Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Μονάχα για τη γίδα της είχε στεναχώρια.......



 Όταν έπεσε το μεγάλο χιόνι έμεινε αποκλεισμένη απ’ το υπόλοιπο χωριό περίπου μια βδομάδα. Συνηθισμένη στα κρύα και την ερημιά, είχε κάνει από νωρίς τις προετοιμασίες της: έφερε τα κούτσουρα ως την κουζίνα, έφραξε με νάιλον τις τρύπες στα παράθυρα του χειμωνιάτικου, έστρωσε φλοκάτες και τη χοντρή μαντανία στη γωνιά της, δεξιά στο τζάκι. 

Μονάχα για τη γίδα της είχε μια στενοχώρια, θα πιανόταν στα σίγουρα η καψερή απ’ την ακινησία τόσες μέρες στο κατώι. Τύλιξε μερικές πατάτες και κρεμμύδια, άνοιξε γούβα στις στάχτες και τα άφησε να ψήνονται όλο τ’ απόγευμα. 
Ν’ άνοιγε τηλεόραση; Άδικος κόπος. Άμα χιονίζει εδώ πάνω είναι όλο διακοπές, την άφησε σβησμένη καλύτερα. «Μάνα, να ντύνεσαι καλά και μην κάνεις οικονομία στα ξύλα» της είπε προχθές στο τηλέφωνο ο γιος της «και συ, παιδάκι μου, και να τρως» απάντησε εκείνη και για ώρα πολλή σαν έκλεισαν, την είχε πάρει το παράπονο χαϊδεύοντας τη φωτογραφία, πρώτα την κορνίζα και ύστερα ένα-ένα τα πρόσωπα: τις εγγόνες της -η μεγάλη που ‘χει το όνομά της σε δέκα μέρες μπαίνει στα είκοσι- κι ύστερα για κάμποση ώρα το παιδάκι της -νωρίς που πήραν ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά του σαν τον πατέρα του, μονολόγησε- έτριψε τα μάτια, μακριά που ήταν στα αλήθεια το παιδί… 

Προς το απόγευμα πήγε ως το κατώι. Μια σκούρα πάχνη κάλυπτε νερά και λάσπες και ο αέρας εδώ κάτω μουδιασμένος πάγωνε τα κουρελάκια της γίδας της, το ίδιο και τα αυτιά της. Της άλλαξε νερό, το παλιό είχε πια πετρώσει κι ύστερα έβγαλε απ’ την ποδιά και της έδωσε μισό αχλάδι, βέλαξε και η γίδα ευχαριστημένη.
 Στο μισόφωτο των τοίχων μπορούσε να δει απ’ τις χαραμάδες με κάποια προσπάθεια τις κολώνες του απέναντι χωριού. 
Τώρα οι τσοπάνηδες θα αρμέγουν τα πρόβατα και οι γυναίκες τους θα ζεσταίνουν ψωμί στα τζάκια και θα ετοιμάζουν το τραπέζι. Όσο ζούσε ο άνδρας της, εποχιακός ταχυδρόμος και αυτοδίδακτος τσαγκάρης τέτοια ώρα συνήθως μαζευόταν, έτρωγε γρήγορα, έπιανε την αριστερή πλευρά του τζακιού και της έλεγε τα νέα των απέναντι ανθρώπων. Και όταν χιόνιζε πολύ και κόβονταν οι δρόμοι, εκείνος ξέμενε σπίτι και τότε περνούσαν οι τρεις τους, όλοι μαζί, πραγματικά ωραία. 
Τον έχασε νωρίς και ο γιος της ξενιτεύτηκε λίγο αργότερα, πάνε πια 35 χρόνια. «Περνάει ο καιρός, οι άνθρωποι γερνάμε, ρεύουνε τα τείχια στα σπίτια, αλλάζουν όλα χωρίς να το νιώσεις» είπε από μέσα της, σηκώθηκε και βγήκε στο μισοσκόταδο του απογεύματος. 

Απέναντι στο χωριό τα τζάκια άχνιζαν όλη μέρα. Μπάλωσε μια κάλτσα και κανά δυο φανέλες στο φως του τζακιού κι απ’ έξω το χιόνι, γυάλινο πια, είχε καλύψει για τα καλά πέτρες, πουρνάρια και ρίζες. Άπλωσε τα πόδια της στην αρχή της φωτιάς, ίσιωσε την πλεξίδα της κάτω απ’ το μαντήλι, έλυσε την ποδιά. Αποκοιμήθηκε γρήγορα. Ξύπνησε νύχτα από ένα φως άστραφτα μπλε, σχεδόν παραμυθένιο.
 Διαγώνια στο νάιλον είχε γεμίσει το φεγγάρι, μπλε στο κέντρο και στη άκρη ασημένιο. Σα λαμπερό άστρο, είπε δυνατά και έκανε τον σταυρό της. Όπως ήταν σκεπασμένη κρύωνε. Σηκώθηκε στα σκοτεινά, έριξε ένα σάλι πάνω απ’ το μαντήλι, φόρεσε τη χοντρή της ζακέτα και μετά τις γαλότσες, πήρε το ξύλο της και βγήκε στο λαμπερό χιόνι. Πάνω απ’ το κεφάλι της ακίνητα, χιλιάδες παγωμένα αστέρια άστραφταν ατελείωτα στον ουρανό και της φώτιζαν τον δρόμο. Ξαστεριά μες τον Νοέμβρη! Τα πόδια της άνοιγαν αργά βαθιές τρύπες στο πάχος του χιονιού, στεκόταν δυο λεπτά στη θέση της ασάλευτη, χάζευε τον έναστρο θόλο και ύστερα ετοίμαζε το επόμενο βήμα. Όμορφη που ‘ναι η νύχτα, σκέφτηκε και συνέχισε να σκάβει μες το χιόνι. 
Έτσι, διέσχισε αργά ολόκληρο τ’ αλώνι ως πέρα τα γκρεμίσματα. 

Κάποτε εδώ κατοικούσαν γείτονες, κόσμος καλός, αντάμωναν σε γιορτές και πένθη και έπαιζαν μαζί τα παιδιά τους, μα τώρα τούτος ο τόπος πλάκωσε σπίτια κι ανθρώπους, χάθηκε και η τελευταία της παρέα.
 «Δεν θα ξαναρθούνε άνθρωποι εδώ πάνω» φώναξε δυνατά η γριά και βούλιαξε μονάχη και αβοήθητη στο χιόνι.
 Έτσι να ‘ταν; Μες το πλατύ φεγγάρι του χειμώνα, μιλώντας μοναχή της, η Αλέξω διηγήθηκε στον εαυτό της όλη της τη ζωή, σίγουρα όχι πολύ σπουδαία για τους περισσότερους, μα ατελείωτη και κάποιες φορές ασήκωτη για εκείνη στο ζύγι. 
Και κάπως έτσι μαύριζε το χιόνι γύρω της και μαζί με τα κλάματα ο κακός χειμώνας μαύριζε και την καρδιά της. 

Μελαγχολία.
 Στον τόπο αυτό η απόγνωση της ανθρώπινης μοναξιάς μόνο μια λέξη βρίσκει σα νόημα και βαφτίζεται μελαγχολία. Έσυρε απ’ την τριχιά την κατσίκα της, σχεδόν αγκαλιά, ως μέσα στο σπίτι, της σκούπισε χιόνια και υγρασία και άρχισε να της μιλάει. Απ’ τις φλόγες του άγνωστου χώρου η γίδα τρόμαξε, μα γρήγορα ξεθάρρεψε σα ζεστάθηκε και έφερε χαρούμενες βόλτες μες το δωμάτιο. 
«Δε μιλάς και συ, γρι από λέξεις καταλαβαίνεις, μα δεν πειράζει. Ακούω την ανάσα σου και αυτό φθάνει. Υπάρχει ένας παράξενος βυθός για μένα στο μυαλό μου. 

Από καιρό κοιμάμαι στο ενδιάμεσο θανάτου και πραγμάτων κι ύστερα, ξύπνια, ονειρεύομαι εκείνα που κάποτε είχα, όλες τις περασμένες παρουσίες.
 Ώρες-ώρες κάτι μες το μυαλό μου βουίζει και γίνεται ανυπόφορο, μα υπάρχουν και φορές που εκεί μέσα κατοικεί ένα πουλί, σαν τα αηδόνια από εκείνα τα υπέροχα τραγούδια, ένα τόσο δα πουλάκι, βγαίνει μες το καταχείμωνο χρωματίζοντας τον μαύρο ουρανό, λυγίζει το κλαδί στον παγωμένο φράχτη και γίνεται άνοιξη. 
Ξέρω πως εδώ στο σπίτι η μυρωδιά του ξύλου αύριο θα καεί και αυτή, και τότε όλα θα παγώσουν. 

Μέχρι να γίνει αυτό, μονάχη περπατώ πάνω-κάτω στην κάμαρα και ο χρόνος μου, θαμμένος κάτω από τόσο καυτό χιόνι, έγινε από καιρό κάτασπρος και ανυπόφορος. Μα να, η καρδιά μου ακόμη σαλεύει, ημίκλειστη μες το πλατύ φεγγάρι κι αυτού του χειμώνα, παρέα με ένα τόσο δα αστέρι. Να κοίτα της λέω, η νύχτα γίνεται ξαφνικά πλωτή, ένα υγρό μπλε μαγικό φως την φωτίζει, και έτσι χωνεύεται ευκολότερα ως το ξημέρωμα».
 Δέκα μέρες έμειναν γίδα και γριά μαζί μες το σπίτι και κάπως έτσι θα περνούσε και τούτος ο χειμώνας.


 NIKH KOΛΛΙΑ/ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου