Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ:Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ ΜΑΣ!



Δημοσιεύουμε σήμερα το λεξικό της Ντοπιολαλιάς μας από το βιβλίου του Ευθυμίου Πριόβολου "Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας-Τόμος Β , Γλωσσικά-Τοπωνύμια και Παρωνύμια. Ξεκινάμε με το γράμμα Α.


ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A

Αβέρτα (επίρρ.) (<βενετ. λ. averto): Ανεμπόδιστα, ελεύθερα. «Έρχουντι αβέρτα κατά δω».

Αβύζαχτος, η, ο: Αστός που δεν έχει βυζάξει. «Είν’ αβύζαχτου αυτο’ του πιδί».

Αγάλια - αγάλια (επίρρ.): Σιγά - σιγά, ήρεμα. »'Ελα αγάλια - αγάλια μη πέσις».

Αγγειό, το (<αρχ. αγγείον): Μικρό δοχείο. «Γιόμισι τ’ αγγειό νιρό κι φέρτου δω».

Αγγόνα, η: Εγγονή. «Ήρθι η αγγόνα μ’ απ’ν Αθήνα».

Αγγόνι, το: Εγγόνι. «Πόσ’αγγόνια έεις;»

Αγένωτος, η, ο: Αυτός που δεν έγινε ακόμη, ο μη ώριμος καρπός, ο άγουρος. «Δε τρώουνπ τ’ απίδια, είν’ αγένουτα ακόμα».

Αγκάατρωτη, η: Αυτή που δεν εγκυμονεί. «Καλά, ακόμα αγκάστρουτ είν’ αυτήν^ η τσούπα»;

Αγκίδα, ή: Ακίδα. «Μ’ μπήκι μνια αγκίδα στου πουδάρ’, τι να σ’ που!»

Αγκλίτσα, η: Γκλίτσα. «Ουραία γκλίτσα έεις μπάρμπα!»

Αγκωνάρι, το (Ιταλ. angolo = γωνία): Η άκρη του τοίχου, η γωνία. «Απ’ τ’ αγκουνάρ’ κι δώθι θα μιτρήσεις».

Αγκωνή, η: Γωνία πίτττας ή γλυκού ταψιού ή καρβελιού. «Κόψι μ’ νιαν αγκουνή ψουμί κι πείνασα».

Αγροικάω (<μσν γροικώ): Ακούω. «Ιγώ δεν αγροικάου τίπουτι».

Αγύριφτος, η, ο: Αζήτητος. «Είνι αγύριφτα αυτά τα πράματα, δεν τα γυρέβ’ κανέ­νας».

Αδειά, η (<αρχ. άδεια: Ουσιαστικό του ρ. αδειάζω = ευχερώ): Ευκαιρία και ευρυχωρία. «Αύριου π’ θανάχου άδειά θα πιταχτού νια βόλτα». «Δεν έχου άδειά ιδού μέσα, πού να τα βάλου;»

Αδεκεί: Εκεί πέρα. «Αστα αδικεί κι βλέπουμι τι θα κάνουμι». Αδεκεί - για: Εκεί - δα. «Κάτσι αδικιγιά πού ’σι κι μη μιλάς».

Αδέξος, η, ο: Χωρίς δεξιότητα, ανίκανος. «Ακούς, αυτός ου Νίκους είνι νηπ αδέ- ξους ου άνθρουπους».

Αδερφομοίρια, τα: Κληρονομιά μοιρασμένη στ’ αδέλφια. «Ξέρου καλα πιδί μ’, αυτά είν’ αδερφουμοίρια, μην επιμέν'τς».

Αδραχτά (επίρρ.): Αρπαχτά. «Ετσ’, αδραχτά, του μαζεύουμι του βαμπάκ’».

Αδράχτι, το: Καλάθι χεριού (και κλωστικό εργαλείο). «Θμάσι (θυμάσαι) πόβανα (που έβαζα) τα σταφύλια στ’ αδράχτι;»

Αδράχνω (α+δράττομαι): Αρπάζω. «Τουν ίδα ιγώ, τ’ άδραξι κ’ έφ'γι (και έφυγε)».

Αζύγωτος, η, ο: Αυτός που δεν ζυγώνεται, δεν πλησιάζεται. «Είνι αζύγωτους, τι να τ’ κάνου;»

Αίσκιωτος, η, ο: Αυτός που δεν έχει καλό ίσκιο, μτφ. ο αντιπαθητικός. «Μουρέ πιδί μ’, όσου σκιουτερή είνι αυτήν', τόσου αΐσκιουτους είνι αυτός».

Ακάλιαστος, η, ο (αρχ. καλλιά = φωλιά): Απροσάρμοστος, αταίριαστος. «Φαίνιτι του ζευγάρ’ που ’νι ακάλιαστου».

Ακάμωτο, το (<ρ καμώνω «οργώνω χωράφι»): Χωράφι που δεν οργώθηκε, δεν ετοιμάστηκε για καλλιέργεια. «Ακάμουτου είνι του χουράφ’ ακόμα;»

Ακατάντηγος, ο (< α+ καταντιά): Αυτός που δεν έχει καταντιά, προκοπή. «Ακατά- ντ’γους είνι κ' αυτός ου κακουμοίρ’ς».

Ακληρίτης, ο: Αυτός που δεν έχει κλήρο, παιδιά. «Αυτός είνι ακληρίτ’ς».

Ακουρμαίνομαι και ακουρμάζομαι: Ακούω. «Για σώπα ν’ ακουρμαστούμι, να δού- μι τι λέει».

Ακουστά (επίρρ.): Το έχω ακουστά, εξ ακοής. «Το ’χου ακουστά αυτό π’ μ’ λες».

Ακριτος, η, ο (ρ. κρένω = μιλώ): Αυτός που δεν κρένει, δεν μιλάει. «Άστα να πάνι, αδέρφια κι πέθανανι άκριτα».

Αλαφιάζομαι [<ελαφιάζομαι (ελάφι - έλαφος)]: Ξαφνιάζομαι, σαστίζομαι. «Γιατί αλαφιάζισι έτσ’ σι πείραξι κανένας;»

Αλαφρά (επίρρ.): Αντι έλαφριά. «Είνι αλαφρά τα καρπούζα, δε θα σ’κώσ’νι βάρους».

Αλαφρός, η, ο: Μτφ. βλάκας, χαζός. «Ε, είνι λίγου αλαφρός ου καημένους, τι να ντου γκάνουμι».

Αλέγρο, το (< Ιταλ. allegro = πρόσχαρος, ζωηρός): Ζωηρό, παρδαλό χρώμα ρού­χου. «Δε σ’ πάει αυτό του χρώμα, είνι αλέγρο, βάλι κάτ’ άλλου».

Αλεσά, η (ρ. αλέθω): Η άλεση του σιταριού ή του καλαμποκιού. «Νια αλισά στάρ’ είνι, τι λες πως είνι παραπάν’;»

Άλεσμα, το:Ό,τι αλέστηκε ή προορίζεται για άλεση. «Τράβα εικιά στου Σουτήρ’ κι πάρι τ’ άλεσμα».

Αλεστικό - α: Η αμοιβή του μυλωνά. «Πόσου πήρι ολιστικά ου μύλους;»

Αλιάδα, η [(< Ιταλ. agliata <oglio (σκόρδο) <λατιν. allium (σκόρδο).] Σκορδαλιά. «Φέρι μας κι λίγου αλιάδα κι ’μαστι ιντάξ’»

Ακρούλα, η: Υποκορ. του άκρη. «Κάτσι ικεί σ’ν ακρούλα μάνα μ’».

Αλαιμαργιά, η (<λαιμαριά <λαιμός+καταλ - αριά): Το περιλαίμιο του αλόγου κατά το όργωμα. «Βάλι τ’ν αλιμαργιά στ’ άλουγου να ξικ'ινήσουμι κάπουτι».

Αλαίμαργος, η, ο: Λαίμαργος. «Τι αλαίμαργος είν’ αυτός πιδί μ’»

Αλαλιάζω (<άλαλος + ιάζω, καταλ. που δηλώνει ασθένεια, πάθηση): Σαστίζω, ζαλίζω. «Μη συζητάς, ήρθι ’δω κι μας αλάλιαξι».





Αλάνταβα (επίρρ.): Γρήγορα, παλαβά, ακατάστατα. «Μην τρως αλάνταβα πιδί μ’, θα πνιγείς».

Αλάνταβος, η ο(<αντάλαβος <πιθαν. μσν. ενταλώνομαι «σκοτεινιάζω, ζαλίζομαι, παραπαίω»): Ακατάστατος, άτσαλος. «Ντιπ αλάνταβου είνι αυτό του πιδί!»

Αλλαξά, η (αντί αλλαξιά, μσν. αλλαξία): Ενδυμασία, φορεσιά. «Πάρι νια αλλαξά ρούχα κι πάμι, γιατί θα ’ργήσουμι».

Αλλαξομουτσουνιάζω (αλλάζω + μουτσούνα): Αλλάζω όψη. «Μόλις του ’πα πως είσι δώ, αλλαξουμτσούνιασι».

Αλάργα (επίρρ., <1ταλ. φράση: «alia larga = στο ανοικτό πέλαγος): Μακριά, από μακριά. «Είν’ αλάργα του χουράφ’, κιαπέτι μ’ λες ισύ δε ξέρου ’γω».

Αλιμουτουριάζω (αντί αλιμουργιάζω): Σκορπίζω, διαλύω. «Πήγι ικεί πέρα κι τ’ς αλ'μουτούργιαξι».

Αλιμούρι, το: Σκόρπισμα. «Πήγαμι στα βαφτίσα κι ου νουνός πέταξι λιφτά αλ'μούρ’».

Αλλαξοκοιτάζω: Κοιτάζω με άλλη όψη, άλλο βλέμμα, δηλ. με έκπληξη, θυμό, απο­ρία κλπ. «Μόλις τ’ άκ’σι αυτό, είδις πώς σ’ αλλαξουκύταξι;»

Αλλοκαλύτερα (επίρ.): Πολύ καλύτερα. «Τι λες τώρα; Θέλ'τς αλλουκαλύτερα!»

Αλλοχειρότερα (επίρ.): Πολύ χειρότερα. «Άστα, αλλουχειρότερα δε γίνουνταν»

Αλμπάνης, ο (< τουρκ. alban): Ο πεταλωτής, Μτφ. ο αδέξιος γιατρός. «Απάν’ στουν Αγιώργ’ είνι η σπηλιά τ’ αλμπάν'». «Καλά μουρέ, σ’ αυτόνι τουν αλμπάν' του γιατρό πήγις;»

Αλόκιο (επίρ. <1ταλ. Γ occhio = το μάτι). Μτφ.: Εκτίμηση μιας καταστάσεως με το μάτι, συνολικά. Χρησιμοποιείται στις αγροτικές συναλλαγές ως όρος εμπορικός. Συνηθίζεται και η λ. «αλοκιάδα», με την ίδια ακριβώς σημασία. «Ήρθι ου έμπουρας κι τόδουσα του μπουστάν' αλουκιάδα».

Αλυχτάω (<αλυκτώ <αρχ. υλακτώ): Γαβγίζω. «Τι αλυχτάς μέρα-νύχτα;»

Αλυχτομανάω: Γαβγίζω συνέχεια, υπερβολικά. «Ούλ' τ’ νύχτα αλυχτόμαναει αυτό του σκυλί, δεν ξέρου τι έπαθι».

Αλωνάρης: Ο Ιούλιος μήνας. «Πέρα τουν Αλουνάρ’ τα μαζεύνι τα καπνά».

Αλώνι, το: Μτφ. ακατάστατος χώρος. «Μπήκι μέσα κι τόκανι αλών'».

Αμα: Αν, αφού, όταν. «Αμα (αν) ’ρθεί ου Γιώργους να μι πάρ’ τηλέφουνου». «Αμα (αφού, όταν) φτάσις στ’ Αγρίνιου να θμηθείς αυτό π’ σού ’πα».

Αμάζωτος, η, ο (< ρ. μαζώνω): Αμάζευτος. «Έχουμιτ’ς ιλιές ακόμα αμάζουχτις».

Αμαλαγιά, η (<αμάλαγος <αμαλαγιάζω): Η πλούσια σε χορτάρι μαλακωσιά, απροσδόκητη ευκαιρία. «Τράβα τα πρόβατα προς τα ’κει που ’νι αμαλαγιά». «Ίβρικι αμαλαγιά (ευκαιρία) κι αλωνίζ’».

Αμάλαγος, η, ο (<αμάλακτος), μτφ άθικτος, αχάϊδευτος, παρθένα. «Η τσούπα είνι αμάλαγ’».

Αμανάτι, το (< τουρκ. emanet): Ενέχυρο, παρακαταθήκη, υποθήκη. «Τόβαλι αμα- νάτ, να πάει να τουνι συναντήσει».

Αμασχάλη, η: Αντί μασχάλη. «Τόβαλι στ’ν αμασκάλ' κ’έφ’γι γλήγουρα».

Αμ’ δε: Αμέ δε. «Αμ’ δε πήγα ν’ ανέβου απάν’ στου μηχανάκ' κι τσακίσκα;»

Αμετάλαβος, η, ο: Ο χωρίς μεταλαβιά, θεία κοινωνία.«Πάει ου καημένους, κι πάει κι αμετάλαβους, κρίμα...».

Αμπλας, ο: Άμβουλας (<ανά + βλώσκω), πηγή. «Τι κρύου νιρό έχ' αυτός ου άμπλας!»

Αμποδάω: Εμποδίζω. «Μ’ αμπουδάς, του καταλαβαίν'ς; κάνι παραπέρα».

Αμττολάω: Τελειώνω, απολύω. «Αμπόλ'σι (απόλυσε) η εκκλησία;»

Αμπολυταριό (επίρ.); Τελείως ελεύθερα. «Τόχ’νι αμπουλ'ταργιό ικεί πέρα, δε μιλάει κανένας».

Αναβόλα, η (<λ. αναβολή): Ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού. «Έκρυψα του τσαπί μέσ’ τ’ν αναβόλα».

Αναβροχιά, η: 'Ελλειψη βροχής, ξηρασία. «Μι τ’ν αναβρουχιά ιτούν', μη μπιριμέν'τς καλλιέργεια».

Αναγαλιάζω (αν + αγαλλιάζω): Ευχαριστιέμαι, ξεκουράζομαι. «Αστουνι λίγου ακόμα, δε βλέπ’ς, αναγαλιάζιτι».

Αναγκάζω: Κάνω γρήγορα (μόνο όταν είναι αμετάβατο). «Ανάγκασι μουναχά να φύβγουμι κι άστ’ αυτά τώρα».

Αναγλιτσάζω (ανά + γλιτσιάζω): Κάνω κάτι γλοιώδες. «Μη τ’ αναγλιτσάζεις πιδί μ’, γένιτι άχρηστου».

Αναδεξιμνιός, ά (<μσν. αναδεξιμαίος <ανεδεξάμην <αναδέχομαι): Αναδεκτός. «Πήρα δώρα για τ’ αναδιξίμνια μ’, τι να κάνου;»

Αναιώνιος, α, ο: Αιώνιος. «Πάρτα, είν’ ανιώνια αυτά, δε χαλάνι μι τίπουτα».

Ανάκαρα, η [<ανά + αρχ. ρ. καρώνω (= ζαλίζομαι, είμαι σε λήθαργο) <λ. κάρα (κεφάλι) = ανακαρώνω, αναζωογονούμαι, αποκτώ δυνάμεις]: Αντοχή, σωματική δύναμη, καλή ψυχική διάθεση. «Απόκαμα, δεν έχου ανάκαρα για τίπουτι».

Ανακατωμάρα, η: Τάση για εμετό, σύγχυση, συγχρωτισμός. «Έγινι νιά ανακα- τουμάρα ικεί μέσα, άστα!». «Μού’ρθι νιά ανακατουμάρα μιτά απ’ του φαΐ, δε μπόρι- σα να κάτσου άλλου στου τραπέζ’».

Ανακόλλι, το (<ρ. ανακολλώ): Έμπλαστρο. «Έβαλι στ’ μέση τ’ ανακόλλ', γιατί τουνι πόναγε».

Αναλλαγιά, η (<ανα + αλλάζω): Η μη αλλαγή ρούχων. «Δε τουνι βλέπ’ς, τουν έφαγι η αναλλαϊά».

Ανάλλαγος, η, ο: Αυτός που δεν αλλάζει ρούχα. «Έτσ’ ανάλογους θα πας στου καφενείου;»

Ανάλαιμα (επίρ.) (άνω + λαιμός): Πάνω από το λαιμό, από τη μύτη. «Ήρθα να πιού νια λεμουνάδα κι μ’ βγήκι ανάλιμα (=μου βγήκε από τη μύτη, μου βγήκε ξυνό)».

Αναμεράω και αναμερίζω: Αποσύρομαι, παραμερίζω, βάζω στην άκρη. «Αναμέρα λίχου να περάσου». «Αναμέρα τ’ αγγειά» ή «Βάλτ’ ανάμερα».

Ανάρια-ανάρια (επίρ. <ανάριος): Αραιά. « Περπατείς ανάρια-ανάρια σαν την πάπια στα λιβάδια».

Αναπαή, η: Ανάπαυση, ανακούφιση. «Αυτός ου άνθρουπος δεν έχ' αναπαή».

Αναπάηκα (αντί αναπαύθηκα): Ξεκουράστηκα, ανακουφίστηκα. «Έκατσα κι ανα- πάηκα λίγου γιατί δεν έχ' τιλειουμό αυτήν' η δ’λειά». Παλιότερα λεγόταν και «θερα- πάηκα».

Αναπιάνω: Αρχίζω εργασία, κυρίως ανακατώνω ζυμάρι, αλεύρι και νερό για να φκιάξω ψωμί. «Του προυΐ θέλου ν’ αναπιάσου ψουμί».

Ανατριχάδα, η: Ρίγος, τρεμούλα και όχι ανατριχίλα. «Άμα έεις ανατριχάδις θα σ’ αναβεί ου πυρετός».

Ανεμιστές, οι: Οι απλές βεντούζες, όχι οι κοφτές με το ξυραφάκι. Λέγονται και κούφιες. «Ρίξ’ τ’ κανιά ανιμστή βιντούζα να τ’ φύβγι του κρύου».

Ανέσωστος, η, ο: Λανθασμένος, όχι σωστός. Λέγεται στην έκφραση: «Μ’σός κι ανέσουστους».

Ανόρεχτος, η, ο (<άνευ + ορεχτός <ρ. ορέγω): Χωρίς όρεξη, χωρίς διάθεση, κακόκεφος. «Ανόριχτου σι βλέπου σήμερα Κώστα, τι έγινι;»

Αντάρα, η (<ρ. αναταράσσω ή ενταράσσω ή <αρχ. ανταερία = ανπθετος άνε­μος): Ομίχλη, καταχνιά, σκοτείνιασμα τ’ ουρανού. «Έχ' μνιάν αντάρα όξου, δεν είνι να πας π’θινά».

Αντεικιαστά [επίρ. <ρ. αντεικιάζω = υπολογίζω (εικασμός = υπολογισμός, ρ. εικά­ζω)]: Κατά υπολογισμό, παρόμοια. Χρησιμοποιούσαν τη λ. πιο πολύ κατά το φόρτωμα των ζώων, με την έννοια του ίσου καταμερισμού του βάρους στις δύο πλευρές του σαμαριού, για να μη γέρνει. «Φόρτωσι τ’ άλουγου αντεικιαστά να μη γύρ’».

Αντερώνομαι (<πιθαν. αντερύομαι «αντισταθμίζω» και «κινώ Τίρος αντίθετη κατεύθυνση»): Τεντώνω τα μέλη του σώματός μου. «Μη ντιρώνισι τώρα, σήκου απάν’».

Αντιστήλι, το (αντί + στύλος, ρ. στυλώνω): Στήριγμα από το πλάι. «Βάλι αντιστήλ' απού ’δω γιατί θα γύρ’ κι θα πέσ’».

Αντίς: αντί. «Άντίς να πάει στου σπίτ, πήγι στου καφενείου».

Αξάγγλιστος, η, ο: Αυτός που δεν έχει ξαγγλίσει (ξεμπερδέψει) τα μαλλιά του, αχτένιστος. «Πού πας τσούπα μ’ έτσ αξάγγλ’στ’, χτινίσ’ πρώτα».

Άξος - α - ο (παραφθ. του άξιος): Άξιος, ικανός. «Ξέρ’ς τι άξα γ'ναίκα πήρι ου Νίκους, μη συζητάς!»

Αξάδα, η: Αξιωσύνη, ικανότητα. «Δεν έχ’ ντιπ αξάδα απάν’ τ’ αυτός, μη η γ’ναίκα τ’ θα πέθινι».

Απάγγειο, το (ρ. απαγκειάζω = προφυλασσομαι): Προφυλαγμένο από τον άνεμο μέρος. «Πάμι να κάτσουμι κει πούνι απάγκειου, γιατί θα μας θερίσ’ ου αέρας».

Απάν’: Επάνω, απάνω. «Θα πας απάν’ σ’ ν’ Αθήνα;»

Απάνεμο, το: Απάνεμος τόπος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον αέρα. «Είνι σι απάνιμου τόπου του πιριβόλ’, θα γένι τα δέντρα».

Απεριλόϊτος, ο: Απερινόητος, απερίσκεπτος. Στη φρ. «Έρμους κ’ απιριλόϊτους».

Απερνάω: Προσπερνώ, ξεπερνώ. «Ου Γιώργους τουν απέρασι τουν Κώστα στου τρέξ’μου»




Απίδια, τα (<μαν απίδιον <υποκ. του αρχ. άπιον): Αχλάδια. «Ουραία απίδια κάν' αυτήν' η απιδιά»

Απιθώνω: Ακουμπάω. «Απ’θουσέ του ικεί-ιά κι βλέπουμι»

Απίστομα (επίρ. <επί+ στόμα, ρ. απιστομίζω): Με το στόμα προς το έδαφος, μπρούμυτα. «Πέσι απίστομα να σ’ βγάλου βιντούζις» (ή ταπίστομα).

Απιστομάω και -ίζω: Βάζω κάποιον με το στόμα, το πρόσωπο στο έδαφος, ρίχνω κάτι κάτω. «Πρόσιξι του ταψί μη τ’ απ'στουμίσεις».

Απόγωνος, ο: Τόπος που, από κάποια γωνία (κτίριο, βράχος κλπ.) προστατεύεται από τον άνεμο, απάνεμο, απάγκειο μέρος. «Κάθιτι στουν απόγουνου και λιάζιτι, για­τί κάν' κρύου».

Αποληώρα (επίρ. <από + ολίγη + ώρα): Πριν από λίγη ώρα, προηγουμένως. «Εί- δις του Μήτσου; Αποληώρα πέρασι απού 'δω».

Αποπέρα (επίρ. <από + πέρα): Από το απέναντι μέρος, το απένατι μέρος. «Ήρθα απουπέρα κι δε βρήκα κανένανι», «Πέρνα απουπέρα κι πιρίμινι, έρχουμι».

Απόσκιο, το: Σκιερός τόπος. «Κάτσι ικεί-ιά στ’ απόσκιο να πάρ’ς ανάσα κ' έρχουμι».

Αποσταίνω (<ρ. αφίσταμαι, μσν. αποστέκω): Κουράζομαι, δεν έχω δύναμη. «Από- στασα πουλύ σήμερα. Δεν έχου ανάκαρα να περπατήσου».

Αποσταμάρα, η: Μεγάλη κούραση. «Έχου νια απουσταμάρα Κώστα, δε ξέρου αν θα ’ρθού».

Αποσώνω (<από + σώνω): Τελειώνω, τερματίζω. «Πήγα κιτ’ απόσουσα».

Αποφορά, η: Άσχημη μυρωδιά, δυσοσμία. «Ακούς αυτό του τυρί έχ' νια απουφουρά, πέτα του».

Αποφυτεύω: Τελειώνω το φύτεμα. «Τουν αποφύτιψατι τουν καπνό ή ακόμα;»

Αράδα, η (<ουράδα, <ουρά): α) Σειρά: «Γιλέκο μι δυό αράδις κουμπιά», β) Ράβδωση, γραμμή: «Δώσι μ’ νια κόλα μι αράδις». Ως επίρ.: α) Τροπικό: «Παίρν’ αρά­δα τα μαγαζά», β) Συνεχώς, χωρίς διακοπή: «Έγραφ’ αράδα», γ) Παράλληλα, με σειρά: «'Εκατσανι κ' οι πέντε σ’ν αράδα».

Αραμακατέ (επίρ. φρ. <γυφτ. διαλέκτου): Ανάμειξη, θορυβώδης συγχρωτισμός (επί ανθρώπων), «Μαλλιά - κουβάρια». «Ήρθανι ικεί, έγινι αραμακατέ, κι ύστιρα έφ’γανι».

Αρατίζω - ομαι (< άρατος <αόρατος). Τρέπω κάποιον σε φυγή, εξαφανίζομαι. «Τ’ς φώναξα κι αρατίσκανι τα λιανόπιδα».

Άραχλος, ο (<ρ. αραχνιάζω): Στη φρασ. «Μαύρους κ' άραχλους».

Αρβάλι, το (<ρ. αρβαλλίζω <αρχ. βαλλίζω, πηδώ, σκιρτώ, χορεύω): Χερούλι, πια- στήρι στους παλιούς τετζερέδες. «Πιάσ’ του τέντζερ’ απ’ τ’ αρβάλι κι φέρτουνι ιδώ».

Άργητα, η: Βραδύτητα. «Έχ' άργητα αυτήν' η δ’λειά».

Αργολαβία, η (<εργολαβία): Μτφ. Ερωτοτροπία, φλερτ. «Κάθιτι κει κι κάνει αργουλαβία απέναντι, στ’ Μαρία».

Αργολάβος, ο: Αγαπητικός. «Ήρθανι οι αργουλάβοι για τ’ Μαρία».

Αρδελεύω (πιθαν. από το άρδην = συλλήβδην, ριζηδόν): Εξαντλώ κάτι ή κάποιον.

«Τουν αρδέλιψαμι σήμερα του καπνό». «Τόπιασα κι τ’ αρδέλιψα στου ξύλου».

Αριά (επίρ.): Αραιά. «Έρχιτι στου χουριό, αλλ’ αριά όμους».

Αριά, η (<αρία). Δρυς, βελανιδιά. «Πήγα στου λόγγου κ' έκουψα δυό διμάτια αριές».

Αριεμα, το: Αραίωμα. «Θέλ’ άριεμα του β'τάν (= φυτάνι)».

Αρίλαος, ο: Αραιολόγος, δηλ. αραιό κόσκινο. «Φέτ’ τουν αρίλαου να κουσκνίσου τα φασούλια».

Αριολόϊ - ια: Τα προϊόντα που μένουν μετά τη συγκομιδή, «Πώς πάει ου καπνός, κουντεύτι; Ε, στ’ αργιουλόϊα είμαστι».

Αρούπωτος (<α + ρουπώνω): Αυτός που δεν ρουπώνει (=χορταίνει), αχόρτα­γος. «Πόσου τρως, αρούπουτους ει'σι;»

Αρπαχτικά - χτικού (επίρ.): Με βιασύνη και ταχύτητα. «Έφαγα στ’ αρπαχτ’κά κ’ έτριξα να προυλάβου».

Αρτένομαι (<ρ. αρτυώ): Καταλύω τη νηστεία, δεν νηστεύω. «Έφαγαμι κρέας για­τί σήμιρα αρτένουμαστι».

Αρύς, -ιά, -ύ: Αραιός. «Δεν έπριπι νάνι τόσο αριά η ντουμάτα στ’ αυλάκια».

Ασμα, το: Άσθμα. «Έχου άζμα κι δε μπουρώ να τρέξου».

Αστοχάω: Ξεχνάω. «Αστόησα να σι πάρου στου τηλέφουνο ιχτές».

Αστρέχα, η (αντί αστράχα και οστρέχα <αρχ. όστρακον ή σλαβ. λ. streha): Το κενό διάστημα μεταξύ της στέγης και της κορυφής ενός κτιρίου, η άκρη της στέγης η οποία εξέχει από τον τοίχο. «Νια αστρέχα τόπου νάχα, θά ’βαζα λίγου κήπου». «Του σύνουρου είνι απ’ τ’ν αστρέχα κι ’δώθι».

Ατα: Πάμε περίπατο. Λέξη της παιδικής ηλικίας. «Σήκου να πάμι άτα».

Αυγαταίνω και αυγατίζω (< ρ. αύξω): Αυξάνω, πολλαπλασιάζω. «Τι έγινι, τ’ αυγάτ’σις τα λιφτά σ’;»

Αυγατιστή, η (<ρ. αυξάνω): Είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίχτες έκαναν πηδήματα που βαθμηδόν γίνονταν μικρότερα. «Η αυγατ’στή παίζουντανι παλιά, σήμιρα δε παίζιτι».

Αυδάλι, το (< αρχ. ρ. αυδάω-ώ = μιλώ, λέγω, λαλώ): Συνεχής, ακατάσχετη φλυα­ρία. «Πάει η γλώσσα τ’ αβδάλ'».

Αυτήνη: Αυτή. «Αυτήν’ η κατάσταση δε μ’ αρέσ’».

Αυτού (επίρ.): Εκεί. «Τι κιρό κάν' αυτού σ’ν Αθήνα;»

Αυτού-γιά (επίρ.): Εκεί δα. «Άστου αυτού-ιά κι θα πιράσου να του πάρου».

Αυτουθε (επίρ.): Προς τα αυτού. «Τι κιρό κάν' αυτούθι;»

Αφόρμησε (<ρ. αφορμίζω): Ερεθίστηκε μια πληγή, ένα τραύμα. «Πρόσιξι μην αφορμήσ’, τράβα γλήγουρα στου γιατρό».

Αφρύαζα (<αφρός + φρίσσω): Βγάζω αφρούς από το στόμα απο το θυμό μου. «Τουν είδα κι αφρύαξα».

Αφτρα, η (<μσν άφθρα <αρχ. άφθα): Άφθα, φλόγωση στο στόμα, στοματίτιδα. «Έχου νια άφτρα, ούλου νιρό θέλου να πίνου».

Αχός, ο (<ρ. αχώ <ρ. ηχώ): Βοή, ήχος. «Τι αχός είν’ αυτός π’ ακούγιτι;»

Αψύς-α-υ [<αψί (θυμός) < ρ. άπτω]: Σκληρός και θυμώδης. «Πουλύ αψύς είσι σήμερα, γιατί;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου