Το διήγημα του Θόδωρου Σπυρέλη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 45 (1996) του περιοδικού "Αραμπά" στο Αγρίνιο, του οποίου ιδρυτής, ο εκδότης και ο βασικός συντάκτης ήταν τότε ο κ.Παντελής Φλωρόπουλος.
Σε βρήκα απόγευμα, πεσμένη μέσα σε κάτι χαλάσματα πάνω απ’ το κολυμβητήριο. Σε βρήκα
εντελώς τυχαία.Στην αρχή σε πέρασα και σε δρασκέλισα νομίζοντας πως ήσουν παλιό πεταμένο στρώμα, αλλά μου κίνησε την περιέργεια το μπουφάν που φόραγες,έτυχε να έχω κι εγώ ένα ίδιο, το φόραγα εκείνη την η μέρα και όταν κοίταξα καλύτερα, τότε σε είδα, ήσουν άνθρωπος ή μάλλον έμοιαζες με άνθρωπο, ήσουν μπρούμυτα πεσμένη και τα πόδια σου ήταν μπερδεμένα με κάτι σακούλες από σκουπίδια, το κεφάλι σου, πού ήταν το κεφάλι σου;
Ναι, ήταν κι αυτό κάτω από μια παλιά πλαστική λεκάνη.
Πήγα να φύγω. Δεν μ’ ένοιαζε γι' αυτό που είδα και δεν μπορούσα φυσικά ν’ ασχοληθώ μ' αυτό, όχι γιατί είμαι τόσο απάνθρωπος, αλλά κι εγώ μέσα στα χαλάσματα δεν είχα καμιά δουλειά, άσχετα αν είχα περάσει τη βραδιά μου κι όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα, πάνω σ’ ένα παλιό στρώμα σε μια γωνιά στα ερείπια.Είχα ξεμυτίσει από κει αργά το απόγευμα για ν’ αποφύγω τις συνέπειες του χθεσινού κυνηγητού της ασφάλειας σε μια “μπούκα”.
Πήγα να φύγω. Δεν μ’ ένοιαζε γι' αυτό που είδα και δεν μπορούσα φυσικά ν’ ασχοληθώ μ' αυτό, όχι γιατί είμαι τόσο απάνθρωπος, αλλά κι εγώ μέσα στα χαλάσματα δεν είχα καμιά δουλειά, άσχετα αν είχα περάσει τη βραδιά μου κι όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα, πάνω σ’ ένα παλιό στρώμα σε μια γωνιά στα ερείπια.Είχα ξεμυτίσει από κει αργά το απόγευμα για ν’ αποφύγω τις συνέπειες του χθεσινού κυνηγητού της ασφάλειας σε μια “μπούκα”.
Γύριζα ξανά πίσω όταν άκουσα κάτι σαν βογγητό και αναρωτήθηκα αν είναι ζωντανό αυτό το κουφάρι.
Πλησίασα και τότε κατάλαβα αμέσως: ένα μικρό κουταλάκι και μια σύριγγα ή ταν δίπλα σου. Σ’ έπιασα απ’ την πλάτη και σε γύρισα ανάσκελα και τότε ... με έκπληξη είδα ότι ήσουν ένα κορίτσι όχι πάνω από δεκαοχτώ χρονών. Σε ρώτησα αν είσαι καλά και μου είπες ότι "ποτέ δεν ήσουν τόσο καλά όσο τώρα".
Έπειτα είπες “βόηθα με να σηκωθώ”. Οταν κάθησες πάνω σ’ ένα όγκο σκουπιδιών με ρώτησες τί ώρα είναι.
Πλησίασα και τότε κατάλαβα αμέσως: ένα μικρό κουταλάκι και μια σύριγγα ή ταν δίπλα σου. Σ’ έπιασα απ’ την πλάτη και σε γύρισα ανάσκελα και τότε ... με έκπληξη είδα ότι ήσουν ένα κορίτσι όχι πάνω από δεκαοχτώ χρονών. Σε ρώτησα αν είσαι καλά και μου είπες ότι "ποτέ δεν ήσουν τόσο καλά όσο τώρα".
Έπειτα είπες “βόηθα με να σηκωθώ”. Οταν κάθησες πάνω σ’ ένα όγκο σκουπιδιών με ρώτησες τί ώρα είναι.
Ίσως εξήμισυ” σου είπα, γέλασες και είχες γέφυρα στα κάτασπρα δόντια σου. “Θα πρέπει να έχω πάνω από τρεις ώρες εδώ", είπες κι ένα πικρό γέλιο χαράχτηκε στο πρόσωπό σου.
Πρέπει να είσαι όμορφη συλλογίστηκα και τράβηξα μια χούφτα σκουπίδια από τα μακριά μαύρα μαλλιά σου. “Είμαι χάλια” είπες και προσπάθησες να σηκωθείς.
Δεν πρόλαβα να σε πιάσω κι έπεσες πλάγια αυτή τη φορά και χτύπησες πάνω σ’ ένα σπασμένο γυαλί και κόπηκες στο αυτί σου. Άρχισε να τρέχει αίμα, θα πάθεις τίποτα σου είπα, “δεν πειράζει αίμα είναι, καλό μου κάνει . . . Πήγα ταξίδι.. είπες". Για δύό τρεις ώρες περίπου, είπα, και γέλασες πολύ δυνατά αυτή τη φορά.,,
Πρέπει να είσαι όμορφη συλλογίστηκα και τράβηξα μια χούφτα σκουπίδια από τα μακριά μαύρα μαλλιά σου. “Είμαι χάλια” είπες και προσπάθησες να σηκωθείς.
Δεν πρόλαβα να σε πιάσω κι έπεσες πλάγια αυτή τη φορά και χτύπησες πάνω σ’ ένα σπασμένο γυαλί και κόπηκες στο αυτί σου. Άρχισε να τρέχει αίμα, θα πάθεις τίποτα σου είπα, “δεν πειράζει αίμα είναι, καλό μου κάνει . . . Πήγα ταξίδι.. είπες". Για δύό τρεις ώρες περίπου, είπα, και γέλασες πολύ δυνατά αυτή τη φορά.,,
"Λες να πέθαινα;”, αναρρωτήθηκες, “μπορεί να έχω πεθάνει κιόλας. Πρέπει να είμαι σίγουρα νεκρή,πρέπει να πέθανα το μεσημέρι”
Για μια στιγμή αναρωτήθηκα κι εγώ αν είμαι ζωντανός ή είχα πεθάνει κι εγώ το μεσημέρι. Γελάσαμε κι οι δύο μαζί Είμαστε νεκροί από ώρα και ζωντανοί - νεκροί εδώ και χρόνια, αλλά αυτή τη φορά την πατήσαμε! Πεθάναμε και πεθάναμε για τα καλά μέσα στα χαλάσματα, μέσα στα σκουπίδια, μέσα στα
“μ έ σ α σ ε ό λ α".
-Σήκω τώρα, να δούμε, περπατάς:Είχε αρχίσει να βρέχει. “Δεν αντέχω τη βροχή” είπες, “δεν τη μπορώ”. Κι εγώ δεν τη μπορώ, αλλά τί να κάνουμε. Έλα τώρα, σήκω να δούμε τί θα κάνουμε.
Σηκώθηκες με μεγάλο κόπο και ίσιωσες το κορμί σου; “πού πάμε;"
-Πάμε να φύγουμε από αυτό το νεκροταφείο. Πρόσεξε λίγο τις πέτρες. Γλυστράνε. Δεν πρόλαβα να σου το πω και προσγειώθηκες ξανά, ευτυχώς αυτή τη φορά ομαλά και δεν χτύπησες. Σε βοήθησα να σηκωθείς και σ’ έπιασα απ’ το χέρι .Ακριβώς λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν το κολυμβητήριο.
Για μια στιγμή αναρωτήθηκα κι εγώ αν είμαι ζωντανός ή είχα πεθάνει κι εγώ το μεσημέρι. Γελάσαμε κι οι δύο μαζί Είμαστε νεκροί από ώρα και ζωντανοί - νεκροί εδώ και χρόνια, αλλά αυτή τη φορά την πατήσαμε! Πεθάναμε και πεθάναμε για τα καλά μέσα στα χαλάσματα, μέσα στα σκουπίδια, μέσα στα
“μ έ σ α σ ε ό λ α".
-Σήκω τώρα, να δούμε, περπατάς:Είχε αρχίσει να βρέχει. “Δεν αντέχω τη βροχή” είπες, “δεν τη μπορώ”. Κι εγώ δεν τη μπορώ, αλλά τί να κάνουμε. Έλα τώρα, σήκω να δούμε τί θα κάνουμε.
Σηκώθηκες με μεγάλο κόπο και ίσιωσες το κορμί σου; “πού πάμε;"
-Πάμε να φύγουμε από αυτό το νεκροταφείο. Πρόσεξε λίγο τις πέτρες. Γλυστράνε. Δεν πρόλαβα να σου το πω και προσγειώθηκες ξανά, ευτυχώς αυτή τη φορά ομαλά και δεν χτύπησες. Σε βοήθησα να σηκωθείς και σ’ έπιασα απ’ το χέρι .Ακριβώς λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν το κολυμβητήριο.
Άρχισε να σουρουπώνει, είχαν ανάψει τα φώτα στις μεγάλες πισίνες και μια ομάδα έκανε
προθέρμανση, ίσως για κάποιο αγώνα.
προθέρμανση, ίσως για κάποιο αγώνα.
Κατεβήκαμε στο δρόμο, πήγαμε στην άκρη απ’ το συρματόπλεγμα και τους κοιτάζαμε καθώς έπεφταν στο ζεστό νερό. "Κάποτε είχα πάρει ένα χάλκινο μετάλλιο στο ελεύθερο στην πεταλούδα Δεν ήμουν καλή. Μπορεί κάποια μέρα να τα κατάφερνα, αλλά τώρα... άστα" . .
-Εγώ δεν ξέρω καθόλου να κολυμπάω. Δοκίμασα πολλές φορές, αλλά τίποτα. "Δεν είναι τίποτα δύσκολο”, είπες κι άρχισες να γελάς.
Έβαλες το χέρι σου στις τσέπες απ’ το μπουφάν και ξαφνικά αγρίεψες!"Αμάν! Μου έπεσε μάλλον εκεί που με βρήκες. Σε παρακαλώ, πάμε ξανά. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε". Κατάλαβα τι πρέπει να είχες χάσει, δεν πρόκειται να βρεις τίποτα μέσα στη νύχτα, δεν τ’ αφήνεις καλύτερα για αύριο, "όχι είναι μεγάλη ανάγκη! Δεν μπορείς να με καταλάβεις ... και δεν έχω κι άλλα χρήμα τα να αγοράσω άλλο.Αμάν τί έπαθα βρε παιδί μου, σε παρακαλώ πάμε ξανά.”
Πήγαμε, ανάψαμε έναν αναπτήρα και ξαφνικά ...το είδα. Ήταν ένα μικρό ασημένιο χαρτί Εκεί μέσα ήταν η πρέζα. Έκανα ένα βήμα προς τα πλάγια λέγοντας ότι είναι αδύνατον να βρούμε αυτό που ψάχναμε μέσα στη νύχτα, και το πάτησα με το τακούνι του παπουτσιού μου πολύ δυνατά, ώσπου το ένοιωσα να χώνεται μέσα στο χώμα.
Έβαλες το χέρι σου στις τσέπες απ’ το μπουφάν και ξαφνικά αγρίεψες!"Αμάν! Μου έπεσε μάλλον εκεί που με βρήκες. Σε παρακαλώ, πάμε ξανά. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε". Κατάλαβα τι πρέπει να είχες χάσει, δεν πρόκειται να βρεις τίποτα μέσα στη νύχτα, δεν τ’ αφήνεις καλύτερα για αύριο, "όχι είναι μεγάλη ανάγκη! Δεν μπορείς να με καταλάβεις ... και δεν έχω κι άλλα χρήμα τα να αγοράσω άλλο.Αμάν τί έπαθα βρε παιδί μου, σε παρακαλώ πάμε ξανά.”
Πήγαμε, ανάψαμε έναν αναπτήρα και ξαφνικά ...το είδα. Ήταν ένα μικρό ασημένιο χαρτί Εκεί μέσα ήταν η πρέζα. Έκανα ένα βήμα προς τα πλάγια λέγοντας ότι είναι αδύνατον να βρούμε αυτό που ψάχναμε μέσα στη νύχτα, και το πάτησα με το τακούνι του παπουτσιού μου πολύ δυνατά, ώσπου το ένοιωσα να χώνεται μέσα στο χώμα.
Έκανα μια απότομη στροφή, κι αυτό ήταν! Έπειτα κάθισα σε μια πέτρα με τον αναπτήρα αναμμένο. Τώρα είπα από μέσα μου, ψάξε όσο θέλεις. Δεν πρόκειται να βρεις τίποτα. Απολύτως τίποτα Κουράστηκες να ψάχνεις κι αποφάσισες να φύγουμε. Είχαμε γίνει μούσκεμα απ’ τη βροχή. Όταν κατεβήκαμε στο δρόμο, είδα ότι σου έλειπε ένα τακούνι απ’ τις μπότες σου, ήσουν για κλάματα μ’ αυτά τα λασπωμένα ρούχα και χωρίς τακούνι.Σου έβγαλα και το άλλο για να μπορείς να περπατάς καλύτερα.
Καθώς περπατούσες και πήγαινες αριστερά και δεξιά σαν μεθυσμένη, σκεφτόμουν αν έπρεπε να σ' αφήσω. Δεν είχα καμιά δουλειά μ' ένα πρεζάκι που σε λίγο θ’ άρχιζε να ζητάει ξανά της δόση της.
Εξ άλλου ήταν πολύ χάλια η κατάστασή μου και δεν μπορούσα ν' ασχοληθώ μαζί του. Καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά κοντοστάθηκα για λίγο να πάρω κάποια απόφαση.
Είχες πάρει το δρόμο προς τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, εγώ θα πήγαινα προς το Παναθηναϊκό Στάδιο. Γύρισες, κοίταξες προς τα πίσω και μόλις είδες πως δεν θα ερχόμουνα μαζί σου, φώναξες δυνατά κλαίγοντας:
Είχες πάρει το δρόμο προς τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, εγώ θα πήγαινα προς το Παναθηναϊκό Στάδιο. Γύρισες, κοίταξες προς τα πίσω και μόλις είδες πως δεν θα ερχόμουνα μαζί σου, φώναξες δυνατά κλαίγοντας:
"Δεν θα μ' αφήσεις μόνη μου. Τί σόι άνθρωπος είσαι, δεν βλέπεις σε τι κατάσταση βρίσκομαι, γιατί φεύγεις;”, κι έπεσες ανάσκελα σ’ ένα παγκάκι κάτω απ' τη στάση ενός λεωφορείου.
Ήρθα κοντά σου και κάθισα δίπλα σου αργά, μη ξέροντας ακόμα τι να κάνω, δεν είχα και τσιγάρα "δεν έχω ούτε εγώ” μου είχες πει κλαίγοντας. Πήρα δυό από ένα περαστικό, τα ανάψαμε, δεν έλεγες τίποτα. Άρχισες να τρέμεις, κρυώνεις; σε ρώτησα, “καλύτερα να μ’ άφηνες να πεθάνω ... τώρα τί θα κάνω; Αν πέθαινα θα γλύτωνα ... Είδες τί μου έκανες;"
Ήρθα κοντά σου και κάθισα δίπλα σου αργά, μη ξέροντας ακόμα τι να κάνω, δεν είχα και τσιγάρα "δεν έχω ούτε εγώ” μου είχες πει κλαίγοντας. Πήρα δυό από ένα περαστικό, τα ανάψαμε, δεν έλεγες τίποτα. Άρχισες να τρέμεις, κρυώνεις; σε ρώτησα, “καλύτερα να μ’ άφηνες να πεθάνω ... τώρα τί θα κάνω; Αν πέθαινα θα γλύτωνα ... Είδες τί μου έκανες;"
Κοίτα που βγήκα και χρεωμένος συλλογίστηκα, αλλά την άλλη φορά να είσαι σίγουρη θα σ’ αφήσω να πεθάνεις σου είπα γελώντας.
"Δεν έχω και χρήματα, δεν έχεις και συ;",δεν έχω, μήπως έχεις καμιά ιδέα; σε ρώτησα
"Δεν έχω και χρήματα, δεν έχεις και συ;",δεν έχω, μήπως έχεις καμιά ιδέα; σε ρώτησα
"Πονάω ολόκληρη," απάντησες, "δεν μπορώ να κουνηθώ. Βλέπεις έχασα και την πρέζα . . . εσύ δεν πίνεις;" ρώτησες, μοιάζεις για πρεζάκιας ... Σε ρώτησα πόσο καιρό πίνεις, “δυό μήνες”, μου απάντησες. Δυό μήνες σκέφτηκα δεν είναι τίποτα δύσκολο για να κόψει κάποιος την πρέζα, είναι πολύ εύκολο. Δύσκολο είναι όταν είναι πάνω από πέντε μήνες τουλάχιστον.
Σηκώθηκες και ζήτησες εσύ αυτή τη φορά τσιγάρα από έναν περαστικό, αυτός σου έδωσε ολόκληρο το πακέτο. Είχες το θράσος να του ζητήσεις και χρήματα, σου έδωσε δεκαπέντε δραχμές.
Τρία τάληρα...
Έτσι βγάζεις τη δόση σου; ζητώντας δεκάρικα και εικοσάρικα απ’ τους περαστικούς; σε ρώτησα και τσαντίστηκες: “Και συ τί κάνεις ρε; Κλέβεις και τη βγάζεις;”
Έγώ, ναι! Κλέβω ... αλλά δεν είμαι και πρεζάκιας .. . και δεν πέφτω μέσα στα χαλάσματα για να πεθάνω, τι να το κάνω τέτοιο ποτό; Κανένα "τσιγάρο" πίνω. Η πρέζα δεν μ’ αρέσει..
Καθήσαμε συζητώντας διάφορα πράγματα. Ήσουν καλό κορίτσι. Είχες ένα χρόνο που ήρθες στην Αθήνα Ήσουν δεκαοχτώ χρονών. Στην αρχή δούλεψες κομμώτρια. Αυτός που σου είχε μάθει την πρέζα είχε πεθάνει με τη σύριγγα στο χέρι λίγες βδομάδες αφού τον είχες γνωρίσει.
Τρία τάληρα...
Έτσι βγάζεις τη δόση σου; ζητώντας δεκάρικα και εικοσάρικα απ’ τους περαστικούς; σε ρώτησα και τσαντίστηκες: “Και συ τί κάνεις ρε; Κλέβεις και τη βγάζεις;”
Έγώ, ναι! Κλέβω ... αλλά δεν είμαι και πρεζάκιας .. . και δεν πέφτω μέσα στα χαλάσματα για να πεθάνω, τι να το κάνω τέτοιο ποτό; Κανένα "τσιγάρο" πίνω. Η πρέζα δεν μ’ αρέσει..
Καθήσαμε συζητώντας διάφορα πράγματα. Ήσουν καλό κορίτσι. Είχες ένα χρόνο που ήρθες στην Αθήνα Ήσουν δεκαοχτώ χρονών. Στην αρχή δούλεψες κομμώτρια. Αυτός που σου είχε μάθει την πρέζα είχε πεθάνει με τη σύριγγα στο χέρι λίγες βδομάδες αφού τον είχες γνωρίσει.
Δεν είχες κανέναν εδώ, ούτε σπίτι, ούτε φίλους, χρώσταγες σε κάτι βαποράκια, δεν πήγαινες στις πλατείες εδώ και δυό μέρες γιατί είχες προβλήματα.Τώρα είχες ξεμείνει κι από πρέζα δεν ήξερες τί να κάνεις ...
Το τελευταίο “βάρεμα” θα σε λυτρώσει από όλα αυτά, αλλά όπως είπες, ευθύνομαι εγώ που
γλύτωσες..
γλύτωσες..
Είπες ακόμα ότι θα κάνεις μία προσπάθεια μήπως καταφέρεις να την κόψεις, αλλά πώς, χρειάζονται χρήματα, σπίτι και λίγα φάρμακα, καλό φαγητό κι όλα αυτά . . .
Μετά σκέφτηκες ότι ήταν δύσκολο ... και καθώς κούναγες τις δεκαπέντε δραχμές στο χέρι, σου ήρθε η ιδέα!
Μου την είπες και μένα, δεν ήταν τίποτα δύσκολο: ο τύπος που σε έκανε κέφι όταν ήσουν κομμώτρια! Θα τον έπαιρνες τηλέφωνο να έρθει να σε πάρει, θα τον έστηνες φυσικά και θα κλέβαμε το σπίτι με τα κλειδιά που σου είχε δώσει, όταν θα τον χρειαζόσουνα.
Μου την είπες και μένα, δεν ήταν τίποτα δύσκολο: ο τύπος που σε έκανε κέφι όταν ήσουν κομμώτρια! Θα τον έπαιρνες τηλέφωνο να έρθει να σε πάρει, θα τον έστηνες φυσικά και θα κλέβαμε το σπίτι με τα κλειδιά που σου είχε δώσει, όταν θα τον χρειαζόσουνα.
Ήταν γύρω στα πενηνταπέντε με εξήντα χρονών, τον κέρατά, και ήθελε εσένα, ε λοιπόν του αξίζει.
Η “δουλειά”, έγινε! Δεν αργήσαμε καθόλου, ξέχασες και την πρέζα και τη χαρμάνα και όλα
Ήταν αρκετά τα χρήματα, μαζί με τα κοσμήματα ήταν ακόμα πιο πολλά, “τώρα είμαστε εντάξει”, είπες κι άρχισες να γελάς. Κάναμε κι ένα ζεστό μπάνιο μέσα στο σπίτι αυτουνοΰ του μάγκα, είχαμε ώρα μπροστά μας, τον είχες στείλει στο αεροδρόμιο ...
Ήταν αρκετά τα χρήματα, μαζί με τα κοσμήματα ήταν ακόμα πιο πολλά, “τώρα είμαστε εντάξει”, είπες κι άρχισες να γελάς. Κάναμε κι ένα ζεστό μπάνιο μέσα στο σπίτι αυτουνοΰ του μάγκα, είχαμε ώρα μπροστά μας, τον είχες στείλει στο αεροδρόμιο ...
Σίγουρα μέσα στη βροχή και στην κίνηση ... είχαμε αρκετό χρόνο. Εγώ ξυρίστηκα και βγάλαμε αρκετή βρωμιά από πάνω μας. Το σπίτι το ήξερες πολύ καλά, σίγουρα είχες ξαναέρθει, δεν σε ρώτησα τίποτα.
Φύγαμε και κατεβήκαμε στην Ομόνοια, ήταν λίγο αργά.Στην πλατεία Βάθης νοικιάσαμε ξενοδοχείο, είχαμε πάρει και φαγητό από ένα σουβλατζίδικο. Πήρα ένα γνωστό μου τηλέφωνο και μας έφερε λίγη "φούντα” περάσαμε καλά μέχρι την άλλη μέρα... Πήγαμε και ψωνίσαμε ρούχα, γέμισες δύο μεγάλες τσάντες, αγόρασες και μια βαλίτσα, πήρες καλλυντικά από ένα φαρμακείο ... σε ρώτησα αστεία αν πήρες καμιά σύριγγα. Με κοίταξες και μου είπες: “δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπιώ πρέζα”, εγώ σου είπα δεν σε πιστεύω.
Φύγαμε και κατεβήκαμε στην Ομόνοια, ήταν λίγο αργά.Στην πλατεία Βάθης νοικιάσαμε ξενοδοχείο, είχαμε πάρει και φαγητό από ένα σουβλατζίδικο. Πήρα ένα γνωστό μου τηλέφωνο και μας έφερε λίγη "φούντα” περάσαμε καλά μέχρι την άλλη μέρα... Πήγαμε και ψωνίσαμε ρούχα, γέμισες δύο μεγάλες τσάντες, αγόρασες και μια βαλίτσα, πήρες καλλυντικά από ένα φαρμακείο ... σε ρώτησα αστεία αν πήρες καμιά σύριγγα. Με κοίταξες και μου είπες: “δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπιώ πρέζα”, εγώ σου είπα δεν σε πιστεύω.
Όταν άλλαξες ρούχα στο ξενοδοχείο έγινες “γαμώ τις κούκλες”, ήσουνα σίγουρα όμορφο κορίτσι Εκείνο το βράδυ πήγαμε παντού. Περάσαμε αφάνταστα ωραία όλο μ’ αγκάλιαζες και με φιλούσες, μού λεγες πως μ' αγαπάς και τέτοια.
Αργά τα ξημερώματα είχες γίνει στουπί στο μεθύσι, μετά άρχισες να κλαις μέχρι που πήγαμε στο ξενοδοχείο.
Την άλλη μέρα μάζεψες τα πράγματά σου κι αποφάσισες να φύγεις για το χωριό σου. Έρχονταν Χριστούγεννα είχες χρήματα, θα πήγαινες στους δικούς σου. Μου άφησες το τηλέφωνο. Σε πήρα ανήμερα των Χριστουγέννων, ήσουν καλά και χάρηκες. Σε ρώτησα αν θα έρθεις στην Αθήνα, μου είπες ότι είχες ένα δεσμό μ' ένα αγόρι από κει κοντά, είπες ότι σίγουρα πηγαίνετε για “καλό σκοπό", σου ευχήθηκα να είναι πάντα έτσι καλά, να είσαι ευτυχισμένη στη ζωή σου, “και συ το ίδιο” μου είπες, “και σ’ ευχαριστώ για όλα, να με παίρνεις συχνά κι όταν θα είναι ο γάμος μου να έρθεις, είσαι φίλος μου”.
Ήταν Χριστούγεννα 1988, σε ξέχασα μέσα σε λίγες μέρες, δεν ξαναήρθες στο μυαλό μου, ούτε στη σκέψη μου ήρθες... Μόνο αργότερα... Πέρασε ένας χρόνος περίπου που είμαι στη φυλακή, και ήρθες...
Ήρθες στη δεύτερη σελίδα απογευματινής εφημερίδας. Σε βρήκαν με μια σύριγγα στο χέρι μέσα σ’ ένα παλιό ακατοίκητο σπίτι στην Αθήνα...
Αυτή τη φορά πέθανες στ’ αλήθεια. Τώρα δεν θα σε ξεχνούσα ποτέ.
Ευχαριστούμε τον κ.Παντελή Φλωρόπουλο για την παραχώρηση του δημοσιεύματος,εκδότη και δημοσιογράφου της εβδομαδιαίας εφημερίδας του Αγρινίου "Αναγγελία".
Την άλλη μέρα μάζεψες τα πράγματά σου κι αποφάσισες να φύγεις για το χωριό σου. Έρχονταν Χριστούγεννα είχες χρήματα, θα πήγαινες στους δικούς σου. Μου άφησες το τηλέφωνο. Σε πήρα ανήμερα των Χριστουγέννων, ήσουν καλά και χάρηκες. Σε ρώτησα αν θα έρθεις στην Αθήνα, μου είπες ότι είχες ένα δεσμό μ' ένα αγόρι από κει κοντά, είπες ότι σίγουρα πηγαίνετε για “καλό σκοπό", σου ευχήθηκα να είναι πάντα έτσι καλά, να είσαι ευτυχισμένη στη ζωή σου, “και συ το ίδιο” μου είπες, “και σ’ ευχαριστώ για όλα, να με παίρνεις συχνά κι όταν θα είναι ο γάμος μου να έρθεις, είσαι φίλος μου”.
Ήταν Χριστούγεννα 1988, σε ξέχασα μέσα σε λίγες μέρες, δεν ξαναήρθες στο μυαλό μου, ούτε στη σκέψη μου ήρθες... Μόνο αργότερα... Πέρασε ένας χρόνος περίπου που είμαι στη φυλακή, και ήρθες...
Ήρθες στη δεύτερη σελίδα απογευματινής εφημερίδας. Σε βρήκαν με μια σύριγγα στο χέρι μέσα σ’ ένα παλιό ακατοίκητο σπίτι στην Αθήνα...
Αυτή τη φορά πέθανες στ’ αλήθεια. Τώρα δεν θα σε ξεχνούσα ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου