Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΙΛΛΙΠΑ ΚΑΡΑΜΟΥΖΗ.......

Ο Φίλλιπος...
Δεν είχαμε και πολλά σημεία συνάντησης  στο χωριό, όταν βγαίναμε στα μαγαζιά στα ανήσυχα παιδικά μας χρόνια ,παρά μόνο δυο και δεν χρειαζόταν καμιά συνεννόηση γι αυτό. Τον χειμώνα ή όταν έβρεχε μαζευόμασταν κάτω από το υπόστεγο του παλιού ταχυδρομείου που στεγαζόταν στο ισόγειο του διωρόφου σπιτιού του Λευτέρη Σκάνδαλου.
Όταν είχε λιακάδα,μαζευόμασταν στον πλάτανο που ήταν απέναντι ακριβώς,έτσι, όπως έβγαινες από την ανηφόρα του παλιού καλντεριμιού ,στου Πολίτη το σπίτι και έπιανες τον δημόσιο δρόμο.
Στα καφενεία ,καθόταν  μόνο οι μεγάλοι για να παίξουν το χαρτί τους και να πιουν το ουζάκι τους. Στα μπακάλικα  πηγαίναμε μόνο να ψωνίσουμε κάτι στα γρήγορα και να φύγουμε, αφού η παραγγελιά της μάνας μας έπρεπε να εκτελεστεί άμεσα και γρήγορα..
Το γρήγορα ήταν μόνο μια κουβέντα,ειδικά μετά τα ψώνια,κι αυτό γιατί όλο και κάτι  τις,περίσσευε στις τσέπες μας από τα ρέστα, παρότι  μας κυνηγούσε   η φωνή της μάνας μας σε όλη τη διαδρομή: "Τα ρέστα να τα φέρεις πάλι  όλα πίσω"! 
Η τσέπη μάς έτρωγε από τα λιγοστά κέρματα που μας απέμειναν από τα ψώνια  κι όλο θέλαμε να ξεκλέψουμε κάτι απ' αυτά..
Έτσι στην επιστροφή, για να ισοφαρίσουμε την σπατάλη,προσθέταμε κάποια γραμμάρια από  ζύγι, έτσι κι αλλιώς σχεδόν  όλα  χύμα ήταν τότε..Λίγο οι πατάτες,λίγο οι σκόνες,λέγαμε και ότι κάτι μας έπεσε στον δρόμο  κι έτσι,το ταληράκι το ξεκλέβαμε,άλλοτε για κάποιο γλύκισμα,άλλοτε για κάνα περιοδικό, -Σεραφίνο,Τιραμόλα ή μικρό καουμπόι- και ..άλλοτε για τσιφτινάκι!!
Το τσιφτινάκι.... 
Το τσιφτινάκι ,είχε όλα τα στοιχεία των παιχνιδιών της αλάνας ,ήταν διασκεδαστικό και εύκολο ,μόνο που χρειαζόταν χρήματα! Τα χρήματα από τα ρέστα, ήταν για μας η καλύτερη ευκαιρία.. 
Κυκλοφορούσαν βέβαια και ιστορίες παιδιών που είχαν χάσει όλα τα χρήματα από τα κάλαντα στο τσιφτινάκι ,αλλά μάλλον ήταν διαδόσεις.. 
Η διαδικασία απλή:Χαράζαμε μια  οριζόντια γραμμή στο έδαφος  και σηματοδοτούσαμε τα όρια της  με δυο κάθετες μικρές γραμμές στην αρχή της και στο τέλος. Καθορίζαμε μια απόσταση περίπου 4 μέτρων το ελάχιστο. Έπειτα συμφωνούσαμε με τι κέρμα θα παίξουμε,φράγκο δίφραγκο η τάληρο.
Σπάνια παιζόταν μεγάλα κέρματα..Με δεκάρικο αγόραζες μισό κιλό κιμά. Μία δραχμή έκανε η σοκολάτα. Ήταν λεφτά τότε όσο και να το κάνεις...
Αφού καθορίζαμε λοιπόν την απόσταση τραβούσαμε και την γραμμή από όπου θα ρίχναμε τα κέρματα και την οποία κανείς δεν έπρεπε να παραβιάσει.Έπειτα, ο καθένας με την  την σειρά ρίχναμε τα νομίσματα.  Αυτός που έριχνε πιο κοντά η πάνω στην γραμμή έπαιρνε τα νομίσματα και τα έστριβε,δηλαδή τα πετούσε στον αέρα.
Οι κορώνες που έπεφταν στο έδαφος ήταν δικές του. Μετά την σειρά έπαιρνε ο δεύτερος κοντύτερος κοντά στην γραμμή και τα ξαναστριβε κι έπαιρνε τις κορώνες του.

Μάλλον έξω από το, τότε  καφενείο  του Κακκαβά..

Ήταν αρχές 1980, Το ψιλόβροχο μας είχε καθηλώσει κάτω από το την βεράντα του διώροφου σπιτιού,δίπλα από το ταχυδρομείο.
Χαζολογούσαμε με τα κέρματα,κάναμε  προπόνηση τα ρίχναμε και τα στρίβαμε χωρίς να παίρνουμε τα κέρδη μας.Δεν είχε ουσία το παιχνίδι με 3 άτομα μόνο,δεν είχε ,γέλιο τσακωμό,γκρίνια και όλα αυτά που ανεβάζαν την ατμόσφαιρα και το κάναν διασκεδαστικό. Δεν ήταν μόνο το κέρδος. Ήμασταν τυχεροί που δεν παίζαμε απλά ένα τυχερό παιχνίδι.
Παίζαμε ξόχαστα και περιμέναμε.Κοιτάζαμε τα σοκάκια μήπως ξεκαμπίσει κάποιος να γίνουμε πιο πολλοί,να χει το παιχνίδι ενδιαφέρον.

Από το βάθος του δρόμου,στο μαγαζί του Τριάντη περίπου 300 μέτρα μακριά μας,ακούσαμε φωνές..
-Ε ωρεέ περιμένετε έρχομαι και γω!!.
Αυτός είναι ο Φίλλπας είπε  ο Γιώργος και βγήκαμε όλοι  καταμεσής στον δημόσιο δρόμο να τον  δούμε.
Κρατούσε ομπρέλα και κουνούσε το ελεύθερο χέρι του  φωνάζοντας και χαιρετώντας.
Πάντα έτσι έκανε όταν ερχόταν από το σπίτι του κι έφτανε στην στροφή του  καφενείου του Τριάντη, λίγο πριν πιάσει  την ευθεία που ήταν όλα τα μαγαζιά  του χωριού. Φώναζε μόλις μας έβλεπε  έλεγε κουβέντες διάφορες, αλλά εμείς μόνο τις μισές καταλαβαίναμε γιατί τις σκόρπαγε  ο χειμωνιάτικος αέρας.
Γελούσαμε  χωρίς να τα ξέρουμε τι λέει.Ο τρόπος του και μόνο έφτανε!
Όταν ερχόταν ο Φιλλιπας ξεχνούσαμε  ότι κεσάτι είχαμε. Μας έπαιρνε αμπάριζα με την χαρούμενη διάθεση του.
Έτσι  ήταν ο Φίλιππας,αυθόρμητος και γνήσιος. Ειλικρινής ευθύς.Φιλότιμος μέχρι εκεί που δεν πάει.Πρώτα οι φίλοι και μετά αυτός. Χωρατατζής ακόμα και στην στεναχώρια του.
Ο Φίλιππος ,ίσως την εποχή της ιστορίας στο "πάρκο" του μπάρμπα Γιάννη του Σβόλη....

Ο Γιώργος , ο μεγαλύτερος της παρέας, τον έπιασε από "τα μούτρα" με του που μας ζύγωσε:
-Εσένα περιμέναμε να το στρώσουμε έλα Φίλιππα,θα μας πιάσει το σουρούπωμα..
-Τι ρε παιδιά;
-Τι; Ρωτάς; Δεν βλέπεις την γραμμή; Την έχουμε χαράξει είμαστε έτοιμοι..
-Όχι ρε παιδιά,δεν μπορώ σήμερα,δεν γίνεται..
-Γιατί;
-Δεν υπάρχει γιατί..Η μάνα μου μου δώσε λεφτά μετρημένα..Τσίμα τσίμα για μισό κιλό κιμά..Δεν περισσεύει δεκάρα,πάω κιόλας να τα αγοράσω..
-Όπα περίμενε τι βιάζεσαι και συ..Δηλαδή..αν πάρεις 450 γραμμάρια κιμά δεν σου περισσεύει ένα πενηντάλεπτο;
-Περισσεύει ναι..
Τότε δεν ήταν όπως σήμερα. Το γραμμάριο. είχε αξία και ο μπάρμπα Θόδωρος ο Κούρος-Θεός σχωρέστον- ήταν ακριβοδίκαιος στο ζύγισμα.
-Και θα καταλάβει την διαφορα δηλαδή η μάνα σου;Συνέχισε ο Γιώργος..
-Σιγά μην την καταλάβει..
-Άντε μια γύρα μόνο τότε,πενηνταλεπτα παίζουμε..
-Εντάξει παιδιά μια γύρα μόνο,μέσα..Μετά φεύγω..
Η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να παίξει κι έψαχνε αφορμές..Στηνόμαστε και ρίχνουμε..Τελευταίος κοντά στην γραμμή ο Φίλιππος  ποτέ δεν έστριψε..Τζίφος το πενηντάλεπτο.
Έφερε μια γύρα γύρω από τον εαυτό του..
-Δηλαδή ρε παιδιά άμα πάω 400 γρ. κιμά θα το καταλάβει η μάνα μου;
-Μπααα  αποκλείεται λέμε εμείς μ ένα στόμα,λες και ήμασταν συνεννοημένοι..
-Ε..Τότε πάμε για δεύτερη γύρα!!
Δεύτερη γύρα πάλι τα ίδια ..Ξανά χαμένος , ξανά πάλι έκπτωση στο ζύγι,και πάλι ξανά στην γραμμή..
Τον έπιασε απογοήτευση..έκατσε πάνω σε κάτι τσιμεντόλιθους που τα χαν πρόχειρα οι ταχυδρόμοι να ακουμπούν τα δέματα..
-Φεύγω δεν παίζω άλλο ..
-Κάτσε ρε Φίλιππα,ξανά ο Γιώργος..Δεν μπορεί να σε πάει έτσι συνέχεια..Την άλλη φορά μας τα μάζεψες κανονικά,εικοσάρικο και βάλε κέρδισες..Μπορεί να γυρίσει η τύχη..Κι αν γυρίσει πας μισό κιλό κιμά κανονικά.έτσι δεν είναι;
-Πάω ναι..
Το ξαναστρώνουνε..μια δυο ,τρεις ριξιές.
Τζίφος και πάλι..έχασε και το τελευταίο πενηντάλπτο..
Ακούμπησε πάνω στην κολόνα  του διώροφου σπιτιού μονολογώντας..
-Πωωώω τι λέω στην μάνα μου τώρα;
-Πήγαινε και πάρε βερεσέ ρε Φίλλιπα,τι το σκέφτεσαι;Πέντε πάνω πέντε κάτω στο τεφτέρι....Σιγά μην καταλάβει ο πατέρας σου 10 δραχμές παραπάνω...
Όλοι τότε είχαμε βερεσέδια στα μπακάλικα του χωριού. Λίγες οικογένειες δεν είχαν.Οι πατεράδες μας μόλις πιάνανε λεφτά τα εξοφλούσαν και μετά από λίγο καιρό ξαναμπαίνανε στο τεφτέρι..
-Λέτε  ρε; αναθάρρησε ο Φίλιππας.
-Λέμε..Τράβα μην το σκέφτεσαι..
Πήρε απότομα μια μεταβολή ,πέταξε μερικά γεια ξεψυχισμένα και πήγε στο κρεοπωλείο του Κούρο-Θόδωρου..
Σταματήσαμε το παιχνίδι και πήγαμε από κοντά του να δούμε τι θα γίνει..Μπήκε μέσα και μεις σταθήκαμε τάχα αμέριμνοι λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα..Ο μπάρμπα Θόδωρος κοντά στα 60 τότε,άνθρωπος στιβαρός και  σοβαρός,δεν σήκωνε και πολλά χωρατά,ειδικά από μας τα λιανοπαίδια.
 Ήταν τίμιος και εργατικός ,όπως όλοι άλλωστε τότε..Κείνη την ώρα που μπήκε ο Φίλιππος ακόνιζε τα χατζάρια του να τεμαχίσει ένα καινούριο σφάγιο..
-Γεια σου  Φίλιππα ,του πε με σκυμμένο το κεφάλι, μόλις τον είδε να μπαίνει, χωρίς καν να τον κοιτάξει..
-Γεια σου Μπάρμπα Θόδωρε...Σ' ήθελα....Είχε σκεφτεί πως θα φέρει την κουβέντα για το βερεσέ και ήταν έτοιμος. 
Ο μπάρμπα Θόδωρος,έβαλε το σφάγιο στην γωνία που θελε, ,και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από την κόφτρα σημάδεψε κι έκοψε το κρέας λέγοντας:
Κι εγώ σ' ήθελα Φίλλιπα
-τι κυρ Θόδωρε;
-Πότε γυρνάει ο πατέρας σου από το έργο;
-Δεν ξέρω μάλλον το Σάββατο που τελειώνουν,γιατί;
-Ξέρω λείπει καιρό..Αλλά να..μόλις έρθει πες του να μην ξεχάσει εκείνα τα βερεσέδια..Ξέρω ότι θα ρθει και μοναχός του,μα μην το ξεχάσει μοναχά..
Μαρμάρωσε,αυτό ήταν,έφυγε και η τελευταία του ελπίδα για βερεσέ..
-Ξεχνιούνται αυτά μπάρμπα Θόδωρε ....τι λες τώρα ;
 Άρχισε να τρίβει τα χέρια του από την αμηχανία..Κόμπιαζε,τι να λεγε τώρα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα;
-Λεγε τώρα, βιάζομαι ,τι θες..Έχω σφάγιο να κόψω ..
Ναι Μπάρμπα Θόδωρε...Θα σ'πω..
-Ε πες...Το αυστηρό του ύφος δεν άφηνε περιθώρια για χασομέρια..
-Να... κόψεμ...
Τι να πει;Στη τσέπη δεν είχε φράγκο, η μάνα του η κυρά Χρυσάνθη μια ώρα περίμενε τον κιμά,έπρεπε κάτι να κάνει, να βρεί μια λύση έστω και την ύστατη ώρα,και στα 14,δεν ήταν εύκολη υπόθεση αυτό..
-Θα πεις Φίλιππα;Δεν θα ξημερώσουμε ,έχουμε και άλλες δουλειές..
-Κόψεμ..Να από αυτό εκεί το κομμάτι..Μάταια προσπαθούσε να κερδίσει  χρόνο μπας και του ρθει καμιά φαεινή ιδέα..
-Ποιο Κομμάτι;
Ανέμισε το δάκτυλό του από την μια άκρη στην άλλη των τσιγκελιών,που ταν καρφωμένα φρεσκοκομμένα κρέατα,αλλά η απόφαση δεν έβγαινε..Και πως να 'βγαινε δηλαδή;
-Λέγε βιάζομαι σου πα!Η απότομη φωνή του δεν σήκωνε πολλά πολλά..
-Από αυτό κόψε.. 
-Απ αυτό;Ποιο δηλαδή; 
-Κόψεμ ναι...
-Τι μωρέ παιδάκι,με γκάστρωσες!
-Κόψεμ ...Κόψεμ..
Έκανε δυο βήματα πίσω,ανασκαλεύοντας την άδεια τσέπη του..
-Κόψεμ καλύτερα ένα χερ' ξύλο μπαρ μπα Θόδωρε.γιατί από μυαλό είμαι φλοέρα!!
Γύρισε απότομα κι έφυγε  αφήνοντας τον μπάρμπα Θόδωρο να τον κοιτάει απορημένος..
Εμείς απέξω είχαμε λυθεί στα γέλια..
Δεν σταμάτησε.Πέρασε από μπροστά μας,έκανε μια απότομη μεταβολή, κι έφυγε για το σπίτι του.
Λίγα μέτρα μετά σταμάτησε,γύρισε το κεφάλι του,ίσα ίσα να τον βλέπουμε,και μας είπε,γελώντας κι αυτός:
Μην γελάτε ρε,πάλι θα σας τα πάρω!!
Άνοιξε την ομπρέλα του,και με τον ίδιο τρόπο που ήρθε, έφυγε.
Σήκωσε το χέρι του  μας χαιρέτησε με την πλάτη γυρισμένη και περπατώντας  γρήγορα προς το σπίτι του,χάθηκε  μέσα στην αντάρα της αποβροχιάς:
Γειά ωρεέ,Γειααά.....


Σε σχολική παράσταση στο Λύκειο..Διακρίνονται από αριστερά: Σπυριδούλα Νταλαπέρα,Χρυσούλα Νταλαπέρα ο Φίλλιπος και Μαριάνθη Κοντού.

Τα λόγια του  καθενός που φεύγει από την ζωή κρατούν κρατούν την μνήμη του ζωντανή,ιδιαίτερα σ
ε μας, τους φίλους του:Εμένα, τον Γιώργο,τον Δημήτρη,τον Κώστα,σε όλους ,συνομήλικούς του και μη..
Κάθε φορά που συναντιόμαστε,έχουμε να πούμε και μια ιστορία του..Και κάθε φορά λέμε πόσο μεγάλη είναι η απουσία του.
Ο Φίλιππος έφυγε από την ζωή μόλις 23 χρονών σε τροχαίο δυστύχημα το 11-8-1989..
Αυτή η ιστορία είναι γραμμένη στην μνήμη του..
,
Σε γενέθλια του μάλλον το 1986..Πάνω αριστερά: Γιώργος Μάλαινος,η αδελφή του Κατερίνα,ο Φίλλιπος.
Κάτω η αδελφή του Ιουλία, και δίπλα εγώ..


Πέτρος Σπυρέλης












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου