Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΔΑΡΗΣ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΝΟΣ ΛΑΪΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ο Κώστας Γίδαρης σε μικρή ηλικία.

[Μεταγραφή μιας προφορικής αφήγησης  του στιχουργού Κώστα Γίδαρη στη φιλόλογο Χρυσούλα Σπυρέλη, Ιούνιο 2012]

Ονομάζομαι Κώστας Γίδαρης. Άρχισα να γράφω απ’ τα δεκάξι-δεκαεπτά. Αλλού τα σκόρπαγα, αλλού τα πέταγα, δεν έγραφα συστηματικά. Πάντως ή στεναχωριόμουνα ή γλένταγα, έγραφα τραγούδια! Τα διάβαζα σε κάνα φίλο. Πιο πολύ τα διάβαζα στην παιδική μου φίλη που τελικά έγινε γυναίκα μου.

Μάνα μου είναι η Βαγγελή του Θόδωρου Πλυταριά απ’ τ’ Αμπέλια. Πατέρας μου είναι ο Θωμάς Γίδαρης απ’ τη Μαυριάδα Βάλτου. Τώρα είναι ερημωμένη. Ήλθε σώγαμπρος.
Η μάνα μου είχε παντρευτεί πρώτα το Βασίλη Σαλαούνη απ’ τη Βελάουστα (Πυργί). Τον είχαν υιοθετήσει μεγάλο, ο Βλάσης και η Κωσταντούλα Κοντογιάννη. Δεν του άλλαξαν όνομα.
Η μάνα μου απ’ τον πρώτο της γάμο απέκτησε το 1943 το Δημήτρη. Πέθανε όμως ο πατέρας του από πνευμονία το 1946. Πήγε να δουλέψει, ήταν μαραγκός. Μετά η μητέρα μου παντρεύτηκε τον Θωμά Γίδαρη. Εγώ δεν τον γνώρισα γιατί γεννήθηκα κοιλάρφανος. Αγρότης ήτανε. Μέναμε στον κάμπο στο σπίτι των Κοντογιανναίων. Μετά φκιάξαμε δίπλα ένα σπιτάκι. Από κάτω, ήταν το κατώι (για ελιές, καπνά, μέλι, λάδι, κλπ.) και από πάνω δωματιάκια να μένουμε.

Το πιο κοντινό σπίτι σε μας ήταν του Γιώργου Κοντογιάννη. Έμενε χειμώνα-καλοκαίρι εκεί. Παραδίπλα υπήρχαν κι άλλα σπίτια που κατοικούνταν καλοκαίρι γιατί ήταν κτηνοτρόφοι κι είχαν βλάχικα κονάκια και στα χειμαδιά.
Ήταν γειτονιά, λοιπόν, το σπίτι του Αποστόλη Κουτσοθανάση, τώρα οι απόγονοί  του μένουν στην Αθήνα. Ήταν του Κώστα Καραγιώργου (πατέρας του Νίκου), του Γιώργου Καραγιώργου (πατέρας της Νίκης και της Όλγας). Ήταν του Δημητρίου Κουτσοθανάση, στην τοποθεσία «Ξενιτιά» (πατέρας του Θωμά, του Δαμιανού, της Θεοδώρας και του Γιώργου). Έμενε επίσης κι ο Δημήτριος Καρακώστας (πατέρας του Χαραλάμπου, του Θανάση και της Μαρίας).

Το καλοκαίρι έμεναν σε τσιατούρι η Γεωργίτσα Μαρίνου με την οικογένειά της. Τα έφκιαναν κάτω από ένα δέντρο. Ήταν ακόμα το σπίτι του δασκάλου Χρήστου Κοντογιάννη. Θυμάμαι παιδί μικρό του πήγαινα εφημερίδα. Το ίδιο έκανα και στο δάσκαλο Οικονομίδη όταν ερχόταν συνταξιούχος κι έμεναν στο σπίτι που είχαν και αυτοί εκεί.
Τώρα αυτά τα σπίτια έπεσαν. Στο σπίτι του Κοντογιάννη τα καλοκαίρια έμενε ο Δημήτριος Σταθοκωστόπουλος (πατέρας του Βλάση και του Φώτη που είναι σήμερα στην Αθήνα). Ο μπάρμπα-Τάκης καλλιεργούσε τα κτήματα του δασκάλου. Το πρώτο πηγάδι ανοίχτηκε στο χωράφι του δάσκαλου Κοντογιάννη. Αργότερα έγιναν κι άλλα πηγάδια. Έφτιαξε ο Αποστόλης Κουτσοθανάσης, ο Δημήτριος Καρακώστας και ο Γιώργος Πλυταριάς, αδερφός της μάνας μου, που έβαζε καπνά στα χωράφια που είχε εκεί.

Από το πατρικό μου σπίτι και πάνω από το κτήμα του Οικονομίδη, μέχρι και το σπίτι του Κώστα Φρίτζου, που ήταν το τελευταίο στην τοποθεσία Στριγγάρι, όλο αυτό το μέρος ήταν γεμάτο αμπέλια!
Στο κτήμα των αδελφών Σπυρέλη υπήρχε το μεγαλύτερο και ψηλότερο δέντρο (Δρυς). Επάνω είχαν αγροφύλακες κρεβάτι και έλεγχαν όλη την περιοχή. Αυτό το δέντρο το έκοψε ο Γιάννης.
 Θυμάμαι ακόμα τον Τρύγο. Ερχόταν κι απ’ άλλα μέρη να δουλέψουν μεροκάματο. Γινόταν ομαδικά, όπως και στα καλαμπόκια, στον καπνό, στις ελιές. Όταν ερχόμουν σχολείο από τον Κάμπο στον Άγιο Βλάση είχα δυο δρόμους. Πότε ερχόμουνα απ’ τις Βαριές (σήμερα αυτό το μονοπάτι έγινε αυτοκινητόδρομος και είναι κοινοτικός). Άλλες φορές ερχόμουνα από το Στριγγάρι που ήταν πιο κοντινός και πέρναγαν τα ζώα. Γνώριζα όλα τα αμπέλια, τίνος είναι το καθένα και ήξερα ακόμα όλα τα καρποφόρα δέντρα. Έκλεβα και κάνα φρούτο.
Ξεκίνησα λοιπόν την α’ δημοτικού στον Άγιο Βλάση. Ερχόμουν με τον αδερφό μου, μετά αυτός τελείωσε το σχολείο, και ερχόμουν με τον Θόδωρο Σταθόπουλο και τον Θωμά Κουτσοθανάση. Στο δρόμο ανταμώναμε με τα παιδιά του Κώστα Μπαλωτή (τον Βλάση, την Μαρία, την Βούλα) όταν αυτά έμεναν στις Βαριές. Παραπάνω ανταμώναμε με τα παιδιά του Παρθένη, του Κρικώνη (τον Φάνη), με τον Ηλία και την Κική Κούρου, με την Ελένη, την Μανθούλα, την Κούλα Σαράκη (που χάθηκαν στο τραγικό δυστύχημα το 2005). Με τον Βλάση Κακκαβά και την αδερφή του Μαρία. Επίσης με τα παιδιά του Θόδωρου Κούρου (τον Γιώργο και την Μαρία) που έμεναν στον κάτω Άγιο Βλάση. Ανταμώναμε και με τα παιδιά του αγροφύλακα Κώστα Υφαντή (Τάκη, Αποστόλη, Νίκο, Μιχάλη, Βούλα) και μια χρονιά πρόλαβα και την Λαμπρινή του Γιάννη Κούτρη.

Η δασκάλα μας η Χαριτίνη το χειμώνα, μας υποχρέωνε να φέρουμε ένα ξύλο στο χέρι για να ζεσταθούμε. Τα ρίχναμε στην ξυλόσομπα του σχολείου. Εδώ στο χωριό δεν είχαν τον τρόπο να φέρουν όλοι ξύλα. Εγώ, θυμάμαι, έφερνα και για τον Αντώνη τον Ζήση.
Στον δρόμο όπως πήγαινα για το σχολείο έστηνα παγίδες για πουλιά και μερικές φορές έκανα κοπάνα με τον Θωμά. Όταν γύριζα από το σχολείο πέρναγα και κοίταζα μια-μια παγίδα. Μάζευα όσες είχαν πιασμένα πουλιά και ξανάστηνα τις πεσμένες. Είχα βέβαια και σφεντόνα, ήμουν βέβαια πολύ καλός στο σημάδι. Το βράδυ καθάριζα δίπλα στο τζάκι τα πουλιά για να είναι έτοιμα για μαγείρεμα. Έχω και σήμερα σφεντόνα, δεν χτυπάω όμως πουλιά. Την έχω να θυμάμαι τα νιάτα μου και να εξασκούμαι στο σημάδι. Η μητέρα μου, Χριστούγεννα Πάσχα μας νήστευε για να κοινωνήσουμε. Τον καιρό που νηστεύαμε μαζεύαμε τα πουλιά σε ένα μεγάλο πήλινο κιούπι, τα αλατίζαμε, όπως παστώναμε και το χοιρινό κρέας.
Εγώ στο σχολείο, τα έπαιρνα τα γράμματα, αλλά δεν ήθελα να διαβάσω. Ήμουν οπτικοακουστικός. Ό,τι άκουγα ή έβλεπα τα συγκρατούσα. Σπάνια άνοιγα βιβλία. Γι’ αυτό δεν ξέρω ορθογραφία. Περίμενα το διάλειμμα να παίξω, έκανα όλο ζαβολιές και δεν με έβαζε πότε με τα αγόρια να καθίσω γιατί τσακωνόμουν. Με έβαζε πάντα με τα κορίτσια.
Θυμάμαι, καθόμουν το περισσότερο καιρό με την Δήμητρα Παρθένη που ήταν πολύ καλή μαθήτρια, όμως δεν με άφηνε να αντιγράψω. Επίσης καλή μαθήτρια ήταν η Μαγδαληνή Τριάντη. Στην Τρίτη δημοτικού πήγα όλη την χρονιά στο σχολείο των Αμπελίων. Είχα μια δασκάλα λεγόταν Μπρούτα. Εκεί είχα άλλες παρέες. Τα πιο πολλά ήταν ξαδέρφια μου. Πάλι παγίδες έστηνα στο δρόμο. Αυτή η δασκάλα δεν μου έδινε καμιά σημασία. Η άλλη, η Χαριτίνη, ήταν δασκάλα που την σεβόσουν, την φοβόσουν, αλλά την αγαπούσες γιατί ήταν δίκαια. Στην Τετάρτη είχα δάσκαλο τον Χούσιο, ήταν πολύ αυστηρός. Μας σήκωνε απ’ τα αυτιά.

 Πέμπτη και έκτη τάξη συνέχισα στα Αμπέλια. Είχα δάσκαλο τον Φάνη Παπαθανάση. Μου έλεγε: «Μια ζωή αμπέλια των αλλωνών θα σκάβεις». Εγώ του απαντούσα: «Θα γίνω στρατιωτικός ή δημόσιος υπάλληλος», το οποίο και έγινε.
 Το 1962 τελείωσα το δημοτικό. Είχα την χαρά να γυρίσω ξέγνοιαστος με σφεντόνα και όπλο για πουλιά. Αλλά δεν κράτησε για πολύ. Πριν βγει το καλοκαίρι ο νονός μου ο Γιώργος Πολυχρόνης με πήρε στην Αθήνα και πρωτοδούλεψα σε εστιατόριο μέχρι και τα 15 μου χρόνια.
Έμενα με τον Νίκο του Βασίλη Υφαντή. Εκεί συνδέθηκα με την αδερφή του Γεωργία την οποία παντρεύτηκα. Ήθελα να φύγω από το εστιατόριο αλλά δεν ήθελα να στεναχωρήσω τον νονό μου. Τελικά έφυγα. Πήγα οικοδομή, δούλευα μωσαϊκά και μετά έμπλεξα με ένα φίλο πλασιέ και ξεκινήσαμε μαζί δουλειά. Ταξιδεύαμε Κόρινθο, Χαλκίδα και πουλάγαμε. Ούτε αυτή η δουλειά μου άρεσε. Μετά πήγα σε κεραμοποιό, νυχτερινά κέντρα και μετά πήγα φαντάρος. Πήγα και στα καράβια, πήγα Αραπιά, Αλγέρι, Αίγυπτο, Αγγλία, Κωστάντζα. Την πρώτη φορά κάθισα 1 χρόνο και την δεύτερη 10 μήνες και γύρισα ξανά. Άνοιξα και ένα περίπτερο με τον Χρήστο Πλυταριά τον εξάδελφό μου, στο Νέο Κόσμο αλλά και αυτό δεν κράτησε πολύ.
Άρχισα να γράφω ποιήματα κάθε φορά που με ενδιέφερε κοπέλα. Δεν την πλησίαζα με το συνηθισμένο καμάκι της εποχής αλλά φρόντιζα να μάθω πως την λένε. Ύστερα της έγραφα κάποιο δίστιχο και την πείραζα ποιητικά. Αυτό μου άρεσε. Από ένα ποίημα που έγραφα το μάζευα. Δεν ήταν ανάγκη όμως να τα γράφω. Τα συνδύαζα, τα έλεγα δυο-τρεις φορές και μου έμεναν για πάντα στο μυαλό. Είχα γράψει τόσα πολλά που άρχισα να τα συγκεντρώνω. Ό,τι δεν μ’ άρεσε το ξανα-άλλαζα ή έβαζα κάτι καλύτερο, ή τόνιζα πιο πολύ το δυσάρεστο ή το ευχάριστο.

19 Φεβρουαρίου 1977 ώρα 3:30 το μεσημέρι, παθαίνω διάτρηση στομάχου. Έμενα στο Αγρίνιο. Μέσα σε ένα τέταρτο ήμουν στην κλινική Κρικελή. Όταν ήλθε ο γιατρός Αλεξόπουλος να με δει του λέω: «Ειδοποίησε χειρούργο για να κάνω επέμβαση, έχω διάτρηση» Μου είπε ειρωνικά: «Έπρεπε να γίνεις χειρούργος». Γυρίζει στη νοσοκόμα και της λέει: «Κάνε του, μια ένεση Buscopan και δος του γάλα» Πόναγα όλη νύχτα και χτυπιόμουν. Δευτέρα πρωί ώρα 9 έρχεται ο χειρούργος Γιοβανίδης στην βάρδια του. Του λέει η νοσοκόμα τα σχετικά. Με εξετάζει. Γυρίζει, κλείνει την πόρτα. Αρχίζει τις βρισιές. Λέει: « Ο άνθρωπος έχει σπασμένο το στομάχι κατευθείαν χειρουργείο». Με προετοίμαζαν και μου έβαλαν νάρκωση. Όταν με έπιασε η νάρκωση, κατά περίεργο τρόπο, άκουγα τον γιατρό να λέει ότι δεν θα ζήσω. Είχα πάθει και περιτονίτιδα. Μετά την επέμβαση ο γιατρός είπε, όπως έμαθα: «Αν ξυπνήσει, ελπίζω». Εγώ όχι μόνο ξύπνησα αλλά πήγα να κατέβω και από το κρεβάτι.
Τότε έγραψα το πρώτο τραγούδι για μένα: «Τι θέλεις χάρε και χτυπάς». Ήμουν 30 χρονών.

Τι θέλεις Χάρε τι χτυπάς χαράματα την πόρτα
δεν σου ανοίγω για να μπεις είναι νωρίς ακόμα.

Εγώ κι αν είμαι άρρωστος Χάρε δεν θα πεθάνω
μην περιμένεις άδικα την χάρη δεν σου κάνω.

Θα πιω κρασάκι γνήσιο και την πληγή θα γιάνω
Θα την γλεντήσω την ζωή και γέρος θα πεθάνω.

Αν δεν στερέψει το κρασί και γέρος αν δεν γίνω
την πόρτα Χάρε μην χτυπάς ζωή δεν παραδίνω.

 Ακολούθησαν 3 εγχειρήσεις και έγινε όπως τα έλεγα. Σήμερα είμαι 65 χρονών. Έγραφα λοιπόν από τότε συνέχεια. Πολλά από αυτά είναι για την γυναίκα μου. Άλλα είναι για ευχάριστες στιγμές. Άλλα για δυσάρεστες. Έγραψα 4 για τον ανιψιό μου Βασίλη που χάθηκε 15 χρόνων το 1980. Το ένα «σου παραγγέλνω φίλε μου» μελοποιήθηκε.

Σου παραγγέλνω φίλε μου από το μαύρο χώμα
εσύ που είσαι ζωντανός εσύ που με λογιάζεις
Στον τάφο μου έλα για να δεις καντήλι να μου ανάψεις
 χορτάριασε το μνήμα μου έλα να βοτανίσεις
το χώμα κάνε ανάλαφρο μήπως και με αναστήσεις
και τον χαμό μου φίλε μου ποτέ μην λησμονήσεις
Στιχουργός Κων/νος Γίδαρης

Από εκεί και πέρα άρχισα να ασχολούμαι πολύ έντονα με τον στίχο. Γνώρισα πολλούς μουσικούς. Μου έλεγαν να του δίνω στίχους, αλλά δίσταζα.
Βρέθηκε όμως ο μουσικοσυνθέτης Αδαμάντιος Κάλλης με τον οποίο συνεργάστηκα. Τον γνώρισα σε γλέντι. Του είπε ένας φίλος μου ότι γράφω. Τα είδε και μετά συνεργαστήκαμε. Αυτό έγινε το 1998.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε με τον τίτλο τραγούδια μελοποιημένα. Στίχοι: Κώστας Γίδαρης. Μουσική: Αδαμάντιος Κάλλης (1999 και 2002). Είναι κατοχυρωμένα στην ΑΕΠΙ.
Οι πρώτοι μου ακροατές ήταν η οικογένεια και οι φίλοι. Στους φίλους μου και στους συναδέλφους μου δεν τα έδινα ποτέ να τα διαβάσουν. Ήμουν ανορθόγραφος δεν ήθελα να δουν το γράψιμό μου. Τους τα έλεγα απέξω και μάλιστα γρήγορα-γρήγορα για να μην τα πολύ ψηλαφούνε. Αν είχαν ενδιαφέρον και με ρωτούσαν, έλεγα λεπτομέρειες. Όποιος με άκουγε με πρόσεχε και με ρώταγε γιατί δεν τα δίνεις για μελοποίηση.
«ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΠΩΣ ΓΡΑΦΩ»
Μπορεί να επηρεαστώ από μια συζήτηση, ένα τραγούδι που ακούω και με συγκινεί ή κάτι που βλέπω ή διαβάζω και μου προκαλεί ενδιαφέρον. Τότε αυτομάτως θα βγάλω δικούς μου στίχους.
Μια μέρα καθόμουν στα Γιάννενα σε μια ψησταριά και έτρωγα, στο δρόμο μπροστά από την λίμνη που πάει στο κάστρο. Εκεί είναι ένας πλάτανος και μια βρύση.
Δίπλα μου έτρωγαν δυο γεροντάκια. Λέει ο ένας «Τι ωραίος πλάτανος». «Να ξερες την ιστορία του» λέει ο άλλος. Άρχισα να στήνω αυτί « Πριν τελειώσουν τον Κατσαντώνη οι Τούρκοι που βαράγανε με τις βαριές εδώ τον κρέμασαν και ξεψύχησε».
Δεν ήθελα τίποτε άλλο να ακούσω. Πριν τελειώσω το φαγητό έγραψα και το ποίημα.

Πλάτανος στα Γιάννενα ποτέ του δεν ανθεί
Γιατί έχει το κρίμα στο κορμό και το νερό στην ρίζα
Γιατί κρεμάσανε οι άπιστοι ψηλά τον Κατσαντώνη.
Γι’ αυτό και δεν καρπεί και δεν ανθούν οι κλώνοι.
Βαρύς είναι ο ίσκιος του δροσιά πια δεν χαρίζει
 πίνει νερό από την λίμνη, που πνίξαν την Φροσύνη.

Άλλο περιστατικό.
Γινόταν στον Άη Βλάση του 2008 τα Καραισκάκια. Πρώτη φορά ήρθα στον εορτασμό. Λίγο μετά την σύνταξη. Ανέβηκα με τον Γιάννη Μέντζο και τα εγγόνια του στην Κορομηλιά. Είδαμε την θεατρική παράσταση και ενθουσιάστηκα πολύ. Μου άρεσε που ο κόσμος ήταν κατάχαμα κάτω από τα έλατα. Χωρίς πολυτέλειες και καρέκλες. Παρακολουθούσε όλος ο κόσμος σαν να ζούσε το πραγματικό 21. Πάνω στο ύψωμα έβλεπα το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Έβλεπα, όσους λάβανε μέρος. Έλληνες ή Τούρκοι νόμιζα ήταν στην εποχή του 21. Ενθουσιάστηκα κι έφτιαχνα στίχους στο μυαλό μου την στιγμή που έβλεπα. Δεν τους έχω γράψει ποτέ στο χαρτί. Τους έχω στο μυαλό μου. Γράψτο!

Ήταν πρωί και συννεφιά κι ανταριασμένα τα χωριά
και μια φωνή ακούστηκε στα έλατα στη ράχη
Ήταν φωνή του στρατηγού του Γιώργου Καραϊσκάκη
Που πάτε ορέ μεμέτηδες που πάτε παλιό Τούρκοι
Εδώ το λέω Κορομηλιά Ταμπούρι Καραϊσκάκη
Που Αγραφιώτες τα κρατά μαζί με Ακαρνάνες
Αν θέλετε να περάσετε τ’ άρματα παραδώστε
Αλλιώς γιουρούσι κάνουμε κανείς δεν θα γλυτώσει!

Άλλο περιστατικό.
Ήμουν κοντά στα σύνορα Αλβανίας για κυνήγι. Σταματάει  ένα αυτοκίνητο μ’ ένα ζευγάρι. Εκεί που ήταν ήσυχα και ωραία, άρχισαν να τσακώνονται, μόνο που δεν χειροδίκησαν. Εμένα δεν με βλέπανε. Μετά από λίγο φύγαν. Τότε έβγαλα και το τραγούδι.
Λυπάμαι που σε γνώρισα χαίρομαι που σ’ αφήνω.
 Γιατί η καρδιά μου εμένανε μοιάζει με ένα κρίνο.
 Και δεν το έχω πια σκοπό εσύ να τη μαράνεις.
Μ’ αυτή την άστατη ζωή πάντοτε που κάνεις.
Φεύγω και παίρνω την καρδιά σου κι αφήνω εδώ τον κρίνο
 μη με φωνάζεις για να ρθω γιατί δεν θα σου κρίνω.

Άλλο περιστατικό.
Ήμασταν μαζί με τον μουσικοσυνθέτη στο στούντιο για να μελοποιήσουμε τα τραγούδια. Αυτός που είχε αναλάβει να βγάζει την κασέτα γυρίζει και μου λέει με λίγη ειρωνεία «Όλα αυτά δικά σου είναι εσύ τα έγραψες;». Του απαντώ: « Αν δεν μου τα κλέψει κανένας δικά μου είναι». Με ρωτάει πάλι: «Μπορείς να γράψεις ένα τραγούδι;». Πίναμε ουίσκι. Του λέω «Βάλε ένα ακόμα ποτηράκι, δος μου στυλό και χαρτί και πες μου τι περιεχόμενο θέλεις». Δεν ξέρω για ποιο λόγο, διάλεξε να μου πει ότι θέλει θρησκευτικό περιεχόμενο. Μέσα σε 10 λεπτά του πήγα 2 γραμμένα και όχι 1. Το πρώτο έχει μελοποιηθεί. Ο τίτλος του είναι «Αν δεν το μπορείς βρε άνθρωπε». Το δεύτερο και μιας και μου είπε θρησκευτικό περιεχόμενο το βρήκα πιο εύκολο. Αυτόματα έγραψα το εξής και όταν μελοποιήθηκε το αφιέρωσα στον ανιψιό μου που χάθηκε.

Φύτεψα δενδρολίβανο, φερμένο απ’ τ’ Άγιο Όρος
 για ναναι το χώμα ανάλαφρο, δροσιά να σου χαρίζει.
 Να γαληνέψει την ψυχή ώσπου να έρθει η Κρίση.
Σαν έρθει γιε μου ο Χριστός, ο Θάνατος θα σβήσει
και την ζωή που έχασες αιώνια θα ζήσεις.

Όταν τα είδε και τα δυο, λέει στον μουσικοσυνθέτη να αφαιρέσουμε από τα τραγούδια που είχαμε προγραμματίσει και να βάλουμε αυτά τα δυο.
«Δεν σου τα δίνω και τα δυο, μόνο το ένα θα σου δώσω» του απάντησα. Και του έδωσα μόνο το πρώτο.
Έχω γνωρίσει στα Γιάννενα και άλλους που σκάρωναν αμέσως στίχους σε στόλιζαν με καλαμπούρι, με κατάλληλες λέξεις. Στην δουλειά μου επίσης συνάντησα συναδέλφους που γράφανε άλλα ποιήματα με άλλου στυλ, πιο σοβαρό. Εμένα μου αρέσει να έχει νόημα και ομοιοκαταληξία το ποίημα.
Είμαι και μίμος. Ας με συγχωρέσει η μάνα μου γι’ αυτό που θα πω. Πίσω από μια πατλιά έκανα την κότα. Βγαίνει η μάνα μου και φωνάζει «Δεν ακούς την μοναστηριακή είναι έξω ακόμα». Ερχόταν από εδώ, πήγαινε από εκεί, πουθενά να δει την κότα. Της λέει η Γιώργαινα «Δεν είναι κότα, ο Κώστας κάνει την κότα». Μου λέει η μάνα μετά «άι παιδάκι μ΄ φεύγα δεν καν’ς εσύ για εδώ. Πήγαινε παραπέρα να βρεις το ταλέντο». Με θαύμαζε η μάνα μου. Άλλες φορές της έκανα τον Σταυρίδη…

Από το σόι της μάνας μου ποιήματα γράφει και ο Χρήστος Πλυταριάς.
Αυτά είχα να πω. Τώρα άκου και μερικούς στίχους  από ευχαρίστηση τους αφιερώνω:
Λουλούδι είσαι του βουνού και νούφαρο της λίμνης
Στο Κλήμα εσύ γεννήθηκες στον έλατο στην βρύση.
Η μοίρα σου σε μοίρανε σε στόλισε η φύση
Και προίκισαν σωστά με γνώση και με χάρη
Στολίδι είσαι Χρύσα μου και του ’Αι -Βλασού καμάρι
Στιχουργός: Κωνσταντίνος  Γίδαρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου