Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Κώστας Σβόλης: "Η εικόνα ενός άστεγου, μου 'δωσε το έναυσμα για να αρχίσω να γράφω"



Ο Κώστας Σ. Σβόλης,συντοπίτης μας,με καταγωγή από τον Άγιο Βλάση Αγρινίου,μας εξέπληξε ευχάριστα με τις πρώτα του συγγραφικά του έργα:
Το "Μαζί τους" και το "Δικαίωμα των νεκρών".
Στο δεύτερο βιβλίο αναδύεται έντονη η μυρωδιά του χωριού των γονιών του.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δυο βιβλία γράφτηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και απέσπασαν πολύ καλές κριτικές!
Επ΄ ευκαιρίας της παρουσίασης των έργων του,στον τόπο καταγωγής του,στην πλατεία Αγίου Βλασίου στις 18/8/2019 στις 8 το βράδυ,νοιώσαμε την ανάγκη να τον γνωρίσουμε καλύτερα, θέτοντας του κάποιες ερωτήσεις που θα ήθελαν να μάθουν πρώτα από όλα και οι αναγνώστες του:


1. Κώστα, η καταγωγή σου είναι από τον Άγιο Βλάση Αγρινίου και ο πατέρας σου, ο Σωτήρης, ήταν ζωγράφος.
Πες μας λίγα πράγματα για σένα, την καταγωγή σου αλλά και για τον πάτερα σου, που άφησε πλούσιο έργο πίσω του.

Και οι δυο γονείς μου είναι από τον Άγιο Βλάση, οπότε, όπως καταλαβαίνεις, έχω πολύ ισχυρούς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής μου. Ακόμα και αν τα τελευτά χρόνια δεν είναι εύκολο να έρχομαι τόσο τακτικά όσο θα ήθελα, οι μνήμες των παιδικών και νεανικών χρόνων από το χωριό είναι τόσο έντονες ώστε να αποτελούν ένα δομικό κομμάτι του εαυτού μου. Δυο γιαγιάδες και δυο παππούδες, θείες και μπαρμπάδες, άπειρα ξαδέρφια και καλοί φίλοι, μνήμες, ιστορίες, παιχνίδια, μονοπάτια και τοποθεσίες, χαρές, λύπες, αποχαιρετισμοί... Ο Άγιος Βλάσης και όλη η ευρύτερη περιοχή δεν είναι απλά ένας τόπος καταγωγής αλλά ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, η πατρίδα των παιδικών μου χρόνων.
Ο πατέρας μου ανήκε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα γενιά ανθρώπων που –μολονότι δεν σπούδασαν– είχαν μια βαθιά κουλτούρα, σε αυτόν οφείλω την αγάπη μου για το διάβασμα και την λογοτεχνία. Στις επισκέψεις μας στο χωριό από μικρό παιδί άκουγα τις συζητήσεις του με τον θείο μου τον Γιάννη, τον θείο μου τον Βλάση, τον θείο μου τον Κώστα Σχίζα, τον Νίκο τον Σκιαδά, τον Μάλαινο, τον Κούκη και άλλους που μπορεί να ξεχνάω τώρα. Το χιούμορ, το ήθος της αντιπαράθεσης που είχαν στις διαφωνίες τους και η οξυδέρκειά τους εγγράφηκαν μέσα μου και επηρέασαν πολύ τον τρόπο της σκέψης μου.
Ο πατέρας μου, αυτοδίδαχτος ζωγράφος, είχε την τύχη και την ατυχία να ασκεί την τέχνη του και για βιοποριστικούς λόγους. Ζωγράφισε λοιπόν παρά πολλές ελαιογραφίες χωρίς ποτέ του να κάνει κάποια έκθεση. Νομίζω όμως ότι θα συμφωνούσε κι αυτός πως οι πίνακες ζωγραφικής επιτελούν καλύτερα τον ρόλο τους ως ζωγραφική τέχνη όταν αποτελούν κομμάτι της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων παρά ως εκθέματα στις γκαλερί και τα μουσεία. Οι πιο πολλοί από τους πίνακες που ζωγράφισε έχουν πουληθεί, και θέλω να ελπίζω ότι είναι ακόμα κρεμασμένοι στους τοίχους των σπιτιών αυτών που τους αγόρασαν, ένα σχετικά μικρό μέρους τους έχει μείνει στην οικογένεια μας. Τα θέματά του ήταν επηρεασμένα από την καθημερινή ζωή και κυρίως από τη ζωή της υπαίθρου, στην οποία και του άρεσε να ζωγραφίζει· ακόμα τον θυμάμαι να ζωγραφίζει μπροστά από το εκκλησάκι της Αγια-Σωτήρος όταν κάποια καλοκαίρια μέναμε στο Αμπελάκι. Το χωρίο, τα τοπία του και οι άνθρωποι του ήταν πάντα πηγή έμπνευσης γι' αυτόν.

2. Ξαφνικά στα σαράντα σου ξεκινάς συγγραφική πορεία!
Τι σε ώθησε σε αυτό; Υπήρχαν προηγούμενες συγγραφικές δράσεις;

Από αρκετά νωρίς είχα αρχίσει να γράφω άρθρα και ρεπορτάζ σε διάφορα έντυπα τους ευρύτερου ριζοσπαστικού πολιτικού χώρου. Το πρώτο ήταν το 1988 στο περιοδικό Ακροβασία στο Χαλάνδρι, μετά ακολούθησε η έκδοση του περιοδικού Απέναντι Όχθη στην Λαμία όπου σπούδαζα και από το 1994 ως το 1998 μετείχα στην συντακτική ομάδα της εβδομαδιαίας εφημερίδας Η εποχή. Ακολούθησε η συμμετοχή μου σε διάφορα περιοδικά και δικτυακούς τόπους,  εδώ και ένα χρόνο μετέχω στο σάιτ πόλη Κ.
Μέχρι το 2012 η σχέση μου με την συγγραφή ήταν κυρίως δοκιμιακού και άμεσα πολιτικού χαρακτήρα. Το 2012 όμως, καθώς έκλεινε ένας μεγάλος κύκλος κοινωνικών αγώνων που είχε ξεκινήσει το 2008, ένοιωσα ότι δεν μου αρκούσαν τα εργαλεία της μάχιμης πολιτικής δημοσιογραφίας για να εκφραστώ.
Ένα τυχαίο γεγονός λοιπόν, η εικόνα ενός άστεγου που διάβαζε ένα βιβλίο σ' ένα πάρκο, έδωσε το έναυσμα για να αρχίσω να γράφω το Μαζί τους, το πρώτο μου μυθιστόρημα. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό ότι να γράψω λογοτεχνία.   



3. Μέσα σε τρία χρόνια δυο βιβλία που απέσπασαν πολύ καλές κριτικές! Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σου στις δυο δουλειές σου;

Παρόλο που τα δύο βιβλία μου έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, υπάρχουν κάποιες σταθερές συντεταγμένες. Ειδικά στο πρώτο βιβλίο, όσο και να προσπάθησα να βγάλω την πολιτική από το κάδρο και να εμείνω σε πιο υπαρξιακές αναζητήσεις αυτή επέστρεφε από το παράθυρο. Στο δεύτερο βιβλίο, Το δικαίωμα των νεκρών, είχα πλέον συμφιλιωθεί μ' αυτό. Με αφορά πολύ να βλέπω τις ιδιαίτερες διαδρομές των προσώπων που κατασκευάζω μέσα σ' ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, το οποίο, αν και δεν είναι υπαρκτό με την κυριολεκτική έννοια του όρου, αντανακλά τα ζητήματα της εποχής μας. Ταυτόχρονα τα πρόσωπα των βιβλίων μου δεν είναι απλά κομπάρσοι στα γεγονότα, προσπαθώ να έχουν μια αυθύπαρκτη οντότητα, να είναι ολοκληρωμένα και άρα αντιφατικά, όπως άλλωστε είμαστε όλοι οι άνθρωποι, αποφεύγοντας μονοσήμαντους «χαρακτήρες». Πέρα από μιαν αρχική ιδέα και ένα πρώτο πρόσωπο, ως τώρα γράφω και φτιάχνω την ιστορία μου την ώρα της συγγραφής, ακόμα και τα κεντρικά πρόσωπα δημιουργούνται στην εξέλιξη αυτής της διαδικασίας και αποτελούν και αυτά τα ίδια πηγή έμπνευσης ώστε η ιστορία να πάει παρακάτω και να ολοκληρωθεί.

4. Πόσο ο τόπος καταγωγής σου επηρέασε τον τρόπο σκέψης σου και πού υπάρχει –αν υπάρχει– στα δυο μυθιστορήματά σου;

Το Μαζί τους είναι ένα καθαρά αθηναϊκοκεντρικό βιβλίο, μια περιπλάνηση στους δρόμους και της γειτονιές της μεσογειακής μητρόπολης η οποία περιγράφεται χωρίς ποτέ να αναφέρεται με το όνομά της. Αντίθετα Το δικαίωμα των νεκρών εξελίσσεται και σε άλλους τόπους. Ένας από αυτούς, το χωριό του Βασίλη, θα μπορούσε να είναι το χωριό μας. Τον Άγιο Βλάση και τις γύρω περιοχές αλλά και τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν ο πατέρας μου και οι μπαρμπάδες μου έφερνα στο μυαλό μου σαν πρώτη ύλη για να κατασκευάσω τη δικιά μου μυθοπλασία. Δεν πρόκειται φυσικά για μια κλασική καταγραφή αυτών των ιστοριών, γι’ αυτό λέω ότι αποτέλεσαν την πρώτη ύλη: εννοώ ότι αυτές είναι που με βοήθησαν  να ανασυνθέσω μιαν αίσθηση της πραγματικότητας. Είναι ιστορίες που ίσως και να έχουν υπάρξει ή μπορεί να υπάρξουν στο μέλλον, είναι ο μύθος που είναι απαραίτητος για να διασωθεί η πραγματική ιστορία. Ο μύθος είναι δουλειά των λογοτεχνών και η Ιστορία των ιστορικών.
Η αίσθηση της ελευθερίας που αποπνέουν τα ψηλά βουνά είναι –χάρη στο χωριό μας– βαθιά χαραγμένη μέσα μου όπως και η ελευθερία που σε όλες τις εκφάνσεις της είναι ένα από τα κεντρικά ζητούμενα και στα δυο μυθιστορήματα που έχω γράψει.
Υπάρχει στο Δικαίωμα των νεκρών μια αρχετυπική φιγούρα, ο μπαρμπα-Νίκος, μέσα από τον οποίο προσπαθώ να κάνω μια συνολική αναφορά τόσο στη γενιά του πατέρα μου όσο και παλιότερων προσώπων. Καθώς «έχτιζα» τον μπαρμπα-Νίκο, σκεφτόμουνα πως θα μπορούσε να ήταν ο Βασίλης Σκιαδάς – ο καπετάν Επαμεινώνδας, αν δεν είχε δολοφονηθεί ή άλλοτε έφερνα στο μυαλό μου τον αδερφό του, τον Νίκο Σκιαδά, έναν σπουδαίο διανοούμενο με πλούσιο έργο, ή τη φιγούρα του παππού μου, του Νίκου Σβόλη, να διαβάζει Ντοστογιέφσκι δίπλα στο τζάκι.

5. Ποιες εμπειρίες και ποιες στάσεις ζωής σε οδήγησαν στο να αρχίσεις να αποτυπώνεις τις σκέψεις σου μέσα από τα έργα σου;

Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και πολύ πλούσιο που έζησα τόσες έντονες καταστάσεις μέσα από συλλογικές διαδικασίες. Η λογοτεχνία μάς δίνει την δυνατότητα να αναστοχαστούμε αλλά και να επαναπροσδιορίσουμε ως επιθυμία τη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε. Έτσι, η αναζήτηση μιας ζωής άξιας να την ζήσουμε ή να πεθάνουμε γι' αυτήν, η φιλία, η συντροφικότητα, ο έρωτας αλλά και ο θάνατος, η απώλεια, η ήττα, η στάση μας απέναντι στη βαρβαρότητα, οι απογοητεύσεις και η μοναχικότητά μας είναι τα πεδία όπου η λογοτεχνική γραφή θέτει τις ερωτήσεις και ψάχνει τις απαντήσεις.
  
6. Υπάρχει κοινή συνισταμένη ή ένα κοινό μήνυμα που θέλεις να περάσεις μέσα από τα έργα σου;

Δεν θα ήθελα με τίποτα οι ιστορίες που γράφω να διακατέχονται από έναν διδακτισμό. Δεν έχω καμία διάθεση να πω στους ανθρώπους το τι θα πρέπει να κάνουν ή να σκέφτονται. Δεν με νοιάζει να φτιάξω πρότυπα. Γι’ αυτό και ο Λεό, ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορηματικά πρόσωπα, δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, είναι  γοητευτικός αλλά ταυτόχρονα και αυτοκαταστροφικός. Δεν με ενδιαφέρει να διατυπώσω ή να εκπέμψω κάποιο «μήνυμα», αλλά να ανακατασκευάσω λογοτεχνικά στάσεις ζωής με  καλά τους και τα κακά τους, που είναι υπαρκτές ή ενδεχομενικές και ταυτόχρονα για μένα άκρως γοητευτικές.


7. Στις 18 Αυγούστου γυρνάς στον τόπο που κατάγεσαι να παρουσιάσεις τα δυο σου βιβλία. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;

Την ιδέα αυτή την είχε από το πρώτο ήδη βιβλίο ο συντοπίτης και φίλος των νεανικών μου χρόνων Πέτρος Σπυρέλης. Με το δεύτερο ειδικά βιβλίο ωρίμασε μέσα μου αυτή η σκέψη και ήθελα πολύ να γίνει πραγματικότητα. Οι παρουσιάσεις για μένα έχουν πολύ ενδιαφέρον αφού το ταξίδι ενός βιβλίου δεν σταματά με την συγγραφή και την κυκλοφορία του αλλά συνεχίζεται μέσα από την πολλαπλότητα των αναγνώσεων του. Με ενδιαφέρει πολύ να ακούω τι έχουν να πουν οι αναγνώστες ή οι εν δυνάμει αναγνώστες για τα βιβλία μου. Επίσης σχεδόν σε όλες τις παρουσιάσεις που έχω κάνει δίνονται αφορμές να ανοιχτούν ευρύτερες συζητήσεις. Υπάρχουν ιστορίες και πρόσωπα του τόπου μας πολύ αξιόλογα για τα οποία όμως δεν έχουμε κουβεντιάσει συλλογικά. Ελπίζω αυτή η παρουσίαση πέρα από το λογοτεχνικό κομμάτι της να είναι και μια αφορμή να θυμηθούμε και να κουβεντιάσουμε  για τις ιστορίες και τους ανθρώπους μας.

8. Υπάρχουν άλλοι συγγραφικοί στόχοι που θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον;

Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα δούμε και ένα τρίτο μυθιστόρημα, αλλά αυτή την εποχή είμαι σε λογοτεχνική «αγρανάπαυση». Συγγραφικά ασχολούμαι κυρίως με το σάιτ, δηλαδή την πόλη Κ, με  παρουσιάσεις πολιτικών αλλά και λογοτεχνικών βιβλίων.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  ΑΠΟ ΤΟ "ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ"

Στην κηδεία του μπαρμπα-Νίκου, εκτός από τον Βασίλη και τους λιγοστούς κατοίκους του χωριού, είχαν έρθει και τρία μέλη από το παράρτημα της Π.Ε.Α.Ε.Α. του Αγρινίου μ' ένα κόκκινο στεφάνι. Την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας ο Βασίλης κάπνιζε μόνος του στον περίβολο της Αγια-Παρασκευής, χαζεύοντας τα βαριά σύννεφα που περνούσαν με ταχύτητα πάνω από το νεκροταφείο. Όταν οι υπόλοιποι άρχισαν να ανηφορίζουν προς το χωριό, οι τρεις παππούδες στάθηκαν πάνω από τον τάφο και με τις γροθιές υψωμένες άρχισαν να τραγουδούν το «Επέσατε θύματα». Στεκότανε παράμερα και περίμενε να τους καλέσει στο καφενείο, όπου είχε κανονίσει να σερβιριστεί η ψαρόσουπα όπως όριζε η περίσταση.
Ο Βασίλης ήταν ο πιο κοντινός συγγενής από τους παρόντες κι είχε φροντίσει για τα πάντα μ' έναν τρόπο που δεν είχε κάνει ούτε στην κηδεία του πατέρα του. Στην πραγματικότητα είχε πάρει το ρόλο του γιου που δεν είχε αποκτήσει ποτέ ο μικρόσωμος γέρος με τα γυαλιά και το λεπτό μουστάκι. Αλλά και το δικό του κενό, η απουσία που ένιωθε μέσα του ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, σαν να θρηνούσε ετεροχρονισμένα για όλες τις απώλειες της ζωής του. Δεν ήξερε καν αν θα μπορούσε να σταθεί στο χωριό χωρίς την παρουσία του μπάρμπα του. Δεν ήταν μόνο η συντροφιά και οι συμβουλές του, στην πραγματικότητα μέσα από τις συζητήσεις τους έβρισκε τον τρόπο να διαπραγματευτεί όσα δεν είχε κουβεντιάσει ποτέ κι όσα δεν θα τολμούσε να κουβεντιάσει ποτέ με τον πατέρα του. Ήταν τόσο διαφορετικοί που ποτέ δεν θα μπορούσε να είχε κάνει αυτές τις συζητήσεις μαζί του χωρίς να προκαλέσει την οργή του. Χαμογέλασε πικρά όταν συνειδητοποίησε ότι  ακόμα δεν είχε πραγματικά συμφιλιωθεί μαζί του, γι' αυτό προσέτρεχε στην εξιδανικευμένη φιγούρα του ανοιχτόμυαλου αμφισβητία της οικογένειας. Στο μεγάλο τραπέζι κάθισε μαζί με τους παλιούς αντιστασιακούς κι όχι μόνο για να τους κάνει παρέα. Πέρα από την οικειότητα που του βγάζανε, ήθελε να ακούσει και ιστορίες για τον μπάρμπα του.
Είχαν αποφάει και οι χωριανοί έπαιρναν τον δρόμο για τα σπίτια τους δίνοντας για μια ακόμα φορά τα συλλυπητήριά τους στον Βασίλη. Η κυρα-Ευθυμία τραβήχτηκε στην κουζίνα της για να συμμαζέψει, κι έμειναν μόνοι οι τέσσερίς τους μ' ένα μπουκάλι τσίπουρο στη μέση να λένε ιστορίες και χωρατά για τον εκλιπόντα. Τα γέλια διαδέχονταν τα δάκρυα, και αν κάποιος δεν ήταν εξοικειωμένος μ' αυτόν τον τρόπο αποχαιρετισμού των νεκρών δύσκολα θα καταλάβαινε ότι αυτή η παρέα είχε έρθει από κηδεία. Είχε πια βραδιάσει όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, μα ο Βασίλης δεν τους άφηνε να φύγουν για το Αγρίνιο έτσι όπως ήταν πιωμένοι.
« Θα κοιμηθείτε  στου μπάρμπα μου, θα χαρεί πολύ να σας φιλοξενήσει».
Εκεί, γύρω από το τζάκι, συνέχισαν τις ιστορίες, κάποιες που τις είχαν ζήσει οι ίδιοι και άλλες που τις είχαν ακούσει. Τα γεγονότα μπερδεύονταν με τους μύθους και τα ανέκδοτα φτιάχνοντας νέες εκδοχές της πραγματικότητας, αφού και μεταξύ τους δεν συμφωνούσαν σχεδόν ποτέ εξ ολοκλήρου για τις ημερομηνίες ή για τα πρόσωπα που εμπλέκονταν στις αφηγήσεις τους. Πολλά απ’ όσα μαρτυράγανε τα άκουγε για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ο Βασίλης. Ο μπαρμπα-Νίκος κινιόταν πάντα στα όρια· στα όρια σε σχέση με το κόμμα, στα όρια σε σχέση με την οικογένεια, στα όρια των αμφιβολιών και των αναζητήσεών του. Άλλαζε επαγγέλματα και τόπους διαμονής, έφευγε και επέστρεφε στον τόπο του, προσέγγιζε και απομακρυνόταν από το κόμμα. Για το τελευταίο οι τρεις τους είχαν πολλές διαφωνίες: η μια άποψη έλεγε ότι όλα αυτά ήταν κατ’ εντολή του ίδιου του κόμματος, η άλλη υποστήριζε ότι ήταν αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας του και των έντονων αμφιβολιών που είχε πολλές φορές για τη γραμμή. Άκρη δεν έβγαλε, πέρα από την αίσθηση ενός περίπλοκου και πολυδιάστατου ανθρώπου που έζησε στην Αθήνα, στον Βόλο και στην Πάτρα, δούλεψε ως τυπογράφος, εμποροϋπάλληλος, ραδιοτεχνίτης, καλουπατζής, πλασιέ ειδών προικός. Ήταν αργά τη νύχτα όταν, αποκαμωμένοι από τις ιστορίες και το αλκοόλ, αποφάσισαν να πέσουν για ύπνο όπως όπως στα ντιβάνια και στα ράντζα που είχε στρώσει ο Βασίλης. Πριν φύγει για το σπίτι του, του έδωσαν έναν χαρτοφύλακα από δερματίνη με φερμουάρ σαν αυτόν που είχε ο δάσκαλος στο σχολείο και έβαζε μέσα τα διαγωνίσματα. Του έκανε εντύπωση γιατί είχε χρόνια να δει τέτοιον χαρτοφύλακα.
«Εδώ θα βρεις κάποια πράγματα που μας ζήτησε να τα ψάξουμε ο μπάρμπας σου. Παλιές ιστορίες που τώρα τελευταία βάλθηκε να ξανασκαλίσει. Δεν μας εξήγησε για ποιον λόγο και δεν ξέρουμε αν κι εσύ έχεις κάτι υπόψη σου. Όπως ήρθαν τα πράγματα, αποφασίσαμε να στα παραδώσουμε».



Οι μέρες πέρναγαν σε κλίμα αναμονής, στα χωράφια δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει, κι αν δεν ήταν κάτι μερεμέτια στο πατρικό ενός συνταξιούχου εφοριακού, που είχε βαλθεί να επιστρέψει να ζήσει στο χωριό από την επόμενη άνοιξη παρά τις γκρίνιες της γυναίκας, θα ήταν ουσιαστικά αργόσχολος. Πού και πού πήγαινε και άνοιγε τη δερμάτινη τσάντα και τσεκάριζε τα δυο πιστόλια, τα ζύγιζε στα χέρια του, έκανε πως σημαδεύει  και τα ξανάβαζε στη θέση τους. Ένα πρωί πήρε την τσάντα όπως ήταν, και με το αγροτικό ανέβηκε έναν δασικό δρόμο, σκοτεινό από τα ψηλά έλατα και λασπωμένο από τις βροχές του χειμώνα. Πάρκαρε στο τέρμα του και συνέχισε με τα πόδια του σ' ένα ξέφωτο όπου παλιά έστηναν τις καλύβες τους κάτι Σαρακατσάνοι. Εκεί, στη μέση του πουθενά, έριξε μερικές δοκιμαστικές βολές. Ίσα για να δει πώς συμπεριφέρεται το πιστόλι κατά την εκπυρσοκρότηση και να απογοητευτεί τελείως από τις σκοπευτικές του ικανότητες. Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή του ήταν κάτι άλλο, η δύναμη που είχε αυτή η μαύρη τρύπα της κάνης όταν είναι στραμμένη πάνω σου. Μαύρη σαν την πύλη του Άδη, σου θέτει ένα αμετάκλητο ερώτημα: είσαι έτοιμος να πεθάνεις; Είσαι ποτέ έτοιμος να πεθάνεις; Κι εκείνη τη στιγμή δεν έχεις τον χρόνο να σκεφτείς για την επιχειρησιακή ικανότητα που έχει το μαραφέτι· σε σημαδεύει. Η απειλή της μαύρης τρύπας είναι ίδια, ανεξάρτητα από τη μάρκα ή τη χρονολογία κατασκευής. Καμιά όρεξη να γυρίσει σπίτι του, πήρε ένα μονοπάτι που χανότανε μέσα στα δέντρα και στις φτέρες, βρέθηκε να περπατάει παράπλευρα σ’ ένα ρέμα που κύλαγε ορμητικό. Το νερό σχημάτιζε μικρούς καταρράχτες που έπεφταν με δύναμη από ψηλούς βράχους. Το μονοπάτι χανότανε μέσα στο νερό, για να πιάσει την απέναντι όχθη και ν' ανηφορίσει προς ένα διάσελο. Δεν θα μπορούσε να το περάσει χωρίς τον κίνδυνο να τον παρασύρει το ρεύμα, κι έτσι κάθισε σ' έναν πεσμένο κορμό, μόνος και ξένος. Ακόμα κι εδώ περίσσευε, δεν είχε βρει ακόμα τη θέση του μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, το κουτάβι εμφανίστηκε από το πουθενά και άρχισε να γυροφέρνει στα πόδια του χτυπώντας την ουρά του πάνω στις αρβύλες του, ανέβηκε με τα δυο του πόδια στα γόνατά του και γύρεψε ένα χάδι. Άρχισε να το χαϊδεύει με λαχτάρα στον λαιμό και κάτω από τα αυτιά.

«Σ' είχα ξεχάσει εσένα, πάμε σπίτι μας, όπου να ’ναι σκοτεινιάζει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου