Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Αναδρομή σε μιαν άλλη εποχή:Χουνη του 1960."Το τσιφτινάκι στην αυλή της Χρήσταινας"


Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.
Γράφει ο Δημήτρης Πολίτης










(Γάβρος Χούνης, δεκαετία 1960)
«Κούρτς»
«Πρόκουρτς»
«Έλα, ρίξε»
«Τα στρίβω»
«Δυο οι κουρώνες και τρία τα γράμματα»
«όχι, μία κουρώνα είνι και τέσσερα γράμματα»
Οι νεανικές φωνές που ακούγονται είναι όλο ζωή. Ξαφνικά οι φωνές σταματούσαν και, για δύο με τρία δευτερόλεπτα επικρατούσε απόλυτη σιγή. Αμέσως μετά ακολουθούσε ένας μικρός μεταλλικός θόρυβος και με το που σταμάταγε, οι φωνές άρχιζαν πάλι στον ίδιο τόνο και ένταση.
«Ρίχνω ιγώ και μιτά είν ου Βασίλς»
«Όχι, ιγώ ίμι»
«Κούρτς»
«Πρόκουρτς»
«Έλα, ρίξε»
«Τα στρίβω, κοιτάτε»
«τρεις κουρώνες και ένα γράμμα»
Αυτά διαδραματίζονται στην αυλή του σπιτιού της Χρίσταινας της Σπυριλιώτου.
Το σπίτι της Χρίσταινας, ήταν κτισμένο στο συνοικισμό Γάβρος στη Χούνη. Ευρίσκετο στην πρώτη σειρά των σπιτιών πάνω από τον κεντρικό δρόμο, ανάμεσα στα σπίτια του Νίκου Κουτρούμπα και της Τασιώς Σερπάνου.
Το σπίτι αυτό εδώ και κάμποσα χρόνια δεν υπάρχει πλέον. ‘’Παρατημένο’’ όπως και άλλα σπίτια του χωριού της Χούνης, δεν κατάφερε να μείνει όρθιο στο πέρασμα της δίνης του χρόνου.
Όμως όρθιες και ζωντανές, φορτωμένες με τα χρώματα μιας ολόκληρης παιδικής εποχής, εξακολουθούν και παραμένουν σε πείσμα του φθοροποιού χρόνου, οι αναμνήσεις από την αυλή αυτού του σπιτιού.
Οι αναμνήσεις αυτές έχουν τη μορφή ενός παιγνιδιού εκείνης της εποχής. Το όνομά του παιγνιδιού ήταν Tσιφτινάκι ή κατά άλλους και στριφτό. Είναι βέβαιο ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που κατάγονται από τη Χούνη θα το θυμούνται και ίσως να έχουν έστω μια φορά πάρει μέρος σε αυτό το παιγνίδι.
Το τσιφτινάκι είχε μια παράξενη γλύκα και ήταν τραβηχτικό σαν το όμορφο κορίτσι. Τα δευτερόλεπτα της αναμονής μέχρι να δουν οι παίκτες με ποια πλευρά τους θα ‘’ξαπλώσουν’’ στο χώμα τα φραγοδίφραγκα, η αγωνία παράβγαινε με το πάθος. Έντονα συναισθήματα, όχι παίξε-γέλασε.
Παιζόταν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της χρονιάς και κυρίως από τα νεαρά αγόρια του χωριού. Όμως την τιμητική του είχε στις περιόδους των γιορτών, με αποκορύφωμα την ημέρα του Λαζάρου πριν τη Λαμπρή.
Αυτό γιατί στη γιορτή του Λαζάρου, σύμφωνα με το έθιμο του χωριού, τα πιο πολλά αγόρια πήγαιναν Λαζαρούδια και ‘’έβγαζαν’’ ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό από δραχμές.
Μερικά αγόρια προς το τέλος της μέρας, έφταναν να μετρούν μέχρι και εβδομήντα δραχμές. Και εκείνη την εποχή οι εβδομήντα δραχμές ήταν ένα πολύ σημαντικό ποσό. Σκεφτείτε πως τότε, με ένα εικοσάρικο αγόραζε κάποιος ένα κιλό κατσικίσιο κρέας ή δύο κιλά ζάχαρη…
…«Βασίλ τράβα τσγραμμές ναρχίσουμε. Πολύ το καθυστερούμε το πράμα», φωνάζει δυνατά ο Λίας.
Είπαμε. Είχε μια παράξενη γλύκα αυτό το παιγνίδι. Και ο Ηλίας δεν άντεχε να περιμένει περισσότερο.
«Καλά ρε, μη φουνάιζς, τώρα τντραβάω», αντέτεινε ο Βασίλης καθώς μέτραγε τα κέρματα που κρατούσε στην παλάμη του αριστερού χεριού του.
Ο Βασίλης ήταν ο μεγαλύτερος από τα δύο παιδιά της Χρήσταινας. Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του το Νίκο, είχαν αναλάβει να πείσουν τη μάννα τους να δώσει το ελεύθερο στα παιδιά να παίξουν τσιφτινάκι στην αυλή του σπιτιού της.
«Μάννα δε θα κάνουμι τίποτα κακό. Τσιφτινάκι θα παίκσουμι. Ισί θα πας ζνΑθηνά ντΖουράπου να σπει του φλυνζιάν και, τότες θαρθούνε ιδώ τάλλα τα πιδιά. Μάννα ισί δεν θα ξέρς τίποτα»
«Τι λέτε μωρέ αναθυματζμένα; Να λένε οι άλλες οι μανάδες ότι μαζεύω ιδώ τα λιανόπαιδα για να τσπάρω τα λιφτά; Άι φιβγάτι απουδώ μη σας πω κανιά βαριά κουβέντα»
Και κουνώντας το κεφάλι της συνέχιζε μονολογώντας.
«Αχ Χρήστουμ έφγις νουρίς και κοίτα τι τραβάω τώρα ιγώ η κακουμοίρα. Ας είναι όμως»
Μία δυο φορές ακόμα στρίμωγμα στη μάννα τους από το Βασίλη και το Νίκο και η κυρά Χρήσταινα λύγισε.
«Τα παλιοζαγάρια μι κατάφιραν», επανέλαβε δυο φορές ώστε να το χωνέψει και η ίδια. Δεν ήθελε να έχει τύψεις για αυτή την απόφαση της.
Αν αναρωτιέστε γιατί τόση σπουδή να γίνει το παιγνίδι στην αυλή της κυρά Χρήσταινας, ο λόγος ήταν πολύ απλός. Η αυλή δεν ήταν στρωμένη με πλάκες όπως στα άλλα σπίτια αλλά χωμάτινη. Έτσι, κατά το ρίξιμο και το στρίψιμο των κερμάτων, τα κέρματα ούτε στέκονταν ανάμεσα στις πλάκες ούτε απομακρύνονταν. Επιπλέον με ευκολία χαράσσονταν οι γραμμές τις οποίες απαιτούσαν οι κανόνες του παιγνιδιού. Επομένως ήταν το πιο κατάλληλο έδαφος για αυτό το παιγνίδι. Όχι βέβαια ότι δεν έπαιζαν τσιφτινάκι και σε άλλα μέρη. Απεναντίας το ‘’έστρωναν’’ όπου και να βρίσκονταν, αρκεί να υπήρχαν φραγκοδίφραγκα.
Το τσιφτινάκι παιζόταν κυρίως από τα νεαρά αγόρια. Ο αριθμός των παικτών που έπαιρναν μέρος στο παιγνίδι δεν ήταν καθορισμένος. Ο ελάχιστος αριθμός που απαιτούταν ήταν δύο παίκτες και από εκεί και πέρα, μέχρι όσα άτομα ήθελαν μπορούσαν να παίξουν. Συνήθως μαζεύονταν πέντε με δέκα αγόρια, αλλά στο παιγνίδι δεν συμμετείχαν όλα γιατί δεν είχαν πάντα χρήματα. Μερικές φορές που έπαιζαν μόνο δύο παίκτες, οι μονομαχίες ήταν μέχρι τελικής πτώσεως.
Η απαραίτητη προϋπόθεση να λάβει κάποιος μέρος στο παιγνίδι ήταν να διαθέτει, κατά προτίμηση, μεταλλικά χρήματα δηλαδή φράγκα, δίφραγκα, τάλιρα, κοκ.. Εννοείται και τα χάρτινα που τυχόν να διέθετε κάποιος, θα τα έκαναν ψιλά στο καφενείο. Όμως που να βρεθούν τότε χάρτινα.
Κατά μήκος της επιφάνειας του επιλεγμένου για το παιγνίδι χώρου, εν προκειμένω η αυλή της Χρήσταινας, χαράσσονταν δύο γραμμές παράλληλες μεταξύ των και σε απόσταση περίπου τέσσερα με πέντε μέτρα η μία από την άλλη.
Η μια γραμμή αποτελούσε την Αφετηρία και η άλλη το Στόχο ή Σημάδι. Τη γραμμή Στόχο την έκλειναν στις δύο άκρες της με δύο μικρότερες κάθετες γραμμές που χαράσσονταν στις δύο άκρες τους, τα λεγόμενα αυτιά.
Οι παίκτες που συμμετείχαν στο παιγνίδι έπαιρναν θέση πίσω από τη γραμμή της Αφετηρίας, όπως περίπου γίνεται σήμερα στους αθλητικούς αγώνες στίβου των 1.500 μέτρων.
Ο κάθε παίκτης κρατούσε στα χέρια του την αξία του κέρματος που από πριν είχε αποφασιστεί ότι θα παίξουν, π.χ. μια δραχμή. Όταν κάποιος δεν είχε δραχμή αλλά δίφραγκο, μπορούσε να παίξει και με το δίφραγκο εφόσον όμως συμφωνούσαν όλοι οι υπόλοιποι παίκτες. Διαφορετικά έμπαινε στο παιγνίδι μόλις υπήρχε η δυνατότητα να αλλαχτεί το δίφραγκο με δύο δραχμές.
Αυτό γινόταν διότι αν έριχνε με δίφραγκο που είναι βαρύτερο από τη δραχμή, είχε πιο πολλές πιθανότητες να ΄΄βγει΄΄ πρώτος και να στρίψει τα κέρματα, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να φέρει και πιο πολλές κορώνες.
Πρώτα από όλα, χαράσσονταν οι δύο παράλληλες γραμμές με ένα αιχμηρό αντικείμενο, συνήθως ήταν κάποια αιχμηρή πέτρα ή πρόγκα. Πρώτα χάραζαν την γραμμή Στόχο ή Σημάδι όπως λεγόταν. Για να χαράξουν τη γραμμή της Αφετηρίας, μετρούσαν από τη γραμμή Στόχο πέντε περίπου δρασκελιές.
Στη συνέχεια, όλοι που θα έπαιζαν, στοιχίζονταν πίσω από τη γραμμή της Αφετηρίας και, σημαδεύοντας τη γραμμής Στόχο, έριχναν ένας, ένας το νόμισμα που κρατούσε. Σκοπός τους ήταν να πλησιάσουν τα νομίσματα όσο το δυνατό πιο κοντά στη γραμμή. Ο προτελευταίος και ο τελευταίος στη σειρά, πριν να ρίξουν φώναζαν προκούρτς και κούρτς αντίστοιχα.
Για ποιο λόγο φώναζαν αυτές τις λέξεις και τι ακριβώς σήμαιναν, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Ίσως για να δείξουν ότι έμεναν μόνο δύο παίκτες ακόμη για να κλείσει ο κύκλος των ρίψεων προς το σημάδι.
Αφού έριχναν όλοι οι παίκτες, ανάλογα με την απόσταση των κερμάτων του καθενός από τη γραμμή, καθορίζονταν με ποια σειρά θα έστριβαν τα κέρματα. Δηλαδή ο πρώτος, ο δεύτερος κοκ.. Να σημειωθεί ότι όποιου παίκτη τα κέρματα ήταν έξω από τα Αυτιά της γραμμής Αφετηρίας θα ήταν τελευταίος στη σειρά. Αν ήταν περισσότεροι του ενός εκτός της περιοχής Αυτιών, οι εν λόγω παίκτες επαναλάμβαναν το ρίξιμο στη γραμμή Στόχο και ανάλογα με τη θέση των κερμάτων τους, καθορίζονταν η μεταξύ τους σειρά.
Ο πρώτος λοιπόν στη σειρά, τοποθετούσε στην ανοικτή παλάμη του τα κέρματα εναλλάξ. Δηλαδή κορώνα, γράμματα, κορώνα, γράμματα…, και πετούσε ψηλά τα νομίσματα στρίβοντας ελάχιστα την παλάμη του.
Τότε ήταν που, για δυο με τρία δευτερόλεπτα, σταματούσαν οι φωνές, και τα μα μάτια ακολουθούσαν την πορεία της τροχιάς των νομισμάτων. Και μόλις τα νομίσματα έπεφταν στο έδαφος, όλοι μαζί μετρούσαν πόσα από αυτά είχαν το κεφάλι προς τα πάνω. Αυτά που είχαν το κεφάλι προς τα πάνω τα κέρδιζε αυτός που είχε ρίξει κέρματα. Το ίδιο γινόταν με τον δεύτερο στη σειρά κοκ. μέχρι να μην υπάρχουν άλλα κέρματα. Αν είχαν μείνει κέρματα μέχρι τον τελευταίο τα έπαιρνε εκείνος χωρίς να ρίξει.
Έπειτα πήγαιναν πάλι όλοι στην αφετηρία και πάλι άρχιζε το ίδιο σκηνικό μέχρι το παιγνίδι να τελειώσει. Το παιγνίδι τελείωνε οπωσδήποτε, αν κάποιος είχε καταφέρει να κερδίσει τα χρήματα όλων πράγμα σπάνιο, ή είχε συμφωνηθεί από πριν το πόσες φορές θα παίξουν.
Συνήθως το παιγνίδι κρατούσε αρκετή ώρα. Όμως κάποιες φορές τελείωνε πριν την ώρα του. Αυτό διότι υπήρχαν κάποιες μανάδες, πέραν του δέοντος αυστηρές με τα παιδιά τους ως προς το συγκεκριμμένο παιγνίδι, οπότε δεν τους επέτρεπαν να παίρνουν μέρος.
Μόλις το μάθαιναν φωνάζοντας έπαιρναν τα παιδιά τους με αποτέλεσμα το παιγνίδι να διακόπτεται. Μια φορά, τη στιγμή που ο Ηλίας ο Σερπάνος ετοιμαζόταν να ρίξει τα κέρματα, εμφανίστηκε η κυρά Στέλινα κραδαίνοντας ένα κλαρί από πουρνάρι και άρχισε να φωνάζει στα δυο της αγόρια.
«Δε σας είπα ότι άν σας ξαναιδώ να παίζιτι τσιφτινάκι θα σας κόψου τα πουδάρια; Τώρα θα ιδείτι τι έχιτι να πάθιτι»
Τα δυο παιδιά της Στέλινας έφυγαν τρέχοντας σαν λαγοί. Την απόσταση μέχρι το σπίτι τους την έκαναν σε χρόνο που θα τον ζήλευαν και αθλητές του στίβου. Και όπως ήταν φυσικό, προς μεγάλη στενοχώρια των υπόλοιπων παικτών, το τσιφτινάκι διακόπηκε μέχρι...νεωτέρας.
Δημήτρης Στέλιου Πολίτης,
Αθήνα 7 Σεπτεμβρίου 2018
Σημείωση:
Το μικρό αυτό λαογραφικό κείμενο είναι αφιερωμένο στους συγχωριανούς μου και ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές που κατάγονται από τη Χούνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου