιά και αριστερά για καφέδες, τη δικαιολογώ μικρή κοπέλα είναι και νομίζω πως τραβιέται και με έναν Στάθη.
-Στάθη;
-Ναι, ρε φίλε. Στάθη.
Τότε ο Λουΐζος, ξαφνικά βάζει τα κλάματα και πέφτει στα γόνατα. «ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ», φωνάζει, με τις παλάμες του να καλύπτουν το πρόσωπο του. Θα σου έδινα τώρα αμέσως τα 37 ευρώ, αλλά έχω μόνο 15. Είμαι άνεργος δυο χρόνια και τρέχω από εταιρεία σε εταιρεία μπας και βρω δουλειά. Να και εδώ για αυτό ήρθα. Δούλευα έντεκα χρόνια σε μία και με είχαν για μαλακοπίτουρα. Το αφεντικό καμιά φορά μου έριχνε και καρπαζιές άμα δεν του πετύχαινα το τσάι με γεύση άγριας αφρικανικής μαστίχας. Όλοι με δούλευαν και με έλεγαν μαλακοπρόξενο και μαλακοτρίφτη του αφεντικού.
Τότε ο Γιάγκουρας, γονάτισε και αυτός αγκαλιάστηκαν και κλάψανε δέκα λεπτά σε αυτή τη στάση.
Ύστερα ένας άλλος ταρίφας πέρασε και φώναξε: «Τις χαλαρώσατε τις σούστες μπισκοτοτεκνά; Φίλα την προϊσταμένη μωρή Λωξάνδρα!»
Σηκώθηκαν… μπήκαν στο ταξί, έφυγαν και κάποιος, κάπου κάποτε είπε πως τους είδε στη ΧΟΝΟΛΟΥΛΟΥ να πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου