Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΑΦΗΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΕΝΤΑΚΟΡΦΙΩΤΗ ΤΣΟΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ...



Δύο μέρες μέσα στο ανάχωμα! κρύο χιονόνερο και η λάσπη μέχρι τα γόνατα και εκείνο το άτιμο το πολυβόλο απέναντι παρέα με εναν όλμο δεν αφήνουν ούτε το κεφάλι σου να βγάλεις έξω! 
Περιμένουμε νηστικοί βρεγμένοι να μας αλλάξουν,να βγούμε απ την τρύπα μας να ζεστάνουμε λίγο τα πόδια μας,να αλλάξουμε τα βρεγμένα ρούχα μας και να κλείσουμε λίγο τα μάτια μας πίσω στις σκηνές...  και τότε ακούγεται ο τρανός κρότος!!  Η οβίδα σκάει στα δύο μέτρα δίπλα,δυο τρεις φαντάροι ανατινάζονται κ σκοτώνονται και πέντε εξι τραυματίζονται!  Εγω μόλις συνήλθα λίγο από την ταραχή σηκώθηκα και βοηθούσα τους συναδέλφους.Τι να ιδείς!  Να συ κώβ η νίλα!  Κοιλιές έξω ,πόδια χέρια κομμένα,  διασκορπισμένα εδώ και εκεί!  Άλλος φωνάζει τη μάνα του άλλος τα παιδιά του, μη ρωτάς!  

Εγώ σήκωσα ένα συνάδελφο που έβγαζε αίμα από το στόμα του! Προσπάθησα να του το καθαρίσω από τα χώματα!Με κοίταξε αλλά δε με έβλεπε! Τα μάτια του ήταν άσπρα,ξεψύχησε στα χέρια μου!Κάτι με ενοχλούσε στο χέρι μου και είχα αίματα αλλά νόμισα οτι ήταν από τους τραυματίες, δεν έδωσα σημασία και κοίταγα να βοηθήσω.  Όμως σε λίγη ώρα το χέρι μου άρχισε να με πονάει και η παλάμη μου μούδιασε και έτρεχε αίμα.Τότε κατάλαβα οτι ήμουν χτυπημένος στο χέρι σοβαρά!  
Έβγαλα από το σακίδιο μου μια λουρίδα πανί που φύλαγα από καιρό και το έδεσα σφιχτά.Κάποια στιγμή σταμάτησε το πολυβόλο και ο όλμος και φάνηκε να έρχεται η αλλαγή,  Ήρθαν και οι τραυματιοφορείς για τους τραυματίες.  
Πεταχτήκαμε έξω απο το ανάχωμα και τραβήξαμε πίσω προς τις σκηνές. Πήραμε αναφορά! Επτά  στρατιώτες απόντες!  

Άρχισα να κάνω πυρετό και δεν ένιωθα το χέρι μου!  Φώναξα τον διμοιρίτη!  Βαρέθηκα του είπα στο χέρι δεν το νιώθω! Ύστερα από κάνα δυο ώρες με έβαλαν καβάλα σε ένα μουλάρι και με μετέφεραν πίσω στο πρόχειρο χειρουργείο πρώτων βοηθειών και αφού μου έκαναν αλλαγή, με μεγάλη ταλαιπωρία την άλλη μέρα έφτασα στα Γιάννενα στο Νοσοκομείο, Το χέρι μου πρησμένο κ μαύρο και ψηλός πυρετός. Την επόμενη το πρωί πέρασε ο γιατρός με τις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού.  Σταμάτησαν σε μένα και ο Συνταγματάρχης γιατρός μέ ρώτησε!  
''Πώς σε λένε στρατιώτη?'' 
 Εύζωνας:  ''ΦΑΡΜΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ  τ΄ Βλασίου του 2/39 συντάγματος ......ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ αναφέρθηκα!
''Τι έπαθες?'' με ρώτησε και κοίταξε το χέρι μου που ήταν δεμένο, είπε να μου το λύσουν για να το δεί.

Το κοίταξε καλά και με ειδικό φακό και κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά! Κούνησε το κεφάλι του και είπε: 
''Αυτόν ετοιμάστε τον για ακρωτηριασμό!'' 
Ενας βοηθός έβγαλε ένα χαρτί και ένα μολύβι και μου λέει: 
''υπέγραψε εδώ για να σου κόψουμε το χέρι γιατί έχεις γάγγραινα αλλιώς θα πεθάνεις''!

Τα έχασα, και δεν ξέρω πώς του πήρα τα στυλό και το πέταξα μακριά.  Δεν υπογράφω, δεν το κόβω το χέρι μου και ας πεθάνω του απάντησα!
''Υπέγραψε, μου είπε, θα πάρεις απαλλαγή, θα πας στο σπίτι σου, θα πάρεις σύνταξη αναπήρου''
''ΟΧΙ '' του είπα!
Εντάξει, απάντησε, ετοιμάστε τον για αλλαγή!  

Έφεραν ένα καρότσι με εργαλεία και άρχισαν τη δουλειά. Μου έσκισαν το χέρι σε εκατό μεριές και αφού αφαίρεσαν ότι σάπιο μπορούσαν το έδεσαν ξανά.

''Αύριο θα περάσω ξανά'' ειπε ο γιατρός ''... και θα σου πω αν ζήσεις ή θα πεθάνεις!!''

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό, ο πόνος και η αγωνία δε με άφηναν.Το πρωί πέρασε ο γιατρός κοιτάει το χέρι μου με ένα φακό και μου λέει;
''Σφίξε το χέρι σου στρατιώτη!''
Τι να σφίξω! δεν ένιωθα χέρι! 
''Σφίξε!'' μου λέει.
Προσπάθησα και είδα το γιατρό να χαμογελάει:
''Αυτός ο στρατιώτης το γλύτωσε το χερι του''
Με χτύπησε στον ώμο λέγοντας: ''Μπράβο ρε στρατιώτη τσολιά! Να γιατί θα ρίξουμε τους Ιταλούς στη θάλασσα!''

Σιγά σιγά το χέρι μου έγινε καλά. Έμεινα στο Νοσοκομείο ένα μήνα.Ύστερα γύρισα στο μέτωπο σαν βοηθητικός μέχρι τον Απρίλη του 41 που μπήκαν οι Γερμανοί και γυρίσαμε πίσω νικητές κατακτημένοι! Τζάμπα πολεμήσαμε, τζάμπα χάθηκαν τα παιδιά του κοσμάκη!  Δεκαεφτά μερόνυχτα περπατούσαμε ξυπόλυτοι και νηστικοί.  Άτακτη, ασύντακτη επιστροφή. Ο καθένας το τομάρι του! 

Μετά ακολούθησε η αντίσταση και ο εμφύλιος!  Άλλη κατάρα αυτή!  Ξανά το όπλο και ξανά στα βουνά...


Έσπρωξε με δυσκολία ένα κούτσουρο στη φωτιά γιατί το χέρι του δεν τον βοηθούσε καλά.
Το βλέπετε, λέει, το σημάδι στην παλάμη και το χέρι που είναι λιανότερο από το άλλο; Προίκα το έχω από την Αλβανία. Δεν μετάνιωσα που δεν το έκοψα για τη σύνταξη.Πολλοί αυτοτραυματίζονταν και έπαιρναν απαλλαγή και τώρα παίρνουν σύνταξη χωρίς ντροπή!

Γέμισε μια κούπα κόκκινο κρασί που πάντα είχε δίπλα του και αφού το ήπιε άρχισε να τραγουδά ένα πονεμένο δημοτικό τραγούδι (να αναστενάξω καημένη μάνα δε με ακούς...)!!

Η γιαγιά (βάβω) τυφλή από καταρράχτη χρόνια, γύρισε πλευρό στο αυτοσχέδιο κρεβατάκι στη γωνία μονολογώντας, 
''Αχ πως καρτέργαμει οι κίσσες κι καλιακούδες'' 
Η Μάνα άφησε κάτω μια μάλλινη κάλτσα που έπλεκε μουρμουρίζοντας ''Τα πες εκατό φορές ώρα Χρήστου, αύσει τα παιδιά να πάνει να κμηθούνει σκώνουντει μπονώρα'' 

και αφού έβαλε ένα καζάνι νερό στο τζάκι για να είναι ζεστό το πρωί να πλυθούμε, βγήκε για το κρεβάτι της.
Εμείς τα παιδιά ένα ένα σηκωθήκαμε να πάμε για ύπνο γιατί το πρωί ξυπνάγαμε νωρίς και είχε ποδαρόδρομο δέκα χιλιόμετρα για το γυμνάσιο στον Αγιο  Βλάση. Εξάλλου ο πατέρας κάποιο άλλο βράδυ με τη βοήθεια του κόκκινου κρασιού θα μας έλεγε μια άλλη αληθινή ιστορία για τον πόλεμο και τα βάσανα της Αλβανίας!  Όλες του οι ιστορίες τελείωναν με ένα ΑΧ για τα χαμένα παιδιά του πολέμου!

**Πέθανε το 1986 ετών 71 και ευτυχώς δεν πρόλαβε να δει τις εκατοντάδες χιλιάδες συντάξεις που μοίρασε το κράτος τις δεκαετίες 80-90 σε αντιστασιακούς που το 1940-49 ήταν μωρά παιδιά!!

Στη μνήμη του πατέρα μου που πολέμησε στην Αλβανία.



...Την ιστορία την αφηγήθηκε ο γιος του Φίλιππος Φαρμάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου